Υπολείπονται λίγες περισσότερες από 100 ημέρες μέχρι το τέλος του χρόνου. Και, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα είναι καθοριστικές για την κυβέρνηση αλλά και για τη χώρα.
Το σχέδιο για την επιστροφή στην ανάπτυξη που περιέγραψε από το βήμα της ΔΕΘ ο πρωθυπουργός στηρίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στο τι θα γίνει – αλλά και στο τι δεν θα γίνει – μέχρι το τέλος του χρόνου.
Δεν είναι μόνο τα 15 προαπαιτούμενα για την εκταμίευση των 2,8 δισ. ευρώ αλλά και η β’ αξιολόγηση που απασχολούν το Μέγαρο Μαξίμου και το οικονομικό επιτελείο:
Θα εξειδικευτούν τα μέτρα για το χρέος μέσα στο έτος;
Θα «μπει» τελικώς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο ελληνικό πρόγραμμα;
Θα θεωρήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έως το τέλος του χρόνου ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για να ενταχθούν και τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης;
Θα πέσουν τα spreads των ελληνικών ομολόγων ώστε η χώρα να επιστρέψει στις αγορές μέσα στο 2017, όπως επιθυμεί η ελληνική κυβέρνηση;
Θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για να επιστρέψει η χώρα στην ανάπτυξη; Και αν ναι, θα «διαχυθεί» αυτή η ανάπτυξη σε όλες τις κοινωνικές ομάδες;
Τα ερωτήματα που «καίνε» την ελληνική πλευρά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα απαντηθούν μέχρι το τέλος του χρόνου, παρά το γεγονός ότι και άλλες εμπλεκόμενες πλευρές στις διαπραγματεύσεις (π.χ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή) αναγνωρίζουν ότι μέχρι το τέλος του έτους θα πρέπει να έχει υπάρξει πρόοδος ακόμη και στη συζήτηση για το χρέος. Για να φέρει η φετινή χρονιά την πολυπόθητη εξειδίκευση των μέτρων για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους, οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει να περάσουν προηγουμένως από τις ακόλουθες συμπληγάδες:
Ανοιχτά μέτωπα
1 Αυτός ο γύρος διαπραγματεύσεων με τους δανειστές –τουλάχιστον διά ζώσης – ολοκληρώνεται αύριο Παρασκευή, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο (για την ακρίβεια ακόμη και από την ελληνική πλευρά θεωρείται απίθανο) ότι θα οδηγήσει σε συμφωνία τουλάχιστον στο κομμάτι των 15 προαπαιτούμενων που ξεκλειδώνουν τη δόση των 2,8 δισ. ευρώ (εκ των οποίων τα 1,7 δισ. ευρώ πηγαίνουν για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου). Όπως διαφάνηκε από τις τρεις πρώτες ημέρες των διαβουλεύσεων, πολλά μέτωπα παραμένουν ανοικτά (σ.σ.: σύνθεση Εποπτικού Συμβουλίου στην Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών ή αλλιώς υπερταμείο Αποκρατικοποιήσεων, ΔΕΚΟ που θα μεταφερθούν στο νέο ταμείο, φορολογικά νομοσχέδια κ.λπ.). Κάποια είναι πιθανό να κλείσουν μέχρι την αυριανή προγραμματισμένη αναχώρηση των θεσμών από την Αθήνα.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, αρκετά θα μείνουν ανοικτά και θα πρέπει να κλείσουν μέχρι το τέλος του μήνα. Το ιδανικό σενάριο προβλέπει ότι μέχρι το Euroworking Group της 29ης Σεπτεμβρίου, το οποίο και θα προετοιμάσει το Eurogrοup του Οκτωβρίου, οι θεσμοί θα είναι σε θέση να συντάξουν την έκθεση συμμόρφωσης (compliance report) ώστε να δοθεί το πράσινο φως για την εκταμίευση των 2,8 δισ. ευρώ μέσα στον Οκτώβριο. Η εκταμίευση προϋποθέτει βεβαίως ότι τα προαπαιτούμενα, τουλάχιστον τα περισσότερα από αυτά, θα περάσουν από την ελληνική Βουλή. Εκτός από τη σύμβαση για το Ελληνικό, οι βουλευτές θα κληθούν να ψηφίσουν και επώδυνες ασφαλιστικές διατάξεις που θα φέρουν νέες αυξήσεις βαρών (κυρίως ασφαλιστικών εισφορών) σε δεκάδες χιλιάδες ασφαλισμένους.
2 Ενώ θα κλείνει το θέμα της α’ αξιολόγησης και της ουράς των 15 προαπαιτούμενων, στη Βουλή θα ανοίγει το θέμα του κρατικού προϋπολογισμού της επόμενης χρονιάς. Η κυβέρνηση υποχρεούται μέχρι την πρώτη Δευτέρα του Οκτωβρίου να καταθέσει το προσχέδιο του προϋπολογισμού, το οποίο θα προβλέπει, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, πρόσθετους φόρους ύψους τουλάχιστον 2,5 δισ. ευρώ σε σχέση με πέρυσι. Και αυτό διότι από το νέο έτος θα ενεργοποιηθούν σειρά νέων φορολογικών μέτρων (νέα κλίμακα, νέοι έμμεσοι φόροι, σύνδεση εισοδήματος ασφαλιστικών εισφορών κ.λπ.). Η κυβέρνηση θα κληθεί, μέσω των προβλέψεων που θα αναγράψει στο προσχέδιο, να τεκμηριώσει σε τι ποσοστό θα στηρίξει την προσδοκώμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων στην πρόβλεψη για την επερχόμενη ανάπτυξη και σε τι ποσοστό στα νέα φορολογικά μέτρα, τα οποία «σκοντάφτουν» κάθε χρόνο στην ολοένα και μικρότερη φοροδοτική ικανότητα των Ελλήνων.
3 Αμέσως μετά, θα ξεκινήσει ο Γολγοθάς της β’ αξιολόγησης. Η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα και οι θεσμοί ήδη προσπαθούν να κερδίσουν χρόνο. Στο Hilton από προχθές, εκτός από τα 15 προαπαιτούμενα της α’ αξιολόγησης, έχουν πέσει στο τραπέζι και πολλά από τα φλέγοντα θέματα της β’ αξιολόγησης (σ.σ.: συνολικά τα προαπαιτούμενα ξεπερνούν τα 40) προκειμένου οι τελικές διαπραγματεύσεις να μην «ξεχειλώσουν» χρονικά πέρα από το τέλος Οκτωβρίου, χρονοδιάγραμμα που ήδη μοιάζει ασφυκτικό. Στα κρίσιμα θέματα της β’ αξιολόγησης περιλαμβάνονται φυσικά τα εργασιακά, τα οποία ήδη τέθηκαν από χθες επισήμως στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η ελληνική πλευρά έχει θωρακιστεί πίσω από την υιοθέτηση του «ευρωπαϊκού κεκτημένου» (ο πρωθυπουργός χρησιμοποίησε αρκετές φορές την έκφραση κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου στη Θεσσαλονίκη) αλλά είναι και θέμα… ερμηνείας το πώς ακριβώς θα επηρεάσει το ευρωπαϊκό κεκτημένο την ελληνική νομοθεσία.
Για παράδειγμα, η απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων δεν είναι κάτι που εμποδίζεται από το ευρωπαϊκό κεκτημένο, οπότε με την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης είναι πολύ πιθανό η ελληνική κυβέρνηση να υποχρεωθεί να άρει τους προστατευτικούς όρους που ισχύουν σήμερα, ειδικά για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Ο μνημονιακός προγραμματισμός, αμφίβολο αν θα τηρηθεί, προβλέπει ότι εκταμίευση των τουλάχιστον 6,1 δισ. ευρώ, που θα είναι η δόση «έπαθλο» της β’ αξιολόγησης, θα πρέπει να έχει εκταμιευτεί μέσα στον Νοέμβριο. Για να φτάσουμε σε αυτό, θα πρέπει προηγουμένως να έχει ξεκαθαρίσει και το θέμα του μεσοπρόθεσμου. Σε πολιτικό επίπεδο κυρίως και δευτερευόντως σε οικονομικό, το θέμα του μεσοπρόθεσμου είναι σημαντικό.
Είναι ένα πρόγραμμα το οποίο ενσωματώνει προβλέψεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας μέχρι και το 2020. Άρα, κάλλιστα μπορεί του χρόνου να αναθεωρηθεί ανάλογα με τα νέα δεδομένα που θα έχουν προκύψει για την ελληνική οικονομία. Το πολιτικό στοιχείο που καθιστά σημαντική την κατάθεση του συγκεκριμένου κειμένου στη Βουλή είναι το τι θα αναγράψει το υπουργείο Οικονομικών ως πρόβλεψη για το πρωτογενές πλεόνασμα μετά το 2018. Εδώ και αρκετούς μήνες έχει ανοίξει διεθνής διάλογος για το ελληνικό πρωτογενές πλεόνασμα.
Η αρχή έγινε με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο με την έκθεση για την αξιολόγηση του ελληνικού χρέους τον περασμένο Μάιο υποστήριξε ανοικτά ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% για μακρά χρονική περίοδο (εδώ αμφισβήτησε ακόμη και τη δυνατότητα να φτάσουμε σε πλεόνασμα 3,5% το 2018). Αυτομάτως άνοιξε η συζήτηση για μείωση του στόχου με υπέρμαχους τόσο το ΔΝΤ όσο και την ελληνική κυβέρνηση. Ακόμη και ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας τοποθετήθηκε ανοικτά επί του θέματος (επανέλαβε και την Τρίτη τις θέσεις του στους θεσμούς) ζητώντας πλεόνασμα της τάξεως του 2-2,5% για την περίοδο μετά το 2018.
Η αρνητική απάντηση των θεσμών έχει καταγραφεί επισήμως τόσο μέσα από τις δηλώσεις Μοσκοβισί όσο και μέσα από τις δηλώσεις Ρέγκλινγκ. «Μην ανοίξετε τώρα τέτοια συζήτηση» ήταν το μήνυμα που έστειλαν στην Αθήνα, η οποία όμως κρατάει το θέμα ψηλά. Ο Αλέξης Τσίπρας αναφέρθηκε στο θέμα και το Σάββατο στην ομιλία του αλλά και την Κυριακή στη συνέντευξη Τύπου, αναφέροντας ότι θέλει πλεόνασμα 2,5% για το 2019 και 2% για το 2020. Μένει λοιπόν να φανεί ποιος θα επικρατήσει σε αυτό το ιδιότυπο μπρα-ντε-φέρ. Αν το μεσοπρόθεσμο γράψει 3,5% (ή αν αναβληθεί η κατάθεση του μεσοπρόθεσμου, ενδεχόμενο καθόλου απίθανο) θα ξέρουμε ότι η συζήτηση πηγαίνει για αρκετά αργότερα, και σίγουρα για μετά τις γερμανικές εκλογές.
Συζήτηση για το χρέος
4 Ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης θεωρητικά οδηγεί στην έναρξη της συζήτησης για το ελληνικό χρέος. Τι θέλει η ελληνική πλευρά; Την εξειδίκευση των δεσμεύσεων που ανέλαβαν οι θεσμοί στο Eurogroup της 24ης Μαΐου. Θέλει μετρήσιμα βραχυπρόθεσμα μέτρα, σταθεροποίηση του επιτοκίου δανεισμού (το 70% του ελληνικού χρέους τοκίζεται με κυμαινόμενα επιτόκια) αλλά και εξειδίκευση του πώς θα λειτουργεί ο κόφτης χρέους (βάσει της απόφασης, οι ετήσιες καταβολές για την εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους δεν μπορούν να ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ, συμπεριλαμβανομένων και των πληρωμών για τα έντοκα γραμμάτια).
Είναι σαφές ότι οι Γερμανοί δεν θέλουν να ανοίξει τώρα αυτή η κουβέντα. Θέλει όμως το ΔΝΤ, καθώς χωρίς την εξειδίκευση των μέτρων δεν θα προχωρήσει η σύνταξη της αναθεωρημένης έκθεσης για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Και χωρίς την έκθεση, το Δ.Σ. δεν θα εγκρίνει τη συμμετοχή στο ελληνικό πρόγραμμα, κάτι που (τουλάχιστον μέχρι πρότινος) θεωρούσαν εξαιρετικά σημαντικό οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας.
Η συζήτηση για το χρέος και αυτή για τους δημοσιονομικούς στόχους της Ελλάδας στην πραγματικότητα είναι μία συζήτηση. Τι εξαρτάται από αυτήν; Υπάρχει η άποψη ότι δεν υπάρχει πίεση ούτε για το τι θα προβλέπει ο προϋπολογισμός του 2018 ούτε για το τι θα γίνει με το ελληνικό χρέος, δεδομένου ότι ουσιαστικό πρόβλημα με την εξυπηρέτηση υπάρχει μετά το 2021. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει θέσει όρους για να ενσωματώσει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Το Δ.Σ. της ΕΚΤ θέλει να φανεί ότι η Ελλάδα εκπληρώνει τις δεσμεύσεις της (άρα κλείνει την β’ αξιολόγηση) και ότι έχει βιώσιμο χρέος. Το δεύτερο χωρίς την εξειδίκευση των μέτρων σε συνδυασμό με τους δημοσιονομικούς στόχους είναι αδύνατον.
Άρα η όλη συζήτηση που αναμένεται να βρίσκεται σε εξέλιξη μέχρι τις τελευταίες εβδομάδες του έτους αγγίζει ουσιαστικά και το αν θα αγοράζει η ΕΚΤ ελληνικά ομόλογα ή όχι. Το θέλει αυτό η ελληνική πλευρά, καθώς διαφορετικά δεν θα αποκλιμακωθούν τα spreads και δεν θα ανοίξει ο δρόμος για την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές. Μπορεί αυτό να φαίνεται μακρινό, αλλά δεν είναι: οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας είναι εξασφαλισμένες μέχρι το καλοκαίρι του 2018. Από αυτό το σημείο και μετά, αν η Ελλάδα δεν γίνει «μια κανονική χώρα που θα δανείζεται από τις αγορές», όπως είπε και ο πρωθυπουργός, δεν θα έχει άλλη λύση από το να μπλέξει με ένα ακόμη μνημόνιο.
topontiki