Σύμφωνα με την έκθεση για την ετήσια οικονομία του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, το ποσοστό συνολικής ανεργίας εκτοξεύτηκε στο 27,5% από το 20,2% που είναι το επίσημο ποσοστό της ΕΛΣΤΑΤ για τον Δεκέμβριο του 2017, ποσοστό που προκύπτει από τους “αποθαρρημένους ανέργους”.
Αποθαρρημένοι άνεργοι είναι οι άνεργοι που δεν αναζητούν απασχόληση, αλλά θα ήθελαν να έχουν εργασία και είναι διατεθειμένοι να την αναλάβουν μέσα στις δύο επόμενες εβδομάδες. Υποαπασχολούμενοι είναι αυτοί που απασχολούνται με μερική απασχόληση χωρίς τη βούληση τους. Αν ληφθούν υπόψη οι δύο παραπάνω κατηγορίες τότε περιγράφεται πλήρως η έκταση της ανεργίας από την πλευρά της κοινωνικής αναπαραγωγής και των κοινωνικών επιπτώσεων της ανεργίας.
Οι αποθαρρημένοι άνεργοι υπολογίστηκαν από το ΙΝΕ ΓΣΕΕ σε 114.000 το γ’ τρίμηνο του 2017, από 112.000 το αντίστοιχο τρίμηνο του 2016.
Ακούσια υποαπασχολούμενοι θεωρούνται τα άτομα τα οποία κατά την εβδομάδα αναφοράς εργάστηκαν με μερική απασχόληση, επιθυμούσαν να εργαστούν περισσότερες ώρες και ήταν διαθέσιμοι να εργαστούν περισσότερο, αν τους δινόταν η ευκαιρία. Σε αυτή την κατηγορία υπολογίστηκαν 247.000 άτομα το γ’ τρίμηνο του 2017, από 266.000 πριν από ένα έτος. Αυτό σημαίνει ότι, αν αθροιστούν τα ποσά αυτά, στο συνολικό αριθμό των ανέργων, τότε φτάνουν στο 1.355.620 άτομα, δηλαδή το ποσοστό ανεργίας εκτινάσσεται στο 27,52%. Αν και το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο από το γενικό ποσοστό που έχει υπολογίσει η ΕΛΣΤΑΤ, πρέπει να επισημανθεί ότι είναι η πρώτη φορά από το 2012, που τα στοιχεία δείχνουν ότι το ποσοστό της «πραγματικής» ανεργίας έχει υποχωρήσει κάτω από το 30%.
Η ακούσια υποαπασχολούμενοι και οι αποθαρρημένοι άνεργοι αναδείχθηκαν στη διάρκεια της κρίσης σε σημαντικές ομάδες του εργατικού δυναμικού και αποτυπώνουν τις επιπτώσεις της κρίσης και της απορρύθμισης στην ποιότητα της εργασίας και στο βιοτικό επίπεδο της ελληνικής κοινωνίας.