Τη θεσμοθέτηση ειδικών κριτηρίων για την τοποθέτηση αναπληρωτών εκπαιδευτικών στις ΔΥΕΠ ζητούν με ανοιχτή επιστολή-αίτηση απόφοιτοι και μεταπτυχιακοί φοιτητές της Ελληνικής ως Δεύτερης/ Ξένης Γλώσσας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Μάλιστα έχουν δημιουργήσει και σχετική φόρμα συγκέντρωσης ηλεκτρονικών υπογραφών.
Όπως αναφέρουν, δηλώνουν το «παρών» και την προθυμία τους να προσφέρουν στον τομέα της διδασκαλίας των ελληνικών σε πρόσφυγες και μετανάστες στην Ελλάδα. Όμως, όπως τονίζουν, “ενώ για την τοποθέτηση των μόνιμων εκπαιδευτικών στις δομές αυτές απαιτούνται και τυπικά προσόντα (όπως μεταπτυχιακά, επιμορφώσεις κ.λπ.), στην περίπτωση των αναπληρωτών δεν προβλέπονται ως κριτήρια τα μεταπτυχιακά που λειτουργούν με την έγκριση και την εποπτεία του Υπουργείου”.
Έτσι, υπογραμμίζουν ότι “η θεσμοθέτηση κριτηρίων (διδακτορικά, μεταπτυχιακά, σεμινάρια, επιμορφώσεις) στις ΔΥΕΠ είναι απαραίτητη αφενός γιατί η συμβολή του εξειδικευμένου διδακτικού προσωπικού στον τομέα της διδασκαλίας των ελληνικών θα είναι ουσιαστική, καθώς έχει καταρτιστεί ακριβώς για τον σκοπό αυτό και αφετέρου γιατί είναι αναγκαίο για τους εν λόγω μαθητές να τύχουν εξειδικευμένης και ως εκ τούτου ορθής προσέγγισης στη διδασκαλία.”
Μάλιστα, σημειώνουν ότι “όπως ακριβώς απαιτείται εξειδικευμένο προσωπικό στην Ειδική Αγωγή για μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες, πρέπει να υπάρξει αντίστοιχη πρόβλεψη για αλλόγλωσσους μαθητές όσον αφορά τη διδασκαλία της Ελληνικής ως Ξένης / Δεύτερης Γλώσσας”.
Διαβάστε αναλυτικά το κέιμενο που υπογράφουν απόφοιτοι και μεταπτυχιακοί φοιτητές της Ελληνικής ως Δεύτερης/ Ξένης Γλώσσας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών:
“Ως απόφοιτοι του Διατμηματικού Μεταπτυχιακού της Διδασκαλίας της Ελληνικής ως Ξένης/ Δεύτερης Γλώσσας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών σας στέλνουμε την παρούσα επιστολή, για να εκφράσουμε την έντονη διαμαρτυρία μας σε σχέση με όσα συμβαίνουν στον χώρο της διδασκαλίας των ελληνικών σε πρόσφυγες και μετανάστες στη χώρα μας και να δηλώσουμε το «παρών» και την προθυμία μας να προσφέρουμε στον τομέα αυτό. Χάρη στην άρτια επιστημονική κατάρτισή μας, διαθέτουμε πιστοποιημένα τα κατάλληλα προσόντα ώστε να είμαστε οι κατ’ εξοχήν αρμόδιοι να διαχειριστούμε τις τάξεις αυτές, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες που τις χαρακτηρίζουν.
Προσφάτως ενημερωθήκαμε ότι οι Δομές Υποδοχής για την Εκπαίδευση των Προσφύγων θα στελεχώνονται από αναπληρωτές εκπαιδευτικούς, οι οποίοι προσλαμβάνονται και απασχολούνται σύμφωνα με τη διαδικασία και το ωράριο, πλήρες ή μειωμένο, που προβλέπεται στην κείμενη νομοθεσία. Οι προσλήψεις των αναπληρωτών εκπαιδευτικών γίνονται με τη χρήση των ενιαίων υφιστάμενων πινάκων αναπληρωτών εκπαιδευτικών ΠΕ και ΔΕ όλων των κλάδων του ΥΠ.Π.Ε.Θ. χωρίς να μοριοδοτείται καμία εξειδίκευση. Απορούμε πώς ενώ για την τοποθέτηση των μόνιμων εκπαιδευτικών στις δομές αυτές απαιτούνται και τυπικά προσόντα (όπως μεταπτυχιακά, επιμορφώσεις κ.λπ.), στην περίπτωση των αναπληρωτών δεν προβλέπονται ως κριτήρια τα μεταπτυχιακά που λειτουργούν με την έγκριση και την εποπτεία του Υπουργείου.
Πιστεύουμε πως η θεσμοθέτηση κριτηρίων (διδακτορικά, μεταπτυχιακά, σεμινάρια, επιμορφώσεις) στις ΔΥΕΠ είναι απαραίτητη, αφενός γιατί η συμβολή του εξειδικευμένου διδακτικού προσωπικού στον τομέα της διδασκαλίας των ελληνικών θα είναι ουσιαστική, καθώς έχει καταρτιστεί ακριβώς για τον σκοπό αυτό και αφετέρου γιατί είναι αναγκαίο για τους εν λόγω μαθητές να τύχουν εξειδικευμένης και ως εκ τούτου ορθής προσέγγισης στη διδασκαλία. Όπως ακριβώς απαιτείται εξειδικευμένο προσωπικό στην Ειδική Αγωγή για μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες, πρέπει να υπάρξει αντίστοιχη πρόβλεψη για αλλόγλωσσους μαθητές όσον αφορά τη διδασκαλία της Ελληνικής ως Ξένης / Δεύτερης Γλώσσας. Επιπλέον, δεν νοείται το Υπουργείο Παιδείας να επιμορφώνει τους εκπαιδευτικούς που θα στελεχώσουν τις ΔΥΕΠ μέσω του ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής και το Αυτοτελές Τμήμα Συντονισμού και Παρακολούθησης της Εκπαίδευσης Προσφύγων, αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα της θεωρητικής προσέγγισης της διαπολιτισμικότητας και της Ελληνική ως δεύτερης/ ξένης γλώσσας, αλλά να μην αξιοποιεί τους υπάρχοντες εξειδικευμένους εκπαιδευτικούς.
Η μοναδική μέχρι στιγμής εξήγηση που έχει δοθεί από το Υπουργείο για την κατάφωρη αυτή αδικία και έλλειψη σοβαρότητας είναι ο φόβος για τις αντιδράσεις από μέρος των μη ειδικευμένων (στη διδασκαλία της Ελληνικής ως ξένης / δεύτερη γλώσσας) συναδέλφων εκπαιδευτικών. Το ερώτημα που απορρέει εν πρώτοις είναι πώς γίνεται η – αντισυναδελφική – αντίδραση ενός οργάνου να στέκεται εμπόδιο στη βελτίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας και μάλιστα για ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Σε δεύτερο επίπεδο, οι αναφερόμενες αυτές αντιδράσεις φαίνεται να απορρέουν από το γεγονός ότι μερίδα των αναπληρωτών ενίσταται λόγω του φόβου τους για το «εμπόριο μεταπτυχιακών» που θα αναπτυχθεί με πιθανή μοριοδότηση. Φυσικά και ένας τέτοιος κίνδυνος είναι υπαρκτός, ωστόσο εμείς, ως απόφοιτοι του Μεταπτυχιακού Προγράμματος της Διδασκαλίας της Νέας Ελληνικής ως Ξένης Γλώσσας του Πανεπιστημίου Αθηνών, απαντάμε ότι γίναμε δεκτοί σ’ αυτό κατόπιν εισαγωγικών εξετάσεων και σπουδάσαμε δωρεάν. Η επιλογή μας έγινε βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και η κατάρτισή μας ήταν θεωρητική και πρακτική. Επομένως, η συμβολή μας στην εκπαίδευση των αλλόγλωσσων θα είναι ουσιαστική, γι’ αυτό και η συμμετοχή μας κρίνεται απαραίτητη.
Συνεπώς, αξιώνουμε να λάβετε σοβαρά υπόψη τις θέσεις και τους προβληματισμούς μας και να τηρήσετε τις πρότερες δεσμεύσεις σας όσον αφορά τη δημιουργία ξεχωριστών πινάκων για τα τμήματα αυτά. Αλλά κυρίως, απαιτούμε την αναγνώριση των εργασιακών μας δικαιωμάτων. Η αξιοποίηση των επιστημόνων που σπούδασαν με δαπάνη του ελληνικού κράτους από το ίδιο το κράτος είναι απαραίτητη. Πριν γεμίσουν οι τάξεις, ας έχουμε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούμε, εφόσον από την καινούρια σχολική χρονιά πολλοί πρόσφυγες αλλά και μετανάστες θα περάσουν τις πόρτες των σχολείων. Οφείλουμε να συνεργαστούμε όλοι με γνώμονα την ένταξη αυτών των ομάδων στην κοινωνία και να επιδείξουμε αλληλεγγύη προς αυτούς, αλλά και συναδελφικότητα μεταξύ μας.
Απόφοιτοι και μεταπτυχιακοί φοιτητές της Ελληνικής ως Δεύτερης/ Ξένης Γλώσσας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.”