Οι διεθνείς αγορές μετοχών βιώνουν το χειρότερο κύμα ρευστοποιήσεων από την εποχή της πιστωτικής κρίσης. Το κύμα πανικού δεν έχει ακόμη φθάσει στο τέλος του, προειδοποιούν επενδυτές και αναλυτές, οι οποίοι πιστεύουν ότι είναι ακόμη πολύ νωρίς να γίνουν εκτιμήσεις για το μέγεθος της οικονομικής ζημιάς από την πανδημία του κορωνοϊού. Ορισμένοι δεν αποκλείουν απώλειες έως και 47% για τον S&P 500 από τα ιστορικά υψηλά του Φεβρουαρίου. Ποιοι είναι οι τρεις παράγοντες που θα βάλουν «φρένο» στην ακατάσχετη «αιμορραγία».
Μέσα σε περίπου έναν μήμα, οι αμερικανικές μετοχές έχασαν σχεδόν το ένα-τρίτο της αξίας τους, ενώ τις τελευταίες εβδομάδες, οι επενδυτές εγκατέλειπαν μαζικά ακόμη και στοιχεία ενεργητικού που θεωρούνται ασφαλή καταφύγια, όπως τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα και ο χρυσός, σε μια ένδειξη του πανικού και σοκ που έχει υποστεί η επενδυτική εμπιστοσύνη.
Πολλοί όμως αναλυτές και διαχειριστές κεφαλαίων προειδοποιούν ότι το sell-off αναμένεται να έχει και συνέχεια, παρά τα άνευ προηγουμένου μέτρα από τις κεντρικές τράπεζες και κυρίως τη Φέντεραλ Ριζέρβ των ΗΠΑ. Και σημειώνουν ότι με βάση τα ιστορικά δεδομένα, η πτώση των μετοχών είναι μέτρια, σε σύγκριση με προηγούμενες πτωτικές φάσεις και δεδομένων των πρώτων ενδείξεων για τη ζημιά που έχουν προκαλέσει στην παγκόσμια ανάπτυξη τα έκτακτα μέτρα των κυβερνήσεων ανά τον κόσμο για την ανάσχεση του Covid-19. Ο S&P 500 έχει απομακρυνθεί 32% από τα ιστορικά του Φεβρουαρίου., ενώ στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι μετοχές έχασαν το 57% της αξίας τους και το 49% την εποχή που έσκασε η φούσκα dot.com, το 2000, προτού αρχίσουν να ανακάμπτουν.
Επιπλέον, όπως τονίζουν ορισμένοι επενδυτές, η Wall Street τώρα αρχίζει να συνειδητοποιεί το μέγεθος των συνεπειών από τα περιοριστικά μέτρα παγκοσμίως λόγω του κορωνοϊού. Αναλυτές στην Goldman Sachs Group προβλέπουν συρρίκνωση της αμερικανικής οικονομίας κατά 4% στο δεύτερο τρίμηνο, μια από τις χειρότερες επιδόσεις όλων των εποχών και πιθανό «προάγγελο» μιας ύφεσης, εάν υπάρξει επιστροφή στην ανάπτυξη στο δεύτερο ήμισυ του έτους.
Με την καθημερινότητα σε ακινησία σχεδόν σε όλον τον πλανήτη, από τη Νέα Υόρκη μέχρι το Μιλάνο, ο συνολικός αντίκτυπος του κορωνοϊού στις οικονομίες και τις αγορές παραμένει προς το παρόν υποθετικός, καθώς «υπάρχουν πολλά που δεν γνωρίζουμε για το πώς θα εξελιχθεί η πανδημία από εδώ και στο εξής», επισημαίνει ο Ρικ Λακάιλ, global chief investment officer στη State Street Global Advisors. «Χρειαζόμαστε σαφήνεια σε πολλά μέτωπα», εξηγεί.
Οι επενδυτές θα πάρουν μια γεύση για το πόσο πολύ έχει πληγεί η οικονομία τις επόμενες ημέρες, όταν θα ανακοινωθούν τα στοιχεία για τους τομείς μεταποίησης και υπηρεσιών, συν τα στοιχεία για τις αιτήσεις χορήγησης επιδόματος ανεργίας, με την Goldman να προβλέπει άνευ προηγουμένου αύξηση του αριθμού των Αμερικανών που υποβάλλουν αίτηση επιδόματος ανεργίας την επόμενη εβδομάδα.
Παράλληλα, η Goldman προβλέπει απώλειες 41% του S&P 500 από τα υψηλά του Φεβρουαρίου, ενώ η Βank of America πιστεύει ότι οι ρευστοποιήσεις δεν πρόκειται να υποχωρήσουν, μέχρις ότου ο S&P 500 φθάσει τις 1800 μονάδες, έχοντας χάσει 47% από τα υψηλά του Φεβρουαρίου. Η Credit Suisse, που σημειώνει ότι οι μετοχές δεν άγγιξαν «πάτο» στη διάρκεια της επιδημίας SARS του 2003 παρά μόνον μία εβδομάδα μετά την κορύφωση των νέων κρουσμάτων, προβλέπει συνολικές απώλειες 35% για τον S&P 500.
Για να μπει φρένο στις μαζικές ρευστοποιήσεις, ορισμένοι από τους μεγαλύτερους επενδυτές στον κόσμο εστιάζουν σε τρεις παράγοντες: Καλύτερη πληροφόρηση για το μέγεθος της πανδημίας του κορωνοϊού, ισχυρή στήριξη από τις κυβερνήσεις και πιο αποφασιστικές παρεμβάσεις στις αγορές.
Ένα σημαντικό ζήτημα είναι η αβεβαιότητα για το τι θα χρειασθεί για την αντιμετώπιση αυτής της κρίσης και οι οικονομικές συνέπειες των μέτρων. Οι κυβερνήσεις εφαρμόζουν διάφορες στρατηγικές, από την επιβολή αυστηρών μέτρων απαγόρευσης κυκλοφορίας σε Ιταλία, Γαλλία και Ιταλία μέχρι πιο χαλαρές συστάσεις κοινωνικών περιορισμών σε Βρετανία και το μεγαλύτερο μέρος των ΗΠΑ. Καθώς ποικίλλουν τα μέτρα, διαφορετικής κλίμακας είναι και οι οικονομικές συνέπειες.
Οι επενδυτές χρειάζονται «σαφήνεια για το μέγεθος του προβλήματος και αποδείξεις ότι οι καμπύλες κρουσμάτων υποχωρούν παγκοσμίως», σημειώνει ο Ζαν Μπουαβέν, επικεφαλής του BlackRock Investment Institute. Παράλληλα, αξιόπιστες ειδήσεις για την ανάπτυξη εμβολίου και θεραπειών θα βοηθούσαν στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, προσθέτει.
Οι κεντρικές τράπεζες σε ορισμένες από τις μεγαλύτερες οικονομίες έχουν αναλάβει δράση, μειώνοντας τα επιτόκια για την τόνωση της ανάπτυξης, ενώ παράλληλα συνεργάζονται ώστε να αυξήσουν τη διαθεσιμότητα δολαρίων. Οι επενδυτές αναμένουν συντονισμένες ενέργειες και από την πλευρά των κυβερνήσεων. «Ένα πράγμα που μάθαμε από την κρίση του 2008 είναι ότι οι πρωτοβουλίες είναι πιο αποδοτικές εάν λαμβάνονται ως συλλογική, παγκόσμια δράση, από ό,τι ως σύνολο μεμονωμένων προσπαθειών», υπογραμμίζει ο κ. Μπουαβέν.
Έως τώρα, οι κυβερνήσεις δεν έχουν αναπτύξει επαρκή μέτρα δημοσιονομικής στήριξης –εδικά στην Ευρώπη, υποστηρίζει ο Ντιντιέ Μπορόφκσι, επικεφαλής μακροοικονομικής έρευνας στην Amundi. Τα μέτρα ελάφρυνσης και οικονομικής ενίσχυσης πρέπει να ισοδυναμούν στο 2% με 3% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης, σύμφωνα με τον ίδιο.
Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που πιστεύουν ότι τα δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης δεν θα καταφέρουν να συγκρατήσουν το κύμα ρευστοποιήσεων στις αγορές.
Το ενδεχόμενο πιστωτικής ασφυξίας αποτελεί ακόμη έναν παράγοντα που προβληματίζει τους επενδυτές, όπως φαίνεται και από τις έντονες αναταράξεις στις πιστωτικές αγορές, με τον πανικό να εκτοξεύει τις αποδόσεις όχι μόνο των υψηλού ρίσκου ομολόγων αλλά και εκείνων που θεωρούνται ασφαλή καταφύγια.
Οι επενδυτές θα ήθελαν να δουν «πιο τολμηρά βήματα από τους υπευθύνους χάραξης πολιτικής ώστε να επέλθει κάποια σταθερότητα στις αγορές σταθερού εισοδήματος», εξηγεί ο Ίβαν Μπράουν της UBS Asset Management. «Αυτό προϋποθέτει συνεργασία της FED με το υπουργείο Οικονομικών για τη χορήγηση δανείων με εγγυήσεις εταιρικά ομόλογα, αλλά και την ΕΚΤ να αυξάνει σημαντικά τις αγορές ιταλικού χρέους».
«Οι αγορές πρέπει να αισθανθούν ότι έχουν ένα άνευ προϋποθέσεων δίχτυ ασφαλείας.. αυτό είναι το μήνυμα που προσπαθούν να στείλουν η FED και το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών, φαίνεται όμως ότι ακόμη υπάρχει έλλειμμα εμπιστοσύνης στην αγορά», αναφέρει ο κ.Λακάιλ της State Street.