Το σχολικό βιβλίο θεωρείται, εκτός από πληροφοριακό και εκπαιδευτικό, ένα πολιτικό μέσο και αποτελεί παράγοντα και προϊόν κοινωνικών διαδικασιών, καθώς και φορέα ιδεολογίας, καθώς μπορεί να περιέχει ιδεολογικά και πολιτικά μηνύματα, τα οποία δηλώνονται άμεσα ή έμμεσα, αναφέρει η Δημοκρατική Συνεργασία Εκπαιδευτικών Π.Ε.
Η ανακοίνωση
Το σχολικό εγχειρίδιο βρίσκεται στο κέντρο της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της σχολικής εργασίας. Οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές αφιερώνουν ένα μεγάλο μέρος του διδακτικού χρόνου στα σχολικά βιβλία. Εκτός από τα παραπάνω δεδομένα, τα οποία αποδεικνύουν το εύρος της χρήσης των σχολικών βιβλίων, το σχολικό βιβλίο κατέχει σημαντικό ρόλο για τους εξής λόγους:
Ιστορικά, είναι το παλαιότερο μέσο διδασκαλίας και η χρήση του είναι συνώνυμη με την ύπαρξη του σχολείου γενικότερα. Επιπλέον, είναι άμεσα προσεγγίσιμο στο μαθητή ανά πάσα στιγμή, βοηθά στην εξοικονόμηση διδακτικού χρόνου σε σύγκριση με άλλα μέσα διδασκαλίας και αντιμετωπίζεται από γονείς, μαθητές και εκπαιδευτικούς ως μια έγκυρη και αξιόπιστη πηγή γνώσης. Σε πολλές περιπτώσεις, εξάλλου, το σχολικό βιβλίο αποτελεί ακόμα και στη σύγχρονη εποχή, την τελευταία επαφή κάποιων ανθρώπων με το βιβλίο.
Το σχολικό βιβλίο θεωρείται, εκτός από πληροφοριακό και εκπαιδευτικό, ένα πολιτικό μέσο και αποτελεί παράγοντα και προϊόν κοινωνικών διαδικασιών, καθώς και φορέα ιδεολογίας, καθώς μπορεί να περιέχει ιδεολογικά και πολιτικά μηνύματα, τα οποία δηλώνονται άμεσα ή έμμεσα. Στο πλαίσιο δε της Κριτικής Παιδαγωγικής και της αντίστοιχης κριτικής έρευνας των σχολικών βιβλίων, θεωρήθηκε ότι το περιεχόμενό του εκφράζει και διαχέει την κυρίαρχη ιδεολογία και αποβλέπει στην αναπαραγωγή της.
Το σχολικό εγχειρίδιο, επομένως, δεν αποτελεί ένα ουδέτερο μέσο μετάδοσης γεγονότων και γνωστικών περιεχομένων, απεναντίας είναι το προϊόν πολιτικών, οικονομικών και πολιτισμικών διαδικασιών, διαπραγματεύσεων και διαμαχών.
Από το 1937 έως σήμερα στη Χώρα μας για το βιβλίο ισχύει η πολιτική του κρατικού μονοπωλίου (με εξαίρεση την απόπειρα του Γ. Αρσένη για την υιοθέτηση και εφαρμογή της πολιτικής του πολλαπλού βιβλίου). Στο πλαίσιο αυτό, το κράτος έχει την απόλυτη ευθύνη της παραγωγής και διάθεσης των σχολικών βιβλίων. Έτσι, στα χέρια των εκπαιδευτικών και των μαθητών φτάνει το ένα και μοναδικό κρατικό βιβλίο για κάθε μάθημα.
Αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στη Χώρα μας, οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, έχουν υιοθετήσει ευέλικτα και προσαρμοσμένα σχήματα πολιτικών για την αντιμετώπιση όλων των πτυχών που συνθέτουν την παραγωγή και διάθεση των σχολικών βιβλίων. Καμία ευρωπαϊκή χώρα –πλην της Ελλάδας, της Κύπρου αλλά και του Λουξεμβούργου- δεν εφαρμόζει το κρατικό μονοπώλιο και, συνεπώς, δεν επιβάλλει στο εκπαιδευτικό της σύστημα ένα και μοναδικό κρατικό και υποχρεωτικό βιβλίο για κάθε μάθημα.
Ο «κανόνας» για τις ευρωπαϊκές χώρες κινείται ανάμεσα στο πολλαπλό βιβλίο και τον ελεύθερο ανταγωνισμό, με ισχυρή τάση προς τη δεύτερη πολιτική. Γι’ αυτό και η παραγωγή των σχολικών βιβλίων, αλλά και των άλλων μέσων διδασκαλίας, πραγματοποιείται από ιδιωτικούς εκδοτικούς οίκους και Οργανισμούς με βάση το αναλυτικό πρόγραμμα και δεν τίθεται καθόλου προς συζήτηση το ενδεχόμενο διεύρυνσης του ρόλου του κράτους. Αυτονόητα ο ιδιωτικός παράγοντας κυριαρχεί.
Ορισμένες Χώρες, μέσω αρμοδίων επιτροπών, ασκούν έλεγχο στο κόστος, το περιεχόμενο και τις εκδοτικές προδιαγραφές των βιβλίων (π.χ. Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Ουγγαρία). Άλλες όμως χώρες (π.χ. Σουηδία, Φιλανδία, Αγγλία, Ολλανδία, Δανία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Τσεχία κτλ.) δεν ασκούν κανένα έλεγχο και μεταθέτουν την επιλογή μεταξύ «καλών» και «κακών» σχολικών βιβλίων στην ίδια την αγορά και τους νόμους της. Θεωρούν, με άλλα λόγια, ότι η δυναμική του ανταγωνισμού θα αναδείξει το «καλό» βιβλίο, ενώ το «κακό» θα απωθηθεί αζήτητο στο περιθώριο.
Στις χώρες που δεν ασκούν ελέγχους στο σχολικό βιβλίο την κύρια ευθύνη επιλογής του «καταλληλότερου» εγχειριδίου από αυτά που κυκλοφορούν ελεύθερα στην αγορά την έχουν ή οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί ή ο σύλλογος διδασκόντων (π.χ. Σουηδία, Ολλανδία, Αγγλία, Φινλανδία κτλ). Η πιο συχνή τακτική είναι να επιλέγονται τα βιβλία από μία λίστα εγκεκριμένων σχολικών βιβλίων που δημοσιεύει το αρμόδιο υπουργείο Παιδείας ή άλλοι αρμόδιοι Οργανισμοί. Στην Ελλάδα, Κύπρο και Λουξεμβούργο η πολιτική του ενός και μοναδικού κρατικού σχολικού βιβλίου δεν παρέχει περιθώρια επιλογής.
Σε ορισμένες χώρες το σχολικό βιβλίο δανείζεται στους μαθητές (π.χ. Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία, Δανία, Ολλανδία) ενώ σε άλλες παραμένει στην κατοχή των μαθητών (Σουηδία, Αυστρία, Φινλανδία, Ελλάδα, Κύπρος, Βουλγαρία κτλ). Σε μια άλλη κατηγορία χωρών οι γονείς αγοράζουν τα βιβλία των μαθητών (Πολωνία, Βουλγαρία, Λουξεμβούργο κτλ) ή το κράτος παρέχει κάποια οικονομική ενίσχυση στους οικονομικά ασθενέστερους (Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Ρουμανία κτλ).
Η πολιτική του κρατικού μονοπωλίου στο σημερινό κόσμο της 4ης βιομηχανικής επανάστασης είναι εντελώς ξεπερασμένη, περιοριστική και ακατάλληλη για μια ουσιαστική διαδικασία Παιδείας. Αποτελεί προσβολή για τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές και στην πραγματικότητα ισοδυναμεί με δημοκρατικό έλλειμμα στην εκπαίδευση. Ο βιολογικός της κύκλος έχει λήξει προ πολλού.
Η άμεση, όμως, μετάβαση από την πολιτική του κρατικού μονοπωλίου στην πολιτική του ελεύθερου ανταγωνισμού, περιέχει πολλούς κινδύνους. Προϋποθέτει την ύπαρξη μιας ορισμένης κουλτούρας τόσο στους παράγοντες της βιβλιαγοράς όσο και στους εκπαιδευτικούς και μαθητές, αξιόπιστους μηχανισμούς ελέγχου από την πλευρά του κράτους, απομάκρυνση από τις πελατειακές λογικές που χαρακτηρίζουν το πολιτικό σύστημα κτλ. Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να εξελιχθεί το σχολικό βιβλίο σε πεδίο κερδοσκοπίας του ιδιωτικού παράγοντα εις βάρος της εκπαίδευσης και της κοινωνίας.
Γι’ αυτό και μετά από 85 χρόνια κρατικού μονοπωλίου (1937-2022) θα ήταν ασυγχώρητο σφάλμα η άμεση μετάβαση στην πολιτική του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ουσιαστικά θα ήταν μετάβαση από την μια ακραία πολιτική στην άλλη ακραία πολιτική.
Πολλαπλό βιβλίο σημαίνει, συνήθως, την ύπαρξη δύο έως πέντε εναλλακτικών διδακτικών πακέτων για κάθε μάθημα. Σωστό θα ήταν με ένα στέρεο βηματισμό και προγραμματισμό, με μία εξελικτική λογική και με συναίνεση του πολιτικού συστήματος, να απεγκλωβιστούμε από το κρατικό μονοπώλιο, με σταδιακή εισαγωγή ανά διετία και ενός επιπλέον διδακτικού πακέτου για κάθε μάθημα. Έτσι, μπορεί να τεθεί ως στόχος, σε δύο χρόνια να υπάρχουν δύο εναλλακτικά πακέτα για κάθε μάθημα, σε τέσσερα χρόνια τρία κτλ. Με αυτή τη λογική έως το τέλος της δεκαετίας θα υπάρχουν 5 εναλλακτικά πακέτα σχολικών βιβλίων και, παράλληλα, θα δοθεί ο χρόνος ώστε να προσαρμοστούν και να μυηθούν στην κουλτούρα της επιλογής και του εναλλακτικού σχολικού βιβλίου τόσο το κράτος όσο και η αγορά και το εκπαιδευτικό μας σύστημα στο σύνολό του. Είναι ο μόνος συνετός τρόπος αφενός για να εγκαταλείψουμε το απαράδεκτο καθεστώς του ενός και μοναδικού κρατικού σχολικού βιβλίου για κάθε μάθημα και, αφετέρου, να αποφύγουμε την μετατροπή του σχολικού βιβλίου σε ανεξέλεγκτο πεδίο κερδοσκοπίας και ανομίας του ιδιωτικού παράγοντα.
Η κάθε σχολική μονάδα θα επιλέγει ένα διδακτικό πακέτο για κάθε μάθημα και τα υπόλοιπα θα χρησιμοποιούνται ως βοηθητικό υλικό, το οποίο θα βρίσκεται στη διάθεση των εκπαιδευτικών και σε ψηφιακή μορφή, αλλά και σε έντυπη μορφή σε κάθε σχολική βιβλιοθήκη.