Αντιμέτωποι με το «πάγωμα» του αριθμού φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) μπορεί να βρεθούν φορολογούμενοι οι οποίοι υποπίπτουν σε φορολογικές παραβάσεις.
Σύμφωνα με το newmoney, το μπλοκάρισμα του ΑΦΜ οδηγεί σε πάγωμα κάθε οικονομικής δραστηριότητας του υπαίτιου, ενώ για την επάνοδο στην «κανονικότητα» απαιτείται ειδική διαδικασία και καταβολή εγγύησης.
Τι αλλάζει στη φορολογία των ακινήτων τύπου Airbnb
Οι πιο γνωστές περιπτώσεις απενεργοποίησης ΑΦΜ είναι εκείνες των εξαφανισμένων εμπόρων που συνδέονται με απάτες στον τομέα του ΦΠΑ, τύπου καρουζέλ, εξαφανισμένου εμπόρου κ.λπ.
Σύμφωνα με τις διατάξεις, που συμπεριλαμβάνει το νομοσχέδιο για τον νέο Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, η ΑΑΔΕ μπορεί να αναστέλλει τη χρήση Α.Φ.Μ. ή να προβαίνει σε απενεργοποίησή του:
α) αν ο φορολογούμενος έχει πτωχεύσει ή έχει περιέλθει σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή
β) αν υφίστανται αντικειμενικά στοιχεία, τα οποία υποδηλώνουν ότι ο φορολογούμενος
βα) έχει παύσει να ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ή
ββ) διαπράττει φοροδιαφυγή ή λαθρεμπορία ή νοθεία προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης, ή
βγ) παραβιάζει ή παραποιεί ή επεμβαίνει κατά οποιονδήποτε τρόπο στη λειτουργία των φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών, ή
βδ) έχει δηλώσει ψευδή ή ανακριβή στοιχεία για την απόκτησή του, ή
βε) έχει εγγραφεί στο φορολογικό μητρώο περισσότερες φορές.
Το «μπλόκο» στον ΑΦΜ διαρκεί:
α) 3 έτη μετά την κήρυξη του φορολογούμενου σε πτώχευση ή σε άλλη κατάσταση αφερεγγυότητας,
β) 3 έτη από την ημερομηνία που διαπιστώνεται κάθε άλλη περίπτωση. Αν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα λαθρεμπορίας, η αναστολή διαρκεί μέχρι την παραπομπή στο ακροατήριο και, αν ο φορολογούμενος καταδικασθεί, η αναστολή διαρκεί όσο και η έκτιση της ποινής του.
Ο νέος κώδικας διασφαλίζει πως δεν μπορεί να γίνει δήλωση έναρξης ή μεταβολής εργασιών, κατά περίπτωση, από φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, των οποίων ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.) έχει ανασταλεί ή απενεργοποιηθεί, για όσο χρόνο διαρκεί η αναστολή ή η απενεργοποίηση. Από εκεί και πέρα, η Φορολογική Διοίκηση απαιτεί εγγύηση από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή οντότητα πρόκειται να ασκήσει δραστηριότητα επιχειρηματικού περιεχομένου, ιδίως από:
α) φυσικό πρόσωπο που έχει πτωχεύσει ή έχει καταστεί αφερέγγυο με άλλο τρόπο, μετά την πάροδο της αναστολής χρήσης του Α.Φ.Μ. του, εφόσον κατά τον χρόνο που υποβάλλει δήλωση έναρξης έχει συνολική βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή από φόρο εισοδήματος, Φ.Π.Α., παρακρατούμενους φόρους από μισθωτή εργασία ή πρόστιμα, τουλάχιστον εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ,
β) πρόσωπα που βαρύνονται με φοροδιαφυγή ή λαθρεμπόριο μετά τη λήξη της αναστολής χρήσης του Α.Φ.Μ. τους,
γ) φυσικό πρόσωπο που υπήρξε διευθυντής, εκτελεστικός πρόεδρος, διαχειριστής, εκτελεστικό μέλος διοικητικού συμβουλίου, διευθύνων σύμβουλος ή πρόσωπο εντεταλμένο στη διοίκηση νομικού προσώπου ή οντότητας ή συνδεδεμένο πρόσωπο με άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, ή μέτοχος ή εταίρος με ποσοστό συμμετοχής τουλάχιστον τριάντα τρία τοις εκατό (33%) νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας, των οποίων ο Α.Φ.Μ. έχει ανασταλεί ή απενεργοποιηθεί
δ) οντότητες που έχουν, κατά τον χρόνο που υποβάλλουν δήλωση έναρξης, συνολική βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή από φόρο εισοδήματος, Φ.Π.Α., παρακρατούμενους φόρους από μισθωτή εργασία ή πρόστιμα, τουλάχιστον 300.000 ευρώ,
ε) νομικά πρόσωπα, τα οποία συστήνουν ή στα οποία συμμετέχουν με ποσοστό τουλάχιστον 33% ή τα οποία διοικούνται από φυσικά πρόσωπα που έχουν, κατά τον χρόνο που υποβάλλουν δήλωση έναρξης, συνολική βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή από φόρο εισοδήματος, Φ.Π.Α., παρακρατούμενους φόρους από μισθωτή εργασία ή πρόστιμα, τουλάχιστον 300.000 ευρώ. Στις ληξιπρόθεσμες οφειλές δεν περιλαμβάνονται όσες έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, η οποία τηρείται και έχουν καταβληθεί τουλάχιστον 3 δόσεις αυτής.
Το ύψος της χρηματικής εγγύησης δεν μπορεί να είναι μικρότερο 3.000 ευρώ και μεγαλύτερο των 500.000 ευρώ. Ειδικά για όσους έχουν τελέσει λαθρεμπορία, το ύψος της χρηματικής εγγύησης δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από 1.000.000 ευρώ. Η χρονική διάρκεια της εγγύησης δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 2 ετών και μεγαλύτερη των 6 ετών.