Εφικτός είναι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2019, όπως εκτιμά στην τριμηνιαία έκθεσή του για την ελληνική οικονομία το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο. Στην έκθεση καταγράφονται μιά σειρά απο θετικές εξελίξεις στην πορεία της ελληνικής οικονομίας το τελευταίο τρίμηνο μεταξύ των οποίων η αύξηση του δείκτη οικονομικου κλίματος και η βελτίωση στην αγορά εργασίας. Για το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ εκτιμάται ότι η επίτευξη του στόχου για ετήσια μεγέθυνση άνω του 2% προϋποθέτει σημαντικά ισχυρότερες επιδόσεις τα δύο τελευταία τρίμηνα συγριτικά με τις αυτές των δύο πρώτων τριμήνων του 2019.
Ειδικότερα στην τριμηνιαία έκθεσή του για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο διαπιστώνει μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
ΑΕΠ
“Σύµφωνα µε τις πρώτες εκτιµήσεις της ΕΛΣΤΑΤ, η αύξηση του ΑΕΠ επιταχύνθηκε µε ρυθµό 1,9% το B’ τρίµηνο του 2019 έναντι του αντιστοίχου τριµήνου του 2018. Σε εξαµηνιαία βάση η πραγµατική αύξηση του ΑΕΠ κυµαίνεται περί το 1,5%. Κατά συνέπεια, η επίτευξη του στόχου για ετήσια µεγέθυνση άνω του 2% προϋποθέτει σηµαντικά ισχυρότερες επιδόσεις τα επόµενα δύο τρίµηνα του 2019. Η αύξηση οφείλεται κατά βάση στη βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου, λόγω της ανόδου της αξίας των εξαγωγών σε σχέση µε το Β’ τρίµηνο του 2018, καθώς και στη συγκρατηµένη αύξηση της συνολικής τελικής καταναλωτικής δαπάνης και του Ακαθάριστου Σχηµατισµού Κεφαλαίου.
Οικονομικό κλίμα
“Ο δείκτης οικονοµικού κλίµατος τον Αύγουστο του 2019 βρέθηκε στα υψηλότερα επίπεδα του τρέχοντος έτους (108,4 µονάδες), ακολουθώντας ανοδική τροχιά σε όλο το τελευταίο τετράµηνο (Μάιος 2019 έως Αύγουστος 2019). Επιπροσθέτως, η παραπάνω τιµή του δείκτη οικονοµικού κλίµατος παραµένει σαφώς υψηλότερα σε σύγκριση µε τα αντίστοιχα επίπεδα του προηγούµενου έτους (104,7). Η εξέλιξη αυτή οφείλεται κυρίως στη βελτίωση του ισοζυγίου Καταναλωτικής Εµπιστοσύνης, το οποίο ωστόσο παραµένει αρνητικό. Θετική είναι επίσης η συµβολή των ισοζυγίων Επιχειρηµατικών Προσδοκιών στο Λιανικό Εµπόριο αφενός και αφετέρου στις Υπηρεσίες, καθώς και σε µικρότερο βαθµό στη Βιοµηχανία. Από την άλλη, αρνητική συµβολή στο οικονοµικό κλίµα παρουσιάζει µόνο ο αντίστοιχος δείκτης στις Κατασκευές. Εν κατακλείδι, η βελτίωση σχεδόν όλων των ισοζυγίων για τρίτο συνεχόµενο µήνα αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας για περαιτέρω ανάκαµψη του οικονοµικού κλίµατος τους επόµενους µήνες”.
Αγορά Εργασίας
“Η βελτίωση στην αγορά εργασίας συνεχίστηκε κατά το πρώτο εξάµηνο του 2019. Συγκεκριµένα, τον Ιούνιο του 2019 το εποχικά διορθωµένο ποσοστό ανεργίας περιορίστηκε σε 17% έναντι 17,1% του προηγούµενου µήνα και 19,2% του Ιουνίου του 2018. Ο αριθµός των απασχολουµένων ανήλθε σε 3.928 χιλ., αυξηµένος κατά 2,1% σε σχέση µε τον αντίστοιχο µήνα του 2018 και ο αριθµός των ανέργων περιορίστηκε σε 805 χιλ., µειωµένος κατά 12% σε σχέση µε το 2018. Επίσης, ελαφρά µειώθηκε ο αριθµός των οικονοµικά µη ενεργών ατόµων κατά 14 χιλ.(-0,4%) και διαµορφώθηκε στις 3.200”
Πρωτογενές πλεόνασμα
Ο Κρατικός Προυπολογισμός (ΚΠ) το επτάµηνο του 2019, έκλεισε µε πρωτογενές πλεόνασµα ύψους 1,763 δισ ευρώ,υψηλότερο τόσο σε σχέση µε πέρυσι όσο και ως προς το στόχο. Στην υψηλή αυτή θετική επίδοση συνέβαλε αποκλειστικά η σηµαντική αύξηση στο σκέλος των εσόδων του ΚΠ, καθώς οι δαπάνες
του αυξήθηκαν σε σχέση µε πέρυσι. Πάντως η αύξηση των εσόδων αποδίδεται αποκλειστικά σε υπεραπόδοση µη φορολογικών, κυρίως, εφάπαξ εσόδων. Αναφορικά µε τα φορολογικά έσοδα αυτά κινούνται στις περισσότερες κατηγορίες σε αντίστοιχα µε τα περσινά επίπεδα και συνολικά καταγράφουν µικρή αύξηση της τάξης του 0,4% ή 117 εκατ ευρώ.
Σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης (ΓΚ) επίσης υπάρχει σηµαντική αύξηση του πρωτογενούς αποτελέσµατος σε ταµειακή βάση κατά 558 εκατ. ευρώ σε σχέση µε το επτάµηνο του 2018, αποδιδόµενη, όπως προαναφέρθηκε κυρίως σε εισπράξεις οι οποίες δεν συνυπολογίζονται στο πρωτογενές αποτέλεσµα σε όρους ενισχυµένης εποπτείας. Οι εισπράξεις αυτές αφορούν κατά βάση ποσό ύψους 1,119 δισ ευρώ, που εισπράχθηκε ως τίµηµα της επέκτασης της σύµβασης
παραχώρησης του ∆ιεθνούς Αερολιµένα Αθηνών και ένα επιπλέον ποσό ύψους 271,6 εκατ ευρώ που αφορά στο ΦΠΑ της συγκεκριµένης σύµβασης. Ακόµη στο επτάµηνο του 2019 εισπράχθηκε ποσό ύψους 644 εκατ ευρώ από ANFAs (επιστροφή κερδών από τα ελληνικά οµόλογα που διακρατούν η ΕΚΤ και οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες). Συνεπώς, λαµβάνοντας υπόψη τα παραπάνω προκύπτει σηµαντική υστέρηση των αποτελεσµάτων σε σχέση µε πέρυσι, σε όρους ενισχυµένης
εποπτείας. Το γεγονός αυτό δεν φαίνεται να θέτει σε κίνδυνο τον στόχο για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσµατος 3,5% του ΑΕΠ για το 2019, ο οποίος παραµένει εφικτός, παρά τα επεκτατικά δηµοσιονοµικά µέτρα που θεσπίστηκαν τόσο τον Μάιο του 2019 (χορήγηση «13ης σύνταξης»,αναπροσαρµογές στις συντάξεις χηρείας, µειώσεις των συντελεστών ΦΠΑ), όσο και τον Ιούλιο του 2019 (διεύρυνση µειώσεων ΕΝΦΙΑ), τα οποία δεν είχαν προβλεφθεί στο ελληνικό Πρόγραµµα Σταθερότητας 2019-2022″.
Υποχρεώσεις προς ιδιώτες
“Τον Ιούλιο του 2019, οι συνολικές ληξιπρόθεσµες υποχρεώσεις (συµπεριλαµβανοµένων των εκκρεµών επιστροφών φόρων) ανήλθαν σε 2,359 δισ ευρώ έναντι 2,724 δισ ευρώ ερώ κατά την αντίστοιχη περίοδο του 2018. Η αποκλιµάκωση του συνόλου των ληξιπρόθεσµων υποχρεώσεων, σε ετήσια βάση, οφείλεται κυρίως στην
µείωση των ληξιπρόθεσµων οφειλών των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης ( ΓΚ) κατά 300 εκατ ευρώ και δευτερευόντως στην οριακή µείωση του αποθέµατος των εκκρεµών επιστροφών φόρων. Συµβολή σε αυτό είχαν τα κεφάλαια που αντλήθηκαν από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισµό Στήριξης, στο πλαίσιο του 3ου προγράµµατος, για την πλήρη εκκαθάριση ληξιπρόθεσµων υποχρεώσεων. Πρόκληση για την δηµοσιονοµική διαχείριση εξακολουθεί να είναι η συρρίκνωση του αποθέµατος των ληξιπρόθεσµων υποχρεώσεων κατά τη διάρκεια του 2019”.
Απόδοση ομολόγων
“Κάτω από το 1,55%, σε ιστορικά χαµηλά επίπεδα, διαµορφώθηκε η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς οµολόγου το Σεπτέµβριο του 2019. Σε ετήσια βάση το µακροπρόθεσµο κόστος δανεισµού της ελληνικής οικονοµίας υποχώρησε πάνω από 2,5 ποσοστιαίες µονάδες. Η παγκόσµια πλεονάζουσα ρευστότητα ωθεί τις τιµές των οµολόγων πανευρωπαϊκά σε υψηλότερα επίπεδα. Αποτέλεσµα της υψηλής ζήτησης για τα ευρωπαϊκά οµόλογα είναι η σηµαντική πτώση των αποδόσεων, ενώ επτά ευρωπαϊκές οικονοµίες επιτυγχάνουν µακροχρόνιο δανεισµό µε αρνητικά επιτόκια”.