Η βελτίωση των οικονομικών συνθηκών σε συνδυασμό με την εφαρμογή του τρίτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής συνέβαλε στην εμπέδωση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Η πρόοδος αυτή επιβραβεύθηκε από την αγορά, καθώς κατά το α΄ τρίμηνο του 2018 συντελέστηκε η αναβάθμιση του αξιόχρεου της χ ρας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης Standard & Poor’s (Β από 19.1.2018), Fitch (B από 16.2.2018) και Moody’s (Β3 από 21.2.2018).
Επιπροσθέτως, η πανευρωπαϊκή άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress tests) του 2018 που διεξήχθη με τη μεθοδολογία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών για τις ελληνικές τράπεζες, πιστοποίησε την κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων. Αυτά ανφέρει στην τελευταία της έκθεση η ΤτΕ.
Στην έκθεση τονίζεται ξεκάθαρα πως η χώρα έχει ανάγκη από προληπτική πιστωτική γραμμή. «Το καθεστώς εποπτείας στη μετά το πρόγραμμα εποχή είναι μείζονος σημασίας, δεδομένου ότι η επιστροφή σε έναν ενάρετο κύκλο ανάπτυξης μέσω της απρόσκοπτης χρηματοδότησης από το χρηματοπιστωτικό σύστημα αποτελεί σημαντική πρόκληση. Υπό το πρίσμα αυτό, η ύπαρξη μιας προληπτικής πιστωτικής γραμμής σαν δικλίδα ασφαλείας θα μπορούσε να λειτουργήσει επικουρικά σε αυτή την προσπάθεια, εξασφαλίζοντας πρόσβαση, εάν χρειαστεί, σε φθηνά κεφάλαια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ), την ‘παρέκκλιση’ (waiver), καθώς και τη συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ στην κανονική περίοδο, αλλά κυρίως στην περίοδο επανεπένδυσης», τονίζεται.
Αναφορικά με την επόμενη μέρα των stress tests «συνολικά παρατηρήθηκε μικρή υποχώρηση των λειτουργικών κερδών το 2017 τα οποία διαμορφώθηκαν σε 3,98 δισεκ. ευρώ έναντι 4,07 δισεκ. ευρώ το 2016 (μείωση 2,1%), αλ- λά και του δείκτη αποτελεσματικότητας (λόγος λειτουργικών εξόδων προς έσοδα) των ελληνικών τραπεζών. Επισημαίνεται όμως ότι αυτός παραμένει σε επίπεδο χαμηλότερο από το μέσο όρο των μεσαίου μεγέθους τραπεζικών ομίλων της ΕΕ. Το 2017 οι τράπεζες σχημάτισαν αυξημένες προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο κατά περίπου 26,4% σε σχέση με το 2016, (κόστος πιστωτικού κινδύνου 2017: 2,8%, 2016: 2,1%) στο πλαίσιο της εντατικοποίησης των προσπαθειών τους για περαιτέρω εξυγίανση του δανειακού τους χαρτοφυλακίου. Ταυτόχρονα, η κεφαλαιακή τους επάρκεια διατηρήθηκε σταθερή. Αναλυτικότερα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1) σε ενοποιημένη βάση αυξήθηκε οριακά στο 17% το Δεκέμβριο του 2017 έναντι 16,9% το Δεκέμβριο του 2016 και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητος στο 17%. Πρέπει να επισημανθεί ότι οι τρά- πεζες κατάφεραν να διατηρήσουν ένα σημαντικό κεφαλαιακό απόθεμα εν όψει προσαρμογής σε νέες εποπτικές απαιτήσεις, όπως η εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματο- οικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9), της οποίας η επίπτωση για τις τέσσερεις σημαντικές τράπεζες έχει υπολογιστεί σε 5,6 δισεκ. ευρώ, καθώς και η αυστηροποίηση του χειρισμού των προβλέψεων για τα νέα ΜΕΑ. Ταυτόχρονα, τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για τις τέσσερεις σημαντικές ελληνικές τράπεζες, πιστοποίησαν την ανθεκτικότητα τους, γεγονός που αντικατοπτρίστηκε στη περιορισμένη επίδραση στην κεφαλαιακή τους επάρκεια, ακόμη και υπό τη συντηρητική προσέγγιση του δυσμενούς σεναρίου. Στο Ειδικό Θέμα Ι αναλύονται διεξοδικά η μεθοδολογία και τα αποτελέσματα της εν λόγω άσκησης».
Επισημαίνεται πως παρατηρήθηκε σημαντική ρευστότητα στα πιστωτικά ιδρύματα και μείωση εξάρτησης από τον ΕLA. Η χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα εμφάνισε συνεχή πτωτική τάση, τόσο ως απόλυτο μέγεθος, όσο και ως ποσοστό του συνολικού ενεργητικού των τραπεζών. Η μείωση αποδίδεται α) στην πώληση ομολόγων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς τίτλων, β) στη μείωση του ενεργητικού των τραπεζών εξαιτίας της πώλησης θυγατρικών στο εξωτερικό και των μη τραπεζικών δραστηριοτήτων τους στην εγχώρια αγορά γ) στην απομόχλευση, αν και με επιβραδυνόμε- νους ρυθμούς, και δ) στην ενίσχυση της εγ- χώριας καταθετικής βάσης.
Κατά τη διάρκεια του δ΄ τριμήνου του 2017 παρατηρήθηκε επίσης βελτίωση στην ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών. Οι τράπεζες, μέσω των διαφόρων πρωτοβουλιών που έχουν αναλάβει, δηλαδή των αναδιαρ- θρώσεων, της αύξησης του ρυθμού ανάκτησης μη εξυπηρετούμενων δανείων σε μετρητά, των εισπράξεων των τραπεζών τόσο από αποπληρωμές όσο και από ρευστοποιήσεις και μεταβιβάσεις δανείων, έχουν καταφέρει να υλοποιήσουν τους επιχειρησιακούς στόχους της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που σημειώθηκε το δ΄ τρίμηνο του 2017 ανήλθε σε 4,8% ή 4,7 δισεκ. ευρώ και είναι η υψηλότερη τριμηνιαία υποχώρηση που έχει παρατηρηθεί από την αρχή της κρίσης. Σε σχέση με το Μάρτιο του 2016, όταν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα έφθασαν στο υψηλότερο επίπεδο, παρατηρείται μείωση κατά 12% ή 13 δισεκ. ευρώ. Παράλληλα, οι τράπεζες έχουν αναγνωρίσει ένα επαρκές επίπεδο προβλέψεων λόγω των αυξημένων εποπτικών απαιτήσεων συμπερι- λαμβανομένης της εφαρμογής του ΔΠΧΑ 9. Το κόστος πιστωτικού κινδύνου διαμορφώθηκε σε 2,5% το δ΄ τρίμηνο του 2017 έναντι 1,6% το γ΄ τριμήνου του 2017.
Ειδικά για τα «κόκκινα δάνεια», τονίζεται ότι απαιτείται η χρήση όλων των διαθέσιμων εργαλείων, όπως ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών, η διενέργεια ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ακινήτων, η περαιτέρω ανάπτυξη της δευτερογενούς αγοράς για τη διαχείριση ή/και μεταβίβαση μη εξυπηρετούμενων δανείων, η ενιαία αντιμετώπιση των οφειλετών με πολλαπλούς πιστωτές, ο εντοπισμός των στρατηγικών κακοπληρωτών και η εφαρμογή οριστικής λύσης για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις.