Οκτώ ερωτήματα καταθέτει ο Bloomberg με αφορμή τη συμπλήρωση οκτώ χρόνων μνημονίων και λίγο πριν την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος διάσωσης ενόψει του οποίου όπως σημειώνει υπάρχει ακόμα λίγη διαύγεια ως προς το τοπίο που θα διαμορφωθεί.
Θα πάρει η Ελλάδα ελάφρυνση χρέους;
Η ευρωζώνη έχει συμφωνήσει να ελαφρύνει τους όρους αλλά διαφωνίες μεταξύ των πιστωτών παραμένουν. Κυρίως ποια δάνεια να αναδιαρθρωθούν, ποιο θα είναι το μονοπάτι για τα πρωτογενή πλεονάσματα και κυρίως αν η ελάφρυνση θα δοθεί προκαταβολικά και χωρίς όρους ή με τον καιρό και με όρους. Πιστωτές όπως η Γερμανία προτιμούν το δεύτερο ενώ άλλοι όπως το ΔΝΤ, η ΕΚΤ και η Γαλλία υποστηρίζουν ότι πρέπει να γίνει στο τέλος τους προγράμματος και άνευ όρων.
Πόσο στενά θα παρακολουθείται η Ελλάδα;
Ενώ η χώρα ξεκαθάρισε ότι θέλει καθαρή έξοδο το τεράστιο χρέος σημαίνει ότι θα παραμείνει υπό στενή επιτήρηση για καιρό. Αυτή θα είναι πιο στενή απ’ ότι σε χώρες όπως η Πορτογαλία και η Ιρλανδία και θα περιλαμβάνει τακτικούς ελέγχους αν και δεν είναι ξεκάθαρο πώς θα συνδεθούν με την πειθαρχία από την πλευρά της Ελλάδας. Ένα ισχυρό πλαίσιο που θα κρατά τη χώρα στα πόδια της είναι κλειδί για την επιστροφή στις αγορές δήλωσε τον προηγούμενο μήνα ο Μπ. Κερέ της ΕΚΤ.
Θα εμπλακεί το ΔΝΤ;
Ενώ δείχνει ίσως περίεργο να συζητά την συμμετοχή του σε ένα πρόγραμμα που λήγει σε 3,5 μήνες, η έγκριση του προγράμματος από το Ταμείο παραμένει κλειδί για δυο λόγους: βουλευτές σε διάφορες χώρες όπως η Γερμανία δεν θέλουν να δώσουν πράσινο φως σε περισσότερα δάνεια αν το ΔΝΤ δεν «σφραγίσει» το πρόγραμμα. Επίσης η συμμετοχή του θα σημαίνει ότι κρίνει πως το χρέος είναι βιώσιμο, μια σημαντική αναγνώριση στα μάτια των επενδυτών.
Θα είναι εύκολη η πρόσβαση στις αγορές;
Για όταν λήξει το πρόγραμμα η Ελλάδα δεν θέλει προληπτική γραμμή στήριξης. Βραχυπρόθεσμα, ως το 2020, οι χρηματοδοτικές ανάγκες μπορούν να καλυφθούν από πωλήσεις ομολόγων και μετρητά από το πρόγραμμα. Μακροπρόθεσμα, όμως, μπορεί να υπάρχουν εμπόδια και θα εξαρτηθεί από το πώς βλέπουν οι επενδυτές τη βιωσιμότητα χρέους και τις οικονομικές προοπτικές της χώρας.
Τι γίνεται με τα εξωτερικά οικονομικά ρίσκα;
Μετά από βαθιά ύφεση η Αθήνα ελπίζει να δει διατηρήσιμη οικονομική άνθιση τα επόμενα χρόνια, παρότι υπολείπεται σε ρυθμό ανάκαμψης από την υπόλοιπη Ευρώπη. Η Κομισιόν υποβάθμισε την πρόβλεψη για το ΑΕΠ στο 1,9% φέτος και το 2,3% το 2019 (από 2,5% προηγουμένως και για τις δυο χρονιές). Η οικονομία της χώρας παραμένει ευάλωτη σε αδυναμίες αυτής της ευρωζώνης όπως και από τα ρίσκα που προκαλεί η αύξηση των επιτοκίων και η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής.
Τι γίνεται με τις τράπεζες;
Οι μεγαλύτερες τράπεζες πέρασαν χωρίς προβλήματα το stress test και αυτό σημαίνει ότι περίπου 20 δισεκατομμύρια από τα κεφάλαια του προγράμματος που είχε σχεδιαστεί να κατευθυνθούν προς τον κλάδο είναι ελεύθερα για να αξιοποιηθούν σε άλλους σκοπούς. Παρά τα αποτελέσματα, ωστόσο, οι τράπεζες αντιμετωπίζουν μεγάλες προκλήσεις, όπως τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που είναι σχεδόν στο 50% του συνόλου, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη.
Θα σταματήσουν οι μεταρρυθμίσεις;
Την τελευταία δεκαετία η Αθήνα ενεπλάκει σε πικρές διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές για τους όρους των δανείων. Εβαλε τα οικονομικά της σε τάξη, συμφώνησε σε μεταρρυθμίσεις και έκανε σκληρές επιλογές για να πάρει τα χρήματα που χρειάζονταν. Αυτή η σχέση έχει περιορίσει την αξιοπιστία της χώρας ότι θα προχωρήσει σε κρίσιμες μεταρρυθμίσεις, γεγονός που δημιουργεί ανησυχία ότι χωρίς το «καρότο» θα εκτραπεί. Και παρότι η χώρα έχει εφαρμόσει πολλές αλλαγές είναι λιγότερο βέβαιο το πόσο δεσμευμένη θα είναι η κυβέρνηση σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας ή σε δομικές μεταρρυθμίσεις χωρίς κίνητρα.
Θα περιπλέξει τα πράγματα η πολιτική;
Οι εκλογές κάποιες φορές δελεάζουν τους πολιτικούς να κάνουν υποσχέσεις που δεν μπορούν να κρατήσουν και με κάποιους να προβλέπουν ότι κάλπες θα μπορούσαν να στηθούν ακόμα και το φθινόπωρο, το ρίσκο δαπανηρών πολιτικά υποσχέσεων είναι μεγάλο. Η επόμενη κυβέρνηση θα είναι η πρώτη από το Μάιο του 2010 που θα είναι απόλυτα υπεύθυνη για την οικονομική πολιτική και έτσι θα χρεωθεί το καλό και το κακό στις δημοσκοπήσεις και από τις αγορές.