Τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια της Ελλάδας επαινεί σε έκθεσή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς οι πιστωτές αρχίζουν να προετοιμάζονται για μια συζήτηση σχετικά με το πώς θα ήταν το μεταμνημονιακό τοπίο για την υπερχρεωμένη χώρα, αναφέρει δημοσίευμα του Bloomberg. Στην πολυσέλιδη έκθεση που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, σύμφωνα με το διεθνές πρακτορείο ειδήσεων, τονίζεται πως η Ελλάδα έχει αναλάβει σημαντικές σημαντικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες σε όλους τους τομείς πολιτικής.
Επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, πως η ελληνική οικονομία παρέμεινε πιο ανθεκτική απ’ ό,τι αναμενόταν σε ένα δύσκολο περιβάλλον, οι δημοσιονομικοί στόχοι έχουν ξεπεραστεί σε μεγάλο βαθμό και έχουν ξεκινήσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε τομείς όπως η φορολογική διοίκηση, το επιχειρηματικό περιβάλλον, η ενέργεια, η ιδιωτικοποίηση και η δημόσια διοίκηση.
Εν μέσω επαίνων, όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, οι συντάκτες της έκθεσης αναφέρονται στην ανάγκη περιορισμού της γραφειοκρατίας, ανοίγματος των αγορών προϊόντων, απλοποίησης της χορήγησης αδειών για επενδύσεις, εκσυγχρονισμού του πλαισίου για τη χρήση γης και δημιουργίας ενός κτηματολογίου ως βήματα που πρέπει ακόμη να πραγματοποιήσει η Ελλάδα.
Θετικά αποτιμά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή την εφαρμογή του προγράμματος του ESM από την Ελλάδα, με βάση την έκθεσή της σχετικά με τον απολογισμό της πρώτης και της δεύτερης αξιολόγησης, που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Συγκεκριμένα, στην έκθεσή της αποτελούμενης από 180 σελίδες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει ότι στα δύο τρίτα του προγράμματος που έχουν διανυθεί ως τον Ιούλιο του 2017, η Ελλάδα έχει αναλάβει σημαντικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες σε όλους τους τομείς της πολιτικής. Υπογραμμίζεται, ωστόσο, ότι οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες πρέπει να συνεχιστούν, τόσο κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου προγράμματος, ως το καλοκαίρι του 2018, όσο και μετά τη λήξη του.
«Κλειδί για την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος παραμένει η συνέχιση της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί, καθώς και η πλήρης δέσμευση και οικειοποίησή τους από όλα τα τμήματα της ελληνικής διοίκησης», υπογραμμίζει η Επιτροπή και προσθέτει: «Η Ελλάδα πρέπει να βασιστεί στις τεράστιες προσπάθειες που έχουν γίνει μέχρι στιγμής, για να εδραιώσει την αξιοπιστία της και την εμπιστοσύνη και να προωθήσει ένα θετικό επενδυτικό κλίμα. Αυτό θα είναι πολύ σημαντικό για την επανέναρξη της ελληνικής οικονομίας, και η βάση για την επιστροφή στη βιώσιμη ανάπτυξη και την πρόσβαση στις αγορές, έπειτα από οχτώ χρόνια οικονομικής βοήθειας».
Σε γενικές γραμμές, η έκθεση επισημαίνει ότι η ελληνική οικονομία επέδειξε μεγαλύτερη ανθεκτικότητα από ό, τι αρχικά αναμενόταν. Το πραγματικό ΑΕΠ άρχισε να ανακάμπτει σε τριμηνιαία βάση στα μέσα του 2016. Ωστόσο, υπογραμμίζεται ότι “η ανάκαμψη παραμένει εύθραυστη και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εφαρμογή του προγράμματος».
Όσον αφορά το ζήτημα του ελληνικού χρέους, η Eπιτροπή υπενθυμίζει ότι τον Μάιο του 2016, το Eurogroup συμφώνησε σε μια δέσμη μέτρων για το χρέος που θα πρέπει να εφαρμοστεί σταδιακά, εφόσον είναι αναγκαίο και υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι όροι του προγράμματος. Μετά την πλήρη ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, o Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ΕSM) άρχισε από τον Ιανουάριο του 2017 να εφαρμόζει τα βραχυπρόθεσμα μέτρα αναδιάρθρωσης του χρέους. Με την επιτυχή ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, το Eurogroup τον Ιούνιο του 2017, έδωσε περαιτέρω διευκρινίσεις σχετικά με τα μέτρα μεσοπρόθεσμου χαρακτήρα που θα εφαρμοστούν, στο βαθμό που είναι αναγκαίο και μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος.
Με βάση την έκθεση, ως βασικότερες μεταρρυθμίσεις στον τομέα των δημοσιοοικονομικών αναφέρονται, το συνταξιοδοτικό, το φορολογικό και η μεταρρύθμιση του ΦΠΑ. Όσον αφορά το συνταξιοδοτικό, επισημαίνεται η ανάγκη να συνεχιστεί η εφαρμογή των μεταρρυθμιστικών μέτρων και πιο συγκεκριμένα η πλήρης ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων. Επίσης, η έκθεση επισημαίνει ότι τέθηκαν υπό έλεγχο οι δαπάνες στον τομέα της υγείας και των κοινωνικών επιδομάτων. Στο πλαίσιο αυτό θεσπίστηκε το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, το οποίο αποτελεί για πρώτη φορά ένα «δίχτυ ασφαλείας» για όσους δεν έχουν εισόδημα και από το οποίο επωφελούνται πάνω από 500 χιλιάδες πολίτες από το Φεβρουάριο του 2017.