Η εμπλοκή του ΔΝΤ στην Ελλάδα είναι μια ολοκληρωτική καταστροφή: Ξανά και ξανά, η αποτυχία του να διαχειριστεί κρίσιμα ζητήματα έχει “φορτώσει” με πόνο τους Έλληνες πολίτες.
Όταν οι διευθυντές του Ταμείου συναντηθούν τη Δευτέρα, θα πρέπει να συμφωνήσουν να διαγράψουν το χρέος της Ελλάδας και να αποχωρήσει.
Αυτό αναφέρει το πρώην διευθυντικό στέλεχος του ΔΝΤ, Ασόκα Μόντι σε άρθρο του στο Bloomberg. Όπως τονίζει το Ταμείο δεν θα έπρεπε ποτέ να εμπλακεί στην Ελλάδα από την αρχή. Τον Μάρτη του 2010, με την ανησυχία πως η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να αποπληρώσει τα χρέη της οι αγορές είχαν ταραχθεί, ενώ οι Ευρωπαίοι ηγέτες ήθελαν το ΔΝΤ να μείνει μακριά. Οι Ευρωπαίοι πίστευαν πως η οικονομική βοήθεια του ΔΝΤ σε ένα από τα δικά τους μέλη, θα σηματοδοτούσε αδυναμία για τη νομισματική ένωση. Ο Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ το έθεσε ως εξής: «Αν η Καλιφόρνια είχε πρόβλημα χρηματοδότησης, οι ΗΠΑ δεν θα απευθύνονταν στο ΔΝΤ».
Ωστόσο η Καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ πήρε την απόφαση πως η παρουσία του Ταμείου ήταν το «όχημα» που χρειαζόταν προκειμένου να πειστούν οι Γερμανοί πολίτες πως η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως οικονομική στήριξη και ότι θα επιβληθεί αυστηρή πειθαρχία στον τρόπο που θα χρησιμοποιηθεί αυτή η χρηματοδότηση».
Στο άρθρο του ο Μόντι αναφέρει επίσης «οι προτεραιότητες σε πολιτικό επίπεδο της Μέρκελ ταυτίζονταν τότε με τα συμφέροντα του τότε επικεφαλής του ΔΝΤ, Ντομινίκ Στρος Καν, ο οποίος ήθελε απελπισμένα να βγάλει από την αφάνεια το Ταμείο. Από εκείνη τη στιγμή το ΔΝΤ έγινε όργανο της Ευρώπης της Γερμανίας κυρίως, στην Ελλάδα.
Τότε ήρθε το κομβικό λάθος: Στη διοίκηση του ΔΝΤ, παρά την αντίδραση αρκετών εκτελεστικών διευθυντών, οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί πίεσαν για ένα πρόγραμμα διάσωσης, ενάντια στους κανόνες του Ταμείου, που δεν επέβαλε ζημιές στους ιδιώτες πιστωτές της Ελλάδας. Η απόφαση στηρίχθηκε στον ψευδή ισχυρισμό πως «η αναδιάρθρωση» του ιδιωτικού χρέους θα πυροδοτούσε μια παγκόσμια οικονομική κατάρρευση.
Έτσι, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και το ΔΝΤ δάνεισαν την Ελλάδα ένα τεράστιο ποσό για να αποπληρώσει τους υφιστάμενους πιστωτές της. Το ελληνικό χρέος παρέμεινε έτσι απαράλλαχτο και βαρύ, ενώ οι πιο ευάλωτοι Έλληνες αναγκάστηκαν να δεχθούν εξοντωτική λιτότητα ώστε να αποπληρωθούν οι νέοι δανειστές. Η οικονομία γρήγορα και προβλέψιμα περιήλθε σε δίνη. Ακόμη και όταν το ΔΝΤ αναγνώρισε το λάθος του, δεν άλλαξε κατεύθυνση. Μια εσωτερική «αυστηρά εμπιστευτική» έκθεση, που δημοσιοποιήθηκε αργότερα, αναγνώριζε πως το πρόγραμμα ήταν γεμάτο «σημαντικές αποτυχίες», μεταξύ των οποίων και η απουσία αναδιάρθρωσης ιδιωτικού χρέους αλλά και της παρατεταμένης λιτότητας.
Όμως το ΔΝΤ ποτέ δεν ανέλαβε την ευθύνη. Αντίθετα, απαιτούσε ακόμα περισσότερη λιτότητα το 2014. Τον Δεκέμβρη, ο λαός εξεγέρθηκε και έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, κάτι που έκανε τις απαιτήσεις του ΔΝΤ πιο επίμονες. Σε αυτό το σημείο, οι αποδείξεις πως η στρατηγική αυτή έσπρωχνε την Ελλάδα σε οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάρρευση, ήταν υπερβολικά πολλές. Ήταν σα να απαιτούσες από έναν τραυματία να τρέξει γύρω από το τετράγωνο πριν του προσφέρουμε φροντίδα. Ως συνήθως όμως, η αναπόδραστη ταλαιπωρία χρεώθηκε στην απροθυμία της Ελλάδας να συνεργαστεί.
Ο παραλογισμός αυτός, έφτασε στο αποκορύφωμά του, στα μέσα στου 2015, όταν το ΔΝΤ εξέδωσε μια έκθεση που ανέφερε ότι με τις τελευταίες προτάσεις λιτότητας της Ευρώπης, η Ελλάδα θα χρειαζόταν ένα θαύμα για να αποπληρώσει τα χρέη της. Εκείνη την εποχή, η έρευνα του ΔΝΤ έδειχνε πως η καλύτερη επιλογή θα ήταν η διαγραφή του χρέους και η εγκατάλειψη κάθε δημοσιονομικού μέτρου λιτότητας. Αυτό θα επέτρεπε στη χώρα κάποια ελευθερία να επιστρέψει στην ανάπτυξη και ίσως να προσελκύσει και κάποιες επενδύσεις. Από τη στιγμή που θα ξεκινούσε αυτή η διαδικασία, η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι ελεύθερη από τους πιστωτές της και να βασίζεται και πάλι σε ιδιώτες επενδυτές, με την σημείωση πως ήταν απόλυτα υπεύθυνοι για τα ρίσκα που έπαιρναν.
Από τότε το ΔΝΤ βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση, καθώς επανειλημμένα καλεί τους Ευρωπαίους, να διαγράψουν σημαντικό μέρος του χρέους. Οι Γερμανοί, ωστόσο, αρνούνται οποιαδήποτε σοβαρή διαγραφή. Αντίθετα ακολουθούν μια στρατηγική ελάφρυνσης σε δόσεις καθώς πιστεύουν πως οι Γερμανοί πολίτες δεν θα μπορέσουν να υπολογίσουν το μέγεθος της πραγματικής ελάφρυνσης. Και έτσι η λιτότητα συνεχίζεται, καταπιέζοντας την ανάπτυξη και προκαλώντας επιβάρυνση του ελληνικού χρέους – υπολογισμένο ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η τελευταία ανάλυση του ΔΝΤ, που εντάσσεται στις προετοιμασίες για τη συνάντηση της Δευτέρας, λέει πως τα επίπεδα του ελληνικού δημοσίου χρέους θα μπορούσαν και πάλι να γνωρίσουν «εκρηκτική άνοδο».
Αυτή η στρατηγική είναι εντελώς ανόητη. Οι Έλληνες έχουν βιώσει αχρείαστο πόνο. Όσοι μπορούν να φύγουν, φεύγουν, δίνοντας την εικόνα μιας χώρας γερασμένης και έρημης. Κάθε μέρα που περνά, κάνει τις πιθανότητες των δανειστών να πάρουν πίσω τα χρήματά τους και λιγότερες. Οι επενδυτές ανεβάζουν και πάλι τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, καθώς φοβούνται –και σωστά- ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ακόμα αδιέξοδο.
Η αγωνία δεν θα τελειώσει εκτός αν το ΔΝΤ βάλει το θέμα στο τραπέζι. Το ΔΝΤ και οι βασικοί του μέτοχοι – Ευρωπαίοι και Αμερικανοί – έκαναν το αρχικό λάθος και το διαιωνίζουν. Ένα σκέτο «mea culpa» δεν είναι αρκετό: Αν θέλουν να αποδειχθούν πραγματικά υπεύθυνοι οι μέτοχοι του ΔΝΤ απαιτείται να αποδεχθούν πραγματικές απώλειες. Αυτό σημαίνει να διαγράψουν το χρέος της χώρας στο Ταμείο και να αφήσουν Έλληνες και Ευρωπαίους να βρουν τη δική τους λύση σε αυτό το χάλι. Αν το ΔΝΤ παραμείνει εμπλεκόμενο, θα καταφέρει μόνο καταστρέψει ακόμα περισσότερο την αξιοπιστία του».