Ο συνεχίζει την αδιάκοπη ανοδική του πορεία, με τις τελευταίες εκτιμήσεις να προβλέπουν ότι θα φτάσει τα 10 δισεκατομμύρια μέχρι τα τέλη του αιώνα. Η αύξηση αυτή θεωρείται πλέον μη αναστρέψιμη, σύμφωνα με τις δημογραφικές προβολές των Ηνωμένων Εθνών, οι οποίες δείχνουν ότι ο πληθυσμός της Γης, από μόλις 1 δισεκατομμύριο το 1800, έχει ήδη ξεπεράσει τα 8 δισεκατομμύρια. Σύμφωνα με το «ενδιάμεσο» σενάριο του διεθνούς οργανισμού, η πληθυσμιακή αύξηση θα συνεχιστεί, φτάνοντας τα 10 δισεκατομμύρια λίγο πριν το τέλος του αιώνα.

Τα παραπάνω στοιχεία παρουσιάζονται στο τεύχος 44 του ψηφιακού δελτίου «Δημογραφικά Νέα» του Εργαστηρίου Δημογραφικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Όπως επισημαίνεται, αν και η αύξηση θα συνεχιστεί, ο ρυθμός της θα μειώνεται σταδιακά. Από το υψηλότερο ποσοστό αύξησης, που ξεπερνούσε το 2% ετησίως πριν από έξι δεκαετίες, έχει πλέον πέσει στο 0,9% και αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω έως τη σταθεροποίηση του πληθυσμού στα τέλη του αιώνα. Η ταχεία αύξηση των τελευταίων δύο αιώνων αποδίδεται στη σταδιακή είσοδο των διαφόρων περιοχών στη φάση της δημογραφικής μετάβασης, με υψηλότερους ρυθμούς αύξησης στις χώρες όπου η γονιμότητα μειωνόταν με βραδύτερο ρυθμό σε σχέση με τη θνησιμότητα.

Δείτε

Η ανισορροπία αυτή, όσον αφορά το χρονικό πλαίσιο μείωσης των δύο παραγόντων, είχε ως αποτέλεσμα ένα σημαντικό πλεόνασμα γεννήσεων σε σχέση με τους θανάτους. Σε πολλές χώρες του «Νότου», οι ετήσιοι ρυθμοί αύξησης άγγιξαν το 3%, οδηγώντας σε διπλασιασμό του πληθυσμού κάθε 23 χρόνια, ενώ στην Ευρώπη, από το 1880 έως το 1914, οι αντίστοιχοι ρυθμοί ήταν σχεδόν στο μισό.

Τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, η γονιμότητα μειώθηκε ταχύτατα σε πολλές χώρες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής, χωρίς ωστόσο να επιφέρει άμεσα μείωση στον πληθυσμιακό ρυθμό λόγω της «δημογραφικής αδράνειας». Όσο νεότερος είναι ο πληθυσμός, ακόμη και αν μειώνεται ο αριθμός των παιδιών ανά οικογένεια, ο συνολικός αριθμός γεννήσεων παραμένει υψηλός. Σε αντίθεση με αυτές τις περιοχές, η Αφρική –ιδιαίτερα η Υποσαχάρια– ακολουθεί διαφορετική πορεία, καθώς η μείωση της γονιμότητας εκεί είναι πιο αργή, διατηρώντας τον πληθυσμό νεανικό.

Σύμφωνα με το ίδιο δελτίο, η διάμεση ηλικία στην Υποσαχάρια Αφρική ανέρχεται σήμερα σε 17,6 έτη, έναντι 41,7 στην Ευρώπη. Ακόμη και το 2050, με βάση το «ενδιάμεσο» σενάριο, η διάμεση ηλικία στην περιοχή αυτή θα φτάσει τα 22,9 έτη, παραμένοντας σημαντικά χαμηλότερη από τα 47,3 έτη της Ευρώπης. Ο πληθυσμός της Υποσαχάριας Αφρικής ενδέχεται να διπλασιαστεί μέχρι το τέλος του αιώνα, φτάνοντας από 1,1 δισεκατομμύρια σήμερα στα 2,1 δισ. το 2050 και στα 3,4 δισ. το 2100. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ σήμερα 1 στους 6 κατοίκους της Γης ζει στην Αφρική, η αναλογία αυτή θα αυξηθεί σε 1 στους 4 το 2050 και πιθανόν σε 1 στους 3 το 2100.

Αντίθετα, η Ευρώπη αναμένεται να δει τον πληθυσμό της να μειώνεται τις επόμενες δεκαετίες. Σύμφωνα με το ίδιο σενάριο, ο ευρωπαϊκός πληθυσμός θα μειωθεί από 746 εκατομμύρια σήμερα σε περίπου 700 εκατομμύρια το 2050. Ενώ το 1950 η Ευρώπη αντιπροσώπευε το 22% του παγκόσμιου πληθυσμού, σήμερα αυτό το ποσοστό έχει περιοριστεί στο 9,5% και προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω στο 7,3% το 2050. Στην Ελλάδα, η πληθυσμιακή μείωση θα είναι επίσης αισθητή, καθώς το ποσοστό της στον ευρωπαϊκό πληθυσμό θα πέσει από 1,4% σήμερα στο 1,3% το 2050.

Όσον αφορά την Κίνα, η πληθυσμιακή της αύξηση ήταν ραγδαία τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς από 539 εκατομμύρια το 1950 έφτασε τα 1,426 δισ. το 2021. Ωστόσο, η χώρα αυτή δεν είναι πλέον η πολυπληθέστερη του κόσμου, καθώς η Ινδία την ξεπέρασε πρόσφατα. Μετά το 2021, η Κίνα καταγράφει αρνητικούς ρυθμούς πληθυσμιακής μεταβολής, ενώ αντίθετα ο πληθυσμός της Ινδίας συνεχίζει να αυξάνεται.

Η παγκόσμια πληθυσμιακή αύξηση αναμένεται να συνεχιστεί έως τα μέσα του αιώνα, με σταθεροποίηση κοντά στα 10 δισεκατομμύρια μέχρι το 2100.

Δημογραφικές τάσεις: Πόσος θα είναι ο παγκόσμιος πληθυσμός στα τέλη του αιώνα
Η αύξηση αυτή θα προέλθει κυρίως από την Αφρική, ιδιαίτερα την Υποσαχάρια περιοχή, ενισχύοντας το δημογραφικό βάρος της ηπείρου.
Η Ινδία θα ξεπεράσει μόνιμα την Κίνα σε πληθυσμό, καθώς η πληθυσμιακή συρρίκνωση της τελευταίας είναι πλέον μη αναστρέψιμη.
Χώρες όπως η Κίνα, που βίωσαν ταχεία μείωση γονιμότητας και θνησιμότητας, θα αντιμετωπίσουν προκλήσεις λόγω της ταχείας γήρανσης του πληθυσμού τους.

Ο καθηγητής Βύρων Κοτζαμάνης, διευθυντής του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ), τονίζει ότι παρά τις τάσεις σύγκλισης, οι δημογραφικές ανισότητες παραμένουν έντονες σε διάφορες περιοχές του κόσμου. Αυτές αντικατοπτρίζονται σε ποσοστά αστικοποίησης, προσδόκιμο ζωής, μέσο αριθμό παιδιών, ποσοστά γήρανσης και μεταναστευτικά ισοζύγια.

Στην ερώτηση αν η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού (9,7 δισ. το 2050 και 10,3 δισ. το 2100) αποτελεί κίνδυνο για τον πλανήτη, ο καθηγητής απαντά πως η σταθεροποίηση στα τρέχοντα επίπεδα είναι ανέφικτη. Ακόμη και με απότομη μείωση της γονιμότητας, η αύξηση θα συνεχιστεί λόγω του μεγάλου αριθμού γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας σε χώρες με υψηλή γονιμότητα.

Ο πραγματικός προβληματισμός, σύμφωνα με τον καθηγητή, αφορά όχι τόσο το πλήθος των ανθρώπων, αλλά τον τρόπο που παράγουμε και καταναλώνουμε. Εάν όλοι οι κάτοικοι της Γης υιοθετούσαν τα καταναλωτικά πρότυπα των πιο ανεπτυγμένων χωρών, οι φυσικοί πόροι θα εξαντλούνταν γρήγορα, καθιστώντας τη ζωή μη βιώσιμη.

«Πρέπει να βρούμε τρόπους βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου της πλειονότητας, περιορίζοντας ταυτόχρονα τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις και μειώνοντας το οικολογικό αποτύπωμα των πιο ανεπτυγμένων κοινωνιών», καταλήγει ο καθηγητής.

Δείτε