Γράφει ο Γιάννης Τσαπρούνης*
Για τέσσερις δεκαετίες ο στίχος του Σαββόπουλου από τον «Μπάλλο» έχει χρησιμοποιηθεί πάρα πολλές φορές τόσο από πολιτικούς όσο και από απλούς πολίτες, για να δείξει την ιδιαιτερότητα της νοοτροπίας της χώρας μας, από την πολιτική και την οικονομία έως τον αθλητισμό και τις προσωπικές σχέσεις.
«Εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε», έλεγε ο Νιόνιος το 1971. Κι όμως. εν έτει 2017 αρκετές χώρες των Βαλκανίων φαντάζουν παράδεισοι σε σχέση με την Ελλάδα, τουλάχιστον για αρκετούς επιχειρηματίες και επαγγελματίες.
ΔΥΣΤΥΧΩΣ οι εταιρίες και οι επαγγελματίες είναι υποχρεωμένοι να καταβάλλουν από το 45% έως το 70% του τζίρου τους σε φόρους – εισφορές. Οι παράλογες αυτές επιβαρύνσεις οδηγούν τους επιχειρηματίες μπροστά σε δυσάρεστες επιλογές. Αν δουλέψουν με το «σταυρό στο χέρι», είναι αρκετά πιθανό πως θα οδηγηθούν στο λουκέτο. Ακόμα κι αν καταφέρουν να επιβιώσουν, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα βρεθούν αντιμέτωποι με υπέρογκες οφειλές προς το Δημόσιο. Μια εύκολη διέξοδος -για όσους έχουν λόγω της φύσης της επιχείρησής τους τη δυνατότητα- είναι η μαύρη οικονομία. Το κράτος ουσιαστικά «αναγκάζει» τους επαγγελματίες να γίνουν φοροφυγάδες, αναλαμβάνοντας βέβαια και τον οποιονδήποτε κίνδυνο προκύπτει. Τρίτη και… φαρμακερή επιλογή είναι η μετανάστευση της εταιρίας.
ΟΤΑΝ στην Κύπρο, στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία οι φορολογικοί συντελεστές κυμαίνονται από 10% έως 16%, το ελληνικό 29% φαντάζει απαγορευτικό για οποιονδήποτε ρισκάρει τα χρήματά του επενδύοντας στη χώρα μας. Ολα αυτά βέβαια χωρίς να αναφερθεί και η εγκληματική προκαταβολή φόρου για την επόμενη χρήση. Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν και στις εργοδοτικές εισφορές. Στα Βαλκάνια κυμαίνονται από 7,5% έως 18,5% όταν στην Ελλάδα ξεπερνούν το 25%. Αν σε όλα αυτά συνυπολογίσει κανείς και τη δαιδαλώδη ελληνική γραφειοκρατία, τότε το… διαβατήριο είναι έτοιμο.
Η ΠΑΡΑΝΟΪΚΗ υπερφορολόγηση οδηγεί την πραγματική οικονομία της χώρας σε ασφυξία και αργό θάνατο. Αν δεν υπάρξει άμεσα γενναία μείωση των φορολογικών και ασφαλιστικών συντελεστών για επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες, τότε το τρένο της ανάπτυξης, απλά, δεν θα έρθει ποτέ. Γιατί η πλειοψηφία όσων επιχειρηματιών βάζουν λουκέτο είναι απίθανο να επαναδραστηριοποιηθεί, ενώ εκείνοι που επιλέγουν τη φυγή στο εξωτερικό πολύ δύσκολα θα επιστρέψουν. Δεν είναι, βέβαια, επιλογή να ακολουθήσουμε το μοντέλο Βουλγαρίας ή Ρουμανίας, αλλά το μοντέλο Ιρλανδίας θα ήταν ίσως ακόμα πιο φιλικό για εγχώριες και ξένες επενδύσεις, καθώς συνδυάζει και χαμηλές επιβαρύνσεις και μηδενική γραφειοκρατία και ελεγκτικούς μηχανισμούς που αποτρέπουν την έξαρση φαινομένων διαφθοράς.
*Ο Γιάννης Τσαπρούνης είναι διευθυντής σύνταξης του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου