Πραγματικός «καταπέλτης» είναι η έκθεση της Ε.Ε, σχετικά με τη σύμπραξη ιδωτικού και δημόσιου τομέα στην χώρα μας για την κατασκευή τριών αυτοκινητόδρομων.
Το ελληνικό Δημόσιο και κατ’ επέκταση οι Ελληνες φορολογούμενοι χρεώθηκαν επιπλέον το ποσό του 1,2 δισ. ευρώ για την κατασκευή των τριών μεγάλων βασικών οδικών αρτηριών που διασχίζουν τη χώρα.
Για την κατασκευή του αυτοκινητοδρόμου Ε-65, της Ολυμπίας Οδού και του αυτοκινητοδρόμου Μορέας, ενώ παράλληλα αφήνουν αιχμές για κακό σχεδιασμό των έργων που οδήγησε σε υπερτίμηση των προοπτικών κερδοφορίας τους σύμφωνα με εκθεση-καταπέλτη που εξέδωσε ο λογιστικός βραχίονας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κύριες αιτίες πίσω από την «τρύπα» ήταν οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση των έργων, που κυμαίνονται ανάμεσα σε 37 και 52 μήνες, και η αναδιαπραγμάτευση των συμβάσεων με τους ανάδοχους ιδιώτες – η οποία κρίθηκε αναγκαία από το κράτος διότι η κρίση έφερε κατάρρευση της κίνησης και των εσόδων από τα διόδια.
Ως συνέπεια αυτών των προβλημάτων, η συνολική δαπάνη ανά χιλιόμετρο για τις τρεις ΣΔΙΤ αυξήθηκε κατά 36%, ενώ δύο από τα έργα κάλυψαν μικρότερες αποστάσεις από ό,τι είχε αρχικά σχεδιαστεί. Επιπλέον, η συγχρηματοδότηση που δόθηκε από τα ευρωπαϊκά ταμεία σχεδόν διπλασιάστηκε.
Το εύρος των έργων για την εθνική οδό Ε-65 μειώθηκε κατά 55%, όμως το κόστος ανά χιλιόμετρο αυξήθηκε κατά 47%, με συνέπεια οι φορολογούμενοι να πληρώσουν 413 εκατομμύρια ευρώ περισσότερα από ό,τι είχε αρχικά προϋπολογιστεί. Έλληνες και Ευρωπαίοι πολίτες πλήρωσαν τελικά 20,2 εκατομμύρια ευρώ ανά χίλια μέτρα οδοστρώματος.
Ακόμα χειρότερη είναι η εικόνα από τη ΣΔΙΤ για την Ολυμπία Οδό, όπου το εύρος του πρότζεκτ μειώθηκε κατά 45%, αλλά το κόστος ανά χιλιόμετρο αυξήθηκε κατά 69%, προκαλώντας επιπρόσθετη επιβάρυνση της τάξης των 678 εκατομμυρίων ευρώ.
Στην περίπτωση του Μορέα, το κόστος ανά χιλιόμετρο διογκώθηκε κατά 16%, με την επιπλέον δαπάνη για τους φορολογούμενους να φτάνει τα 84 εκατομμύρια ευρώ.
Το Ελεγκτικό Συνέδριο της ΕΕ υπογραμμίζει ακόμα ότι εξ αρχής φαίνεται να είχε υπερτιμηθεί ο όγκος οχημάτων που θα χρησιμοποιούσαν τους ελληνικούς αυτοκινητοδρόμους.
Δίνοντας έμφαση στην περίπτωση του Ε-65, οι ευρωπαίοι λογιστές αναφέρουν ότι το 2013 η εκτίμηση ήταν πως μόλις 1.792 οχήματα θα χρησιμοποιούσαν την εθνική οδό ανά ημέρα, ήτοι 63% χειρότερα από τους αρχικούς υπολογισμούς που ούτως ή άλλως «δεν επαρκούσαν» για να δικαιολογηθεί η κατασκευή ενός τέτοιου έργου.
Επισημαίνουν μάλιστα ότι η μείωση του εύρους του έργου σημαίνει πως δεν θα στρωθούν συνδετήριοι άξονες με άλλες εθνικές οδούς, περαιτέρω υποβαθμίζοντας τις προοπτικές κερδοφορίας του E-65.
Συνολικά, οι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι οι ΣΔΙΤ παρείχαν στις δημόσιες αρχές τη δυνατότητα να συνάπτουν συμβάσεις για υποδομές μεγάλης κλίμακας μέσω μιας ενιαίας διαδικασίας, αυξάνοντας όμως τον κίνδυνο ανεπαρκούς ανταγωνισμού και, κατά συνέπεια, αποδυναμώνοντας τη διαπραγματευτική θέση των αναθετουσών αρχών.
Προτρέπουν δε την ΕΕ να αποφύγει την ευρύτερη χρήση των ΣΔΙΤ έως ότου να λυθούν τα προβλήματα.