Οι ΣΥΝΕΚ, σε συνεργασία με συνταγματολόγο, συνέταξαν το παρακάτω πρακτικό άρνησης υλοποίησης της , το οποίο έχουν καταθέσει από την Κυριακή στο ΔΣ της ΟΛΜΕ, προκειμένου να υιοθετηθεί από την ομοσπονδία ως πρόταση προς τους Συλλόγους Διδασκόντων. Δυστυχώς, μέχρι και σήμερα δεν έχει ψηφιστεί από καμία παράταξη με αποτέλεσμα, παρότι βγήκαν πλέον και οι οδηγίες εφαρμογής από το ΥΠΑΙΘ προς Δ/ντες και Εκπαιδευτικούς, να μην υπάρχει επίσημη οδηγία από την ομοσπονδία.

ΣΥΝΕΚ

Με ειλικρινή απογοήτευση για τη στάση κάποιων παρατάξεων, που σε τόσο κρίσιμη στιγμή επέλεξαν είτε τη μη στήριξη των εκπαιδευτικών είτε τη συνέχιση του ανεύθυνου απομονωτισμού τους, αποφασίσαμε να δημοσιοποιήσουμε την πρότασή μας, προκειμένου να στηριχτούν σε αυτήν όσοι εκπαιδευτικοί και σύλλογοι διδασκόντων το επιθυμούν:

«Σήμερα ………………. συνήλθε ο Σύλλογος Διδασκόντων του …………….. με θέμα την απευθείας μετάδοση του μαθήματος σε πραγματικό χρόνο, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 63 του ν.4686/2020 και την υπ’αριθμ. 57233/Υ1/15-5-2020 ΥΑ .

Επειδή:

Τόσο το άρθρο 63 του ν. 4686/2020 που προβλέπει, ότι στην εξαιρετική περίπτωση επιδημικών νόσων είναι δυνατή η ταυτόχρονη διδασκαλία σε μαθητές με φυσική παρουσία στο σχολείο και σε άλλους μαθητές με την απευθείας μετάδοση του μαθήματος σε πραγματικό χρόνο, όσο και η υπ’αριθμ. 57233/Υ1/15-5-2020 ΥΑ εγείρουν εύλογα νομικά ζητήματα, εκ των οποίων ενδεικτικά αναφέρουμε:

Η παρεχόμενη νομοθετική εξουσιοδότηση προς την , καταλείπει επί της ουσίας απόλυτη και νομοθετικώς απεριόριστη ευχέρεια σε κανονιστικό όργανο της διοικήσεως να ρυθμίσει πλήθος ζητημάτων που ανάγονται στην θέσπιση του ελάχιστου και απαραίτητου κανονιστικού πλαισίου για περιορισμό συνταγματικού δικαιώματος, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 9Α Συντ. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα η ρύθμιση να παρίσταται ιδιαιτέρως ευρεία και κατά τούτο αντίθετη στο άρθρο 43 παρ.2 Συντ (ΟλΣτΕ 235/2012, 1300/2011, ΣτΕ 96/2009, 567/2006, 3889/2005, 2967/1999, 2830/1999).

Ο εκτελεστικός του άρθρου 9Α Συντ. νόμος 4624/2019 προβλέπει στο άρθρο 13 ότι η Ανεξάρτητη Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα παρέχει γνώμη για κάθε ρύθμιση που πρόκειται να περιληφθεί σε νόμο ή σε κανονιστική πράξη, η οποία αφορά επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Εν προκειμένω δεν γίνεται επίκληση της υπάρξεως τέτοιας γνώμης της ΑΑΠΔΠΧ που να έλαβε χώρα κατά το στάδιο εκπονήσεως της νομοθετικής ρυθμίσεως.

Ανακύπτει ζήτημα αντιθέσεως προς το άρθρο 22 παρ.1 Συντ., που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην εργασία. Η χρήση καμερών στον χώρο εργασίας έχει κριθεί ανεκτή συνταγματικώς από την ΑΑΠΔΠΧ σε εξαιρετικές περιπτώσεις, συντρεχόντων και εξαιρετικών λόγων δημοσίου συμφέροντος, αναγόμενων ιδίως σε ζητήματα ασφάλειας.

Ανακύπτει ζήτημα αντιθέσεως του άρθρου 63 του ν.4686/2020 προς τα άρθρα 9ΑΣυντ., 16 παρ.2 και 25 παρ.1 εδ.δ΄ Συντ. καθώς η νομοθετική καθιέρωση της απευθείας διδασκαλίας και ζωντανής μετάδοσης μαθημάτων σε πραγματικό χρόνο από εκπαιδευτικό στον χώρο του σχολείου παρίσταται απρόσφορη, άλλως μη αναγκαία να επιτύχει τον σκοπό στον οποίον ο κοινός νομοθέτης απέβλεψε. Οδηγεί σε υπέρμετρο περιορισμό του δικαιώματος που κατοχυρώνει το άρθρο 9Α Συντ., ο οποίος δε δικαιολογείται από τον σκοπό δημοσίου συμφέροντος στον οποίο απέβλεψε ο κοινός νομοθέτης, αφού αυτός ο τρόπος και η μορφή εκπαιδεύσεως, σε μαθητές πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, διακυβεύει αυτήν καθ’εαυτήν την αποστολή του Κράτους στον τομέα της εκπαίδευσης όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 παρ.2 Συντ. και τον σκοπό της εκπαίδευσης όπως αυτός εξειδικεύεται στα άρθρα 1, 4, 5 και 6 του ν. 1566/1985

Παραβιάζεται το άρθρο 21 του ν.4624/2019, αφού δεν προβλέπεται έγγραφη συγκατάθεση του κηδεμόνα του μαθητή για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ανηλίκου.

Ο ΓΚΠΔ και ο νόμος 4624/2019 προβλέπει ότι επεξεργασία προσωπικών δεδομένων χωρίς την συναίνεση του υποκειμένου τους και για την εκπλήρωση καθήκοντος που συνδέεται με δημόσιον συμφέρον ή κατ’ενάσκηση δημόσιας εξουσίας είναι επιτρεπτή μόνον όταν είναι «απαραίτητη», δηλαδή όταν επιβεβαιώνεται πως δεν υπάρχουν άλλες μέθοδοι για την εκπλήρωση του καθήκοντος ή την εξυπηρέτηση του σκοπού. Στην εξεταζόμενη περίπτωση, η προϋπόθεση αυτή δεν συντρέχει, δεδομένου ότι το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο προβλέπει την υποστήριξη των μαθητών που για σοβαρούς λόγους απέχουν από την διδασκαλία και δεν μπορούν να συμμετάσχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία. Ούτε στην αιτιολογική έκθεση του νόμου ούτε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο δείχθηκε ότι οι μέθοδοι αυτοί δεν μπορούν να εφαρμοστούν στις παρούσες συνθήκες, ώστε να δικαιολογηθούν οι επίμαχες ρυθμίσεις και ο δραστικός περιορισμός του πληροφοριακού και συμπεριφορικού αυτοπροσδιορισμού των μαθητών και των εκπαιδευτικών χωρίς την συγκατάθεσή τους (πρβλ. ΑΠΔΠΧ 77/2016).

Στην εκτίμηση αντικτύπου των προβλεπόμενων πράξεων επεξεργασίας στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των ενδιαφερόμενων ομάδων, δεν διενεργήθηκε διαβούλευση με αυτές, καθώς το Υπουργείο-υπεύθυνος επεξεργασίας δεν προχώρησε σε διάλογο με τους εκπροσώπους τους (Ομοσπονδίες εκπαιδευτικών και γονέων των μαθητών), παραγνωρίζοντας τις προβλέψεις του Γ.Κ.Π.Δ. (άρθρο 35 παρ.9). Επιπλέον, ενόψει των υψηλών κινδύνων που παρουσιάζει η επεξεργασία των δεδομένων κατά την απευθείας μετάδοση των μαθημάτων, η μη δημοσιοποίηση της εκτίμησης αντικτύπου, ώστε να ελεγχθεί η μεθοδολογία της και να αξιολογηθούν τα πορίσματά της, δεν δικαιολογείται.

Τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση των κινδύνων που γεννά η απευθείας αναμετάδοση του μαθήματος δεν είναι κατάλληλα ούτε καν επαρκή για την προστασία των δεδομένων των υποκειμένων που μετέχουν σε αυτή την διαδικασία. Αν και ορίζεται ότι το Υπουργείο έχει μεριμνήσει ώστε να μην είναι δυνατή η καταγραφή του μαθήματος από τους χρήστες της πλατφόρμας και εισάγεται απαγόρευσή της, το περιβάλλον διενέργειας της εκπαιδευτικής διαδικασίας παραμένει ιδιαίτερα ανασφαλές καθώς η φωτογράφηση, βιντεοσκόπηση ή ηχογράφηση με τρίτα μέσα (π.χ. κινητό τηλέφωνο, ταμπλέτα), από οποιονδήποτε τρίτο της εικόνας ή/και του ήχου που μεταδίδεται από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του μαθητή που συνδέεται από το σπίτι του είναι απολύτως ανέλεγκτη.

Επειδή:

Η οργάνωση της απευθείας αναμετάδοσης του μαθήματος στο άρθρο 3 της ΥΑ αλλά και η οδηγία να πραγματοποιείται ξεχωριστά η παράδοση από την εξέταση του μαθήματος προκαλεί ανεπίτρεπτο κατακερματισμό της εκπαιδευτικής διαδικασίας και επιβάλλει στους εκπαιδευτικούς να χρησιμοποιούν την διάλεξη ως αποκλειστικό μέσο μετάδοσης των γνώσεων. Όλες οι σύγχρονες παιδαγωγικές θεωρίες απορρίπτουν τον μονόλογο και την από καθέδρας διάλεξη ως μέθοδο διδασκαλίας και προάγουν τη συνεχή αλληλεπίδραση εκπαιδευτικού-μαθητή ως ζωτικό μέρος κάθε εκπαιδευτικής διαδικασίας. Τα αναλυτικά προγράμματα του ίδιου του ΥΠΑΙΘ στηρίζονται σε μεθόδους διδασκαλίας όπως η ομαδοσυνεργατική, η διερευνητική, η βιωματική, η συμμετοχική κ.α. ενώ κάθε τυπικό σχέδιο μαθήματος περιλαμβάνει σε κάθε του στάδιο διάλογο με τους μαθητές. Είναι αδύνατον να απομονωθεί μόνο η φωνή του εκπαιδευτικού, ανοιγοκλείνοντας τον ήχο, χωρίς να πληγεί καταστροφικά η διδακτική διαδικασία, μια διαδικασία κατεξοχήν βασισμένη στην διαλεκτική. Η επίγνωση της παρουσίας κάμερας θα αποβεί εξαιρετικά στρεσογόνος για τους μαθητές, οι οποίοι γνωρίζοντας ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή να ακουστούν σε συμμαθητές εκτός τάξης και τους συγγενείς τους, ή ακόμα και να βιντεοσκοπούνται δολίως, θα απολέσουν την εμπιστοσύνη στην εκπαιδευτική διαδικασία και θα αποσύρονται από αυτήν, ειδικά δε οι πιο διστακτικοί μαθητές, με τραγικές συνέπειες στο παιδαγωγικό κλίμα, την ελεύθερη έκφραση ιδεών και την μαθησιακή διαδικασία.

Επειδή:

Όπως προκύπτει από την ΥΑ, σύμφωνα με την οποία: «οι σχολικές μονάδες της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δύνανται να παρέχουν σύγχρονη εξ αποστάσεως εκπαίδευση (δηλαδή απευθείας μετάδοση μαθήματος σε πραγματικό χρόνο από εκπαιδευτικό με τη χρήση κατάλληλων μέσων τεχνολογίας)», η ζωντανή μετάδοση του μαθήματος δεν είναι υποχρεωτική.

Ο Σύλλογος Διδασκόντων αποφάσισε να μην υλοποιήσει την απευθείας μετάδοση μαθήματος σε πραγματικό χρόνο.»

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025