Βιώσιμο θεωρεί το ΔΝΤ το ελληνικό χρέος μέχρι το 2038 προεδοποιώντας, παράλληλα, πως υπάρχουν πολιτικοί κίνδυνοι και μεταρρυθμιστικές προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν.
Στην έκθεση του Ταμείου για την ελληνική οικονομία που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα αναφέρεται πως τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που εξαγγέλθηκαν κατά τη συνεδρίαση του Eurogroup τον Ιούνιο ενισχύουν σημαντικά τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, αλλά οι θετικές επιπτώσεις μπορεί να αποδειχθεί δύσκολο να διατηρηθούν.
«Τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους περιορίζουν τους μεσοπρόθεσμους κινδύνους αναχρηματοδότησης, βελτιώνουν τις μεσοπρόθεσμη δυναμική του χρέους και διασφαλίζουν εκ νέου την πρόσβαση της Ελλάδος στις αγορές σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα», σημειώνεται σχετικά.
Ωστόσο, προστίθεται πως αυτή η βελτίωση των δεικτών του χρέους θα είναι δύσκολο να διατηρηθεί σε μακροπρόθεσμη βάση, υπό τις ρεαλιστικές υποθέσεις που υιοθετεί το ΔΝΤ και οι οποίες προβλέπουν μέση ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ περίπου 2,8% (αύξηση ΑΕΠ 1%+πληθωρισμός 1,8% ) και πρωτογενή πλεονάσματα το πολύ 1,5% του ΑΕΠ.
«Είναι δύσκολο να διατηρηθεί η πρόσβαση στις αγορές μακροπρόθεσμα χωρίς περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους. Από την άποψη αυτή, η δέσμευση των ευρωπαίων εταίρων να διεξαγάγουν μια αξιολόγηση για το κατά πόσον θα χρειαστεί πρόσθετη ελάφρυνση του χρέους βοηθά στην άμβλυνση των κινδύνων (αλλά θα πρέπει να εξαρτάται από ρεαλιστικές υποθέσεις)», αναφέρεται στην έκθεση.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση η επέκταση των λήξεων των ομολόγων του EFSF κατά 10 έτη και τα άλλα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, σε συνδυασμό με το μεγάλο ταμειακό μαξιλάρι, θα πρέπει να εξασφαλίσουν σταθερή μείωση του χρέους και των ακαθάριστων αναγκών χρηματοδότησης ως ποσοστό του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και να βελτιώσουν έτσι τις προοπτικές για την Ελλάδα.
Ωστόσο, το προσωπικό του ΔΝΤ ανησυχεί για το γεγονός ότι αυτή η βελτίωση των δεικτών του χρέους μπορεί να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα μόνο υπό τις φιλόδοξες υποθέσεις σχετικά με την αύξηση του ΑΕΠ και την ικανότητα της Ελλάδας να καταγράφει μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα, γεγονός που υποδηλώνει ότι θα μπορούσε να είναι δύσκολο η χώρα να διατηρησεί μακροπρόθεσμα την πρόσβαση της στις αγορές χωρίς περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους
Από την άποψη αυτή, το προσωπικό του ΔΝΤ εκφράζει την ικανοποίησή του για τη δέσμευση των Ευρωπαίων εταίρων να παράσχουν πρόσθετη βοήθεια αν χρειαστεί, αλλά πιστεύει ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό κάθε τέτοια πρόσθετη αρωγή να εξαρτάται από ρεαλιστικές υποθέσεις, ιδίως όσον αφορά στην ικανότητα της Ελλάδας να διατηρεί εξαιρετικά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
Συγκεκριμένα το ΔΝΤ αναφέρει πως διατηρεί επιφυλάξεις ως προς το κατά πόσον τα συγκεκριμένα στοιχεία του πακέτου της ευρωζώνης θα είναι επαρκή για τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης πρόσβασης της Ελλάδος στις αγορές
«Ένα κεντρικό μέλημα στο θέμα αυτό είναι ότι η εντυπωσιακή δημοσιονομική προσαρμογή της Ελλάδας μέχρι σήμερα έχει επιτευχθεί μέσω ενός ανεπιθύμητου συνδυασμού πολιτικών και ότι απαιτείται μια σημαντική αλλαγή σε αυτό το μείγμα προκειμένου η Ελλάδα να επιτύχει σταθερή και ισχυρή οικονομική ανάπτυξη μακροπρόθεσμα», σημειώνεται σχετικά.
Το ΔΝΤ αναφέρει πως η αλλαγή στο μείγμα πολιτικής θα απαιτήσει από την Ελλάδα να μειώσει σημαντικά τις υψηλές συνταξιοδοτικές δαπάνες και να διευρύνει σημαντικά την πολύ στενή φορολογική βάση της. «Λόγω της πολύ μεγάλης διαρθρωτικής ανεργίας της Ελλάδας και των αδύναμων θεσμών χάραξης πολιτικής, το προσωπικό πιστεύει ότι θα είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν τέτοιες πολιτικά δύσκολες αλλαγές, διατηρώντας ταυτόχρονα εξαιρετικά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα», αναφέρει η έκθεση.
Στη βάση αυτή το ΔΝΤ αναφέρει πως έχει εδώ και καιρό υποστηρίξει ότι η Ελλάδα αναμένεται να διατηρήσει ένα μακροπρόθεσμο πρωτογενές πλεόνασμα που δεν θα υπερβαίνει το 1,5% του ΑΕΠ και πως η ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ θα είναι κατά περίπου 1%.Μάλιστα αποσαφηνίζει ότι ακόμη και η επίτευξη αυτών των αποτελεσμάτων θα απαιτήσει από την Ελλάδα να προβεί σε βαθιές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Στη βάση αυτή το προσωπικό του ΔΝΤ εκτιμά ότι η δέσμη μέτρων του Eurogroup για την ελάφρυνση του χρέους δεν επαρκεί και πως το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα αρχίσει να αυξάνεται από το 2038 περίπου, οπότε οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα ξεπεράσουν το όριο του 20% του ΑΕΠ.
«Συνεπώς, θα χρειαστεί πρόσθετη ανακούφιση για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους», σημειώνεται σχετικά.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά ότι την περίοδο 2018 – 2060 σε μέσα επίπεδα το ονομαστικό ΑΕΠ της Ελλάδος θα αυξηθεί κατά 2,9%, όταν η ανάλυση βιωσιμότητας της ευρωζώνης εκτιμά μέση αύξηση 3,1%.
Το Ταμείο εκτιμά ότι την περίοδο 2018 – 2060 σε μέσα επίπεδα το πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδας θα διαμορφωθεί σε 1,8% του ΑΕΠ, όταν η ανάλυση βιωσιμότητας της ευρωζώνης εκτιμά ότι θα ανέλθει στο 2,4% του ΑΕΠ.
Μεγάλη απόκλιση μεταξύ Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και ευρωζώνης καταγράφεται στην πρόβλεψη για το μέσο κόστος δανεισμού της Ελλάδος από τις αγορές μεταξύ 2018 και 2060. Συγκεκριμένα, το Ταμείο προβλέπει πως το μέσο κόστος δανεισμού θα ανέλθει στο 5,7%, ενώ η εκτίμηση της ευρωζώνης είναι πως θα κυμανθεί στο 4,7%.
Στο σημείο αυτό η έκθεση του ΔΝΤ αναφέρει πως τα προβλήματα εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων ( κάτι που συνέβη με διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις στο παρελθόν), αλλά και η πιθανότητα πολιτικών αλλαγών σε κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ που θα μπορούσαν να μειώσουν τη δέσμευση για στήριξη της Ελλάδας στο μέλλον, θα μπορούσαν να επηρεάσουν το επενδυτικό κλίμα, κυρίως όσο θα προσεγγίζουμε στο 2038.
Στο πλαίσιο αυτό, το προσωπικό του ΔΝΤ ανησυχεί ιδιαίτερα για το γεγονός ότι η δέσμευση για παροχή πρόσθετης βοήθειας εξαρτάται από την προσήλωση της Ελλάδας σε ένα μονοπάτι με υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. «Αυτό με τη σειρά του υποδηλώνει ότι η δέσμευση για την παροχή πρόσθετης βοήθειας, εφόσον χρειαστεί, μπορεί να είναι ανεπαρκής για την άμβλυνση των μακροπρόθεσμων κινδύνων και ότι, ως εκ τούτου, η Ελλάδα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει προβλήματα στο να διατηρήσει την πρόσβαση στις αγορές μακροπρόθεσμα», σημειώνεται στην ανάλυση.