Επίθεση στο ΔΝΤ εξαπολύει, με άρθρο του στην γερμανική εφημερίδα Bild, ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, διερωτώμενος εάν είναι λογικό να ζητά κανείς προ-νομοθέτηση νέων μέτρων για το 2019.
Ο κ. Τσακαλώτος εξέφρασε την πεποίθηση ότι χρειάζεται «αποφασιστικότητα» και σημείωσε ότι η ελληνική κυβέρνηση υποστηρίζει μεν τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, αλλά το Ταμείο θα πρέπει να αποφασίσει άμεσα αν θέλει να συμμετάσχει σε αυτό ή όχι.
Παράλληλα, στέλνει αυστηρό μήνυμα στο ΔΝΤ ζητώντας του να σταματήσει να έχει παράλογες απαιτήσεις και να συνδράμει στην επίτευξη συμφωνίας με τους ευρωπαίους εταίρους σχετικά με τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος.
Εξάλλου, ο υπουργός εξέφρασε την άποψη ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη να γυρίσει σελίδα και να μπει σε τροχιά ανάπτυξης «μετατρέποντας έναν φαύλο κύκλο σε ενάρετο κύκλο», προσθέτοντας ότι το Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα θέσει τις βάσεις για αυτή τη στροφή.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος υποστηρίζει ότι η Ελλάδα μέσα στο 2016 εμφάνισε για δύο συνεχόμενα τρίμηνα θετικό ρυθμό ανάπτυξης ενώ και μέσα στο 2017 αναμένεται να πιάσει το 2.5%. Αναφέρθηκε στα μέτρα αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής τα οποία δείχνουν να αποδίδουν στο ταμείο των δημοσίων εσόδων, καθώς οι πρωτογενείς δημοσιονομικοί στόχοι για το 2016 επετεύχθησαν με επιτυχία. Τόνισε δε ότι ενώ το ΔΝΤ για το 2015 προέβλεπε πρωτογενές πλεόνασμα -0.3% (αρνητικό), η Ελλάδα έχοντας ως στόχο να φτάσει το 0.5% κατάφερε να ξεπεράσει το 2%.
Επίσης, ο κ. Τσακαλώτος τόνισε ότι το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων έχει προχωρήσει περισσότερο από όσο κανείς θα περίμενε και σε διάστημα δύο ετών έχει ξεπεράσει οτιδήποτε κατάφεραν προηγούμενες κυβερνήσεις μέσα σε τέσσερα χρόνια. Συνεπώς «η άποψη του ΔΝΤ ότι οι μεταρρυθμίσεις έχουν επιβραδυνθεί απέχει πολύ από την αλήθεια και είναι μια άποψη που δεν θα συμμεριζόταν οποιοσδήποτε ανεξάρτητος παρατηρητής», τονίζει ο ίδιος.
Τέλος, ο κ. Τσακαλώτος αναφέρει ότι είναι σημαντικό σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο, η Ευρώπη να δείξει ότι βρίσκεται ένα βήμα μπροστά, δίνοντας λύση στο ελληνικό ζήτημα με τρόπο ενωτικό, κοινωνικά δίκαιο, συναινετικό και ύστερα από αμοιβαίες υποχωρήσεις όλων των εμπλεκόμενων πλευρών.