Τη δημιουργία φορέα που θα συντονίσει και θα διευρύνει τις υπηρεσίες που σήμερα παρέχονται από διάφορους θεσμικούς φορείς, ώστε να σταθεί αρωγός στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα προωθούν ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εθνικής Οικονομίας Γιάννης Δραγασάκης σε συνεργασία με τον γενικό γραμματέα Στρατηγικών Επενδύσεων Λόη Λαμπριανίδη.
Σύμφωνα με πληροφορίες του ΑΠΕ-ΜΠΕ, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομίας έχει δρομολογήσει τη δημιουργία μιας συνεκτικής δομής δημόσιου συμφέροντος, για την υποστήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε όλες τις περιφέρειες της χώρας. Πρόκειται για έναν φορέα που θα παρέχει υποστήριξη από το κατάστημα της γειτονιάς μέχρι και μεσαίες επιχειρήσεις.
Μια τέτοια δομή υπολογίζεται ότι θα μπορούσε ενδεικτικά να δραστηριοποιηθεί στην ευρύτερη συμβουλευτική και δικτύωση, την τεχνολογική αναβάθμιση μέσω πρόσβασης στις κατάλληλες πληροφορίες, την υποβοήθηση της εξαγωγικής διείσδυσης μέσω ενημέρωσης για διεθνείς τάσεις ή τη διευκόλυνση πρόσβασης σε διεθνείς επιχειρηματικές εκθέσεις και αγορές, καθώς και την προτυποποίηση και απόκτηση ονόματος (brand name). Γενικότερα, στοχεύει να προσφέρει υπηρεσίες για τη νέα επιχειρηματικότητα που απαιτεί μεγαλύτερη πληροφόρηση, τόσο για τα επιτεύγματα της επιστήμης όσο και για το διεθνές και εθνικό γίγνεσθαι.
Σύμφωνα με το σχεδιασμό, η δομή αυτή θα πρέπει να μπορεί να παρέχει ηλεκτρονικές υπηρεσίες κεντρικά και να έχει «αντένες» στις περιφέρειες όπου θα μπορούν οι επιχειρήσεις να προστρέχουν. Με αυτό τον τρόπο, αφενός θα προσφέρονται – και σε τοπικό επίπεδο – υπηρεσίες υψηλού επιπέδου στηριζόμενες σε εξειδικευμένες αναλύσεις που θα γίνονται κεντρικά από ειδικούς. Αφετέρου, ως χώρος συνάντησης αναμένεται να έχει καταλυτική λειτουργία στην ανάπτυξη και ώσμωση των επιχειρήσεων με καινοτομική δυναμική και θα δημιουργεί ευκαιρίες συνεργασίας.
Σε αυτή την εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία της παγκοσμιοποιημένης αγοράς και της απαίτησης για ψηφιακό μετασχηματισμό, όπως σημειώνουν στελέχη του υπουργείου στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, οι ΜμΕ πρέπει να υποστηριχθούν αποτελεσματικά για να αυξήσουν την παραγωγικότητα, την καινοτομική τους ικανότητα, να ενταχθούν σε αλυσίδες αξίας, να ενσωματώσουν ψηφιακές τεχνολογίες και νέες δεξιότητες και να ενισχύσουν την εξωστρέφειά τους. Επομένως καθίσταται αναγκαία, όπως σημειώνουν, η δημιουργία μιας συνεκτικής δομής δημόσιου συμφέροντος που θα λειτουργήσει ολοκληρωμένα ώστε να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις, θα αναζητήσει συνεργασίες με επιμελητήρια, ΑΕΙ και ερευνητικά κέντρα, θα συντονίσει και θα διευρύνει τις υπηρεσίες που σήμερα παρέχονται από διάφορους θεσμικούς φορείς, ώστε να σταθεί αρωγός στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα.
Ανάλυση περιβάλλοντος
Αυτό που διαφοροποιεί την ελληνική οικονομία δεν είναι η ύπαρξη μεγάλου αριθμού μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αυτές παντού συνιστούν τη συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων, παρατηρούν και αναφέρουν για παράδεισμα ότι στον ΟΟΣΑ κατά μ.ο. αποτελούν το 99,7% των επιχειρήσεων, ενώ στην Ελλάδα το 99,96%. Το «πρόβλημα» της χώρας μας εντοπίζεται στο πολύ υψηλό ποσοστό των πολύ μικρών επιχειρήσεων (μέχρι 9 απασχολούμενους), τονίζουν και συμπληρώνουν: Η χώρα μας, σε σχέση με τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, παρουσιάζει υπεραντιπροσώπευση των πολύ μικρών επιχειρήσεων (96,4% έναντι 90,4%).
Το πολύ μικρό μέγεθος, που μάλιστα αδυνατεί να μετασχηματισθεί σε κάτι μεγαλύτερο, αποτελεί ανεξάρτητη αιτία δυσλειτουργιών, καθώς υποδηλώνει δυσκολίες χρηματοδότησης, αδυναμίες διαφήμισης, μάνατζμεντ, προώθησης πωλήσεων ιδίως δε εξαγωγών, εργασιακής πολιτικής, ερευνητικής δραστηριότητας κ.λπ., εξηγούν.
Όμως, αυτοί οι μικροεπιχειρηματίες με ελάχιστο αριθμό απασχολουμένων αποτέλεσαν ένα μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης. Έναν καθοριστικό κρίκο του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και συνετέλεσαν στην κοινωνική ειρήνη που επικράτησε σε γενικές γραμμές τα μεταπολεμικά και ιδίως τα μεταπολιτευτικά χρόνια και με την ενημέρωση, καθοδήγηση και τα σωστά εργαλεία μπορούν να προσφέρουν στην ανάπτυξη της οικονομίας.
Όπως σχολίασαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ στελέχη του υπουργείου Οικονομίας: «οι θεσμοί στα χρόνια της κρίσης πίεσαν και σε μεγάλο βαθμό πέτυχαν την απορρύθμιση διάφορων αγορών που ρύθμιζαν αυτήν τη μικρομεσαία θάλασσα επιτρέποντας της να επιβιώνει. Ο διακηρυγμένος στόχος ήταν βέβαια η μέσω της αύξησης του ανταγωνισμού, αύξηση του μεγέθους και της στενά συνδεόμενης με αυτό παραγωγικότητας της οικονομίας μας. Έτσι τείνουμε να οδηγηθούμε σε μια ισχυρή συγκέντρωση ιδιοκτησίας και ελέγχου στα χέρια λίγων μεγάλων εταιρειών, πολύ συχνά υπό ξένο έλεγχο που ολιγοπωλώντας τις αγορές, διατηρούν τις τιμές σε τεχνικά ψηλά επίπεδα, καταστρέφουν τον υγιή ανταγωνισμό, αφαιρούν ένα μέρος του πλεονάσματος μεταφέροντας το εκτός χώρας. Έτσι την παλιά ταξική δομή με τη μικρομεσαία λαοθάλασσα τείνει να αντικαταστήσει μία νέα, όπου τις δύο ακραίες τάξεις των πλούσιων και των φτωχών δεν γεφυρώνει μία αριθμητικά αξιόλογη μέση τάξη. Σημειωτέον ότι σε διεθνές επίπεδο υπάρχουν, πλέον, ανησυχητικές ενδείξεις λόγω της δημιουργίας μίας τάξης εξαιρετικά πλουσίων ανθρώπων που κατέχει μεγάλο και συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό του παγκόσμιου πλούτου (το 1% πληθυσμού το 2017 κατείχε το 50,1% του παγκόσμιου πλούτου)».
Δυστυχώς όμως, όπως προκύπτει από έρευνες και αναλύσεις, όσα έχουν γίνει, τόσο από τη μεριά του κράτους (π.χ. ο Αναπτυξιακός Νόμος προσφέρει κίνητρα συγχώνευσης, συνεργασιών – clusters κ.λπ.) όσο και από την πλευρά του φορέων επιχειρηματικότητας, δεν επαρκούν.
Τι πρέπει να κάνουμε;
Η λύση, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του υπουργείου, έγκειται στην αύξηση του επιχειρηματικού μεγέθους, με παράλληλη αποφυγή της ολιγοπωλιακής εκμετάλλευσης και της διαφυγής των κερδών στο εξωτερικό. Προς τούτο επισημαίνεται πως υπάρχουν δύο δυνατές, αλλά όχι αμοιβαία αποκλειόμενες, επιλογές:
-Η πρώτη σχετίζεται με την οργανωμένη διαδικασία επαγγελματικής-επιχειρηματικής συνεργασίας, με χρήση της κάθε φορά κατάλληλης εταιρικής μορφής: συνεταιριστικής, συμπράξεων -συνεργειών, καθώς υφίσταται δυνητικά τεράστιο πεδίο συνεργασιών. Θα συμβάλει αποφασιστικά στην επέκταση αυτού που θα ονομάζαμε οικονομική δημοκρατία, ώστε να ενισχυθεί η επαπειλούμενη σήμερα πολιτική δημοκρατική τάξη.
-Η δεύτερη είναι η βελτίωση των πάσης φύσης ρυθμιστικών-ελεγκτικών αρχών ώστε να περιορίζονται ή αποφεύγονται οι καταστάσεις εκμετάλλευσης. Δυστυχώς η ελληνική πραγματικότητα, αλλά και η διεθνής εμπειρία, πιστοποιεί ότι τούτο μόνο μερικώς αποδίδει, καθώς εμφανίζονται φαινόμενα «αιχμαλώτισης» των ρυθμιστικών αρχών από μέρους των εποπτευομένων, ή «περιστρεφόμενες πόρτες» για τα στελέχη των επιχειρήσεων και των ρυθμιστικών οργάνων.
Οι αιτίες
Σε τρεις προσδιορίζονται, όπως τονίζεται, οι αιτίες της υπερβολικής εκπροσώπησης της πολύ μικρής επιχειρηματικότητας:
– Σε σημαντικό βαθμό οφείλεται στην απουσία κοινωνικού κεφαλαίου, στο ότι η ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία χαμηλής εμπιστοσύνης (low trust society). Είναι σαφές ότι με απουσία εμπιστοσύνης η συνεργασία, οι συγχωνεύσεις επιχειρήσεων δυσκολεύονται να ευδοκιμήσουν, το συναλλακτικό κόστος εκτοξεύεται και τελικά όλοι βολεύονται με τη μίζερη πραγματικότητα του ελάχιστου επιχειρηματικού μεγέθους και των χαμηλών πτήσεων.
– Η χαμηλή θέση της χώρας στον Διεθνή Καταμερισμό Εργασίας αποτελεί έναν επιπλέον ερμηνευτικό παράγοντα. Είναι σαφές ότι μια μικρή επιχείρηση σε χώρες με παρεμφερές κοινωνικό κεφάλαιο, μπορεί πολύ ευκολότερα να αναπτυχθεί σε αυτήν που βρίσκεται ψηλότερα στον Διεθνή Καταμερισμό, κοντύτερα στην παραγωγική και καινοτομική πρωτοπορία, καθώς μπορεί να επωφεληθεί από τη διάχυτη στη χώρα γνώση και να μεγαλώσει εύκολα, χωρίς να υποχρεώνεται να ανταγωνίζεται χιλιάδες άλλες επιχειρήσεις σε ένα μάλλον αδιέξοδο αγώνα.
– Οι πολιτικές του κράτους, του κομματικού συστήματος και των πάσης φύσης φορέων εκπροσώπησης της επιχειρηματικότητας. Με άλλα λόγια, στο κατά πόσο οι παραπάνω φορείς έχουν συνειδητοποιήσει το πρόβλημα, και εάν έχουν προχωρήσει σε σχεδιασμούς για την αντιμετώπιση του.