Ρύθμιση οφειλών – 120 δόσεις | Έως τις 30 Σεπτεμβρίου του 2019, θα έχουν τη δυνατότητα οι πολίτες που έχουν οφειλές προς τα ασφαλιστικά ταμεία οι οποίες δημιουργήθηκαν, μέχρι τα τέλη του 2018, να καταθέσουν αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση σε έως 120 δόσεις, δήλωσε η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου, μιλώντας στην κοινή συνέντευξη Τύπου με τον υπουργό Εσωτερικών Αλέξη Χαρίτση, τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο και την υφυπουργό Οικονομικών Κατερίνα Παπανάτσιου, σχετικά με το σχέδιο νόμου για τη ρύθμιση σε έως 120 δόσεις ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), το οποίο θα κατατεθεί αύριο, Δευτέρα 6 Μαΐου, στη Βουλή.
«Με το νομοσχέδιο που καταθέτουμε αύριο στη Βουλή, η ελληνική κυβέρνηση αποδεικνύει εμπράκτως ότι η περίοδος, μετά τον Αύγουστο του 2018, είναι μία διαφορετική περίοδος για τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία και τους ανθρώπους του μόχθου.
Πλέον, μπορούμε με μεγαλύτερη ευχέρεια να σχεδιάζουμε και να υλοποιούμε πολιτικές υποστήριξης των λαϊκών στρωμάτων, που υπέστησαν τα περισσότερα πλήγματα την περίοδο της κρίσης είτε λόγω των πολιτικών λιτότητας είτε λόγω της συρρίκνωσης του εισοδήματός τους. Οι ρυθμίσεις οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία, την εφορία και τους ΟΤΑ, είναι μέτρα κοινωνικής ανακούφισης. Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που ακουμπά πραγματικά την καθημερινότητα εκατομμυρίων χιλιάδων συμπολιτών μας και δίνει μεγάλη “ανάσα”» σχολίασε η υπουργός Εργασίας, ενώ συμπλήρωσε με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο δίνεται η δυνατότητα σε 1,3 εκατομμύρια οφειλέτες να κλείσουν οριστικά τις πληγές του παρελθόντος.
Σύμφωνα με την κ. Αχτσιόγλου, το καινοτόμο στοιχείο της ρύθμισης των οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία είναι το κούρεμα της βασικής οφειλής. Όπως εξήγησε, οι ασφαλισμένοι που θα ενταχθούν στη ρύθμιση, θα έχουν τη δυνατότητα να μειώσουν το κεφάλαιο της οφειλής τους. «Το κούρεμα της βασικής οφειλής θα προκύψει από επανυπολογισμό της οφειλής του ασφαλισμένου, η οποία έχει δημιουργηθεί από το 2002 και μετά, στη βάση της κατώτατης εισφοράς που ορίζει ο νέος ασφαλιστικός νόμος. Επίσης, θα γίνει κούρεμα προσαυξήσεων κατά 85%. Στη συνέχεια, θα προκύψει μία νέα οφειλή μειωμένη μεσοσταθμικά κατά 65%, η οποία θα μπορεί να εξοφλείται σε έως 120 δόσεις, με ελάχιστο ποσό δόσης τα 50 ευρώ» διευκρίνισε η υπουργός Εργασίας, επισημαίνοντας ότι όλες οι οφειλές οι οποίες δημιουργήθηκαν, μέχρι τα τέλη του 2018, μπορούν να ενταχθούν στη ρύθμιση.
Συγκεκριμένα, είπε ότι στη ρύθμιση εντάσσονται φυσικά και νομικά πρόσωπα, ανεξαρτήτως αν ασκούν εμπορική δραστηριότητα, χωρίς εισοδηματικά ή περιουσιακά κριτήρια. «Επιπλέον, υπάγονται και οι εργοδοτικές οφειλές, δηλαδή οι οφειλές των επιχειρήσεων και των εργοδοτών από την απασχόληση των μισθωτών τους. Ειδικά, για τις οφειλές των επιχειρήσεων, δεν θα γίνεται κούρεμα βασικής οφειλής, ωστόσο, αυτό που προβλέπει η ρύθμιση, είναι ότι θα υπάρχει διαγραφή προσαυξήσεων κατά 100%, αν προχωρήσουν σε εφάπαξ εξόφληση και κούρεμα προσαυξήσεων κατά 50%, αν προχωρήσουν σε εξόφληση με δόσεις. Ειδικά, για τους αγρότες, η ρύθμιση προβλέπει ότι θα γίνεται διαγραφή προσαυξήσεων κατά 100% και θα εξοφλούν την οφειλή τους σε έως 120 δόσεις, με ελάχιστο ποσό δόσης τα 30 ευρώ» τόνισε η κ. Αχτσιόγλου.
Παράλληλα, υπογράμμισε ότι η ρύθμιση θα έχει ένα πολύ μεγάλο ευεργέτημα για περίπου 80.000 «εγκλωβισμένους» ασφαλισμένους, οι οποίοι, ενώ έχουν συμπληρώσει τις υπόλοιπες προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, δεν μπορούν να λάβουν σύνταξη, λόγω οφειλής προς τα ασφαλιστικά ταμεία. «Με τη ρύθμιση, όμως, θα μπορέσουν να λάβουν σύνταξη και με μία μικρή παρακράτηση που θα γίνει στη σύνταξή τους σε έως 120 δόσεις, θα εξοφλήσουν και την οφειλή τους. Ειδικά, για τους αγρότες, αλλάζει το όριο της οφειλής προς το ευνοϊκότερο. Δηλαδή, η οφειλή που μπορεί να έχει ένας αγρότης σήμερα, για να μπορέσει να λάβει τη σύνταξή του, είναι 4.000 ευρώ και το ανεβάζουμε στις 6.000 ευρώ για όσους μπουν στη ρύθμιση, προκειμένου να καλυφθούν οι περισσότεροι» σημείωσε η υπουργός Εργασίας.
Όπως είπε, η διαδικασία υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση θα γίνεται, μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), η οποία θα ανοίξει αμέσως μετά την ψήφιση του νόμου και τη δημοσίευσή του σε ΦΕΚ.
Μεταξύ άλλων, η κ. Αχτσιόγλου δήλωσε ότι το νομοσχέδιο περιλαμβάνει εξαιρετικά ευνοϊκές ρυθμίσεις για τις συντάξεις χηρείας. Όπως ανέφερε, «καταργούνται τα ηλικιακά όρια στις συντάξεις χηρείας, αυξάνεται το ποσό της σύνταξης χηρείας από το 50% στο 70%, τα τέκνα του θανόντος θα συνεχίσουν να λαμβάνουν το ποσό από τη σύνταξη χηρείας που τους αναλογεί, μέχρι τα 24 έτη και θα συνεχίσουν να έχουν ασφαλιστική ικανότητα, μέχρι τα 35 έτη. Τέλος, αλλάζει η ελάχιστη χρονική διάρκεια γάμου, για να δικαιούται κάποιος σύνταξη χηρείας, από τα πέντε στα τρία έτη».
Στη συνέχεια, η υπουργός Εργασίας αναφέρθηκε και σε εργασιακές ρυθμίσεις που θα περιλαμβάνονται στο σχέδιο νόμου. Συγκεκριμένα, είπε: «Για πρώτη φορά, θεσπίζουμε το βάσιμο λόγο για τις απολύσεις. Πλέον, οι απολύσεις πρέπει να είναι αιτιολογημένες, προκειμένου να είναι έγκυρες».
Στο πλαίσιο της συνέντευξης, η κ. Αχτσιόγλου αναφέρθηκε και στην κατάσταση που παρέλαβε το ασφαλιστικό η κυβέρνηση το 2015, κάνοντας λόγο για απόλυτη κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος. «Η προηγούμενη κυβέρνηση παρέδωσε ένα υπερχρεωμένο ασφαλιστικό σύστημα, ενώ είχε προχωρήσει σε 12 οριζόντιες διαδοχικές περικοπές των συντάξεων και αφήνοντας, ταυτόχρονα, 400.000 απλήρωτες-εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης. Παραλάβαμε ένα εκρηκτικό μείγμα σε ό,τι αφορά το ασφαλιστικό, το οποίο ήταν προβληματικό και στη διάρθρωσή του, καθώς είχε άπειρους κανόνες υπολογισμού των εισφορών και των συντάξεων» σχολίασε η κ. Αχτσιόγλου, η οποία έκανε λόγο για ένα κατακερματισμένο σύστημα, στο οποίο δεν υπήρχε διαφάνεια ούτε δικαιοσύνη στις ρυθμίσεις του. «Το 2016, προχωρήσαμε σε μία μεγάλη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, η οποία έθεσε, για πρώτη φορά, διαφανείς και δίκαιους κανόνες. Από το 2017 και μετά, οι ασφαλισμένοι πληρώνουν στη βάση των πραγματικών εισοδημάτων τους. Πλέον, το σύνολο των ασφαλισμένων έχει ελαφρυνθεί σε σχέση με το προηγούμενο σύστημα και αυτό φαίνεται και στη συνέπεια των πληρωμών τους» υποστήριξε η υπουργός Εργασίας.