«Για την κυβέρνησή μας η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι πυρηνικό στοιχείο του προγράμματός μας. Για τον λόγο αυτό, αμέσως μετά την έξοδο από το πρόγραμμα ψηφίσαμε τροπολογία με την οποία επιταχύναμε τη διαδικασία αύξησης του κατώτατου μισθού. Η διαδικασία έχει ήδη ξεκινήσει και θα ολοκληρωθεί τον Ιανουάριο του 2019 με την αύξηση του κατώτατου μισθού και την κατάργηση του λεγόμενου υποκατώτατου μισθού των νέων».
Αυτά μεταξύ άλλων υπογράμμισε σήμερα το βράδυ από την Καρδίτσα, σε ανοικτή συγκέντρωση και ομιλία η υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Έφη Αχτσιόγλου, τονίζοντας ότι «στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα θα ψηφιστούν και θα αρχίσουν να υλοποιούνται τα μέτρα τα οποία ο πρωθυπουργός εξήγγειλε από τη ΔΕΘ. Είναι και αυτό μία επιβεβαίωση ότι πλέον περνάμε σε μια νέα φάση, που για χιλιάδες συμπολίτες μας σημαίνει μέτρα ουσιαστικής στήριξης, ενίσχυσης και προοπτικής. Είναι μία απάντηση σε όσους μέχρι σήμερα αρνούνται να αποδεχτούν ότι ο κύκλος των μνημονίων και της δημοσιονομικής προσαρμογής έχει κλείσει οριστικά. Είναι μία απόδειξη ότι η έξοδος από το πρόγραμμα δεν αποτελεί μία τυπική διαφοροποίηση, αλλά οδηγεί σε δυνατότητες άσκησης πολιτικής που δεν υπήρχαν στην προηγούμενη περίοδο».
Είναι, επίσης, πρόσθεσε «κομβικό και καθοριστικό σημείο για το έργο της κυβέρνησής μας, καθώς πιστοποιεί την υλοποίηση της κορυφαίας δέσμευσης που αναλάβαμε απέναντι στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία. Τη δέσμευση να βγάλουμε τη χώρα από τα μνημόνια με την κοινωνία όρθια, να βάλουμε οριστικό και αμετάκλητο τέλος στην επιτροπεία και τη σκληρή λιτότητα, να βγει η οικονομία από το σπιράλ της κρίσης». Για το ίδιο θέμα η υπουργός δήλωσε ακόμη χαρακτηριστικά «η εξέλιξη αυτή αποτελούσε επί τριάμισι χρόνια βασικό στόχο της κυβέρνησης. Και σήμερα μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι άξιζε τον κόπο. Η κυβέρνησή μας πέτυχε, εκεί που τρεις συνεχόμενες κυβερνήσεις απέτυχαν παταγωδώς».
Και κυρίως, διευκρίνισε «πετύχαμε, σε αντίθεση με τις προηγούμενες κυβερνήσεις, προστατεύοντας τους ασθενέστερους. Και αυτό είναι το πιο σημαντικό απ’ όλα». Πιο αναλυτικά είπε η υπουργός Εργασίας για αυτό το θέμα:
«Η ελληνική οικονομία βρίσκεται πλέον σε τροχιά δυναμικής ανάκαμψης. Έχουμε αφήσει πίσω μας τα δύσκολα και τώρα έρχεται η ώρα που η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, οι άνθρωποι του μόχθου, πρέπει να δρέψουν τους καρπούς αυτής της μεγάλης προσπάθειας.
Με την έξοδο από το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής κάναμε το πρώτο βήμα μίας μεγάλης διαδρομής, η οποία για μας μετριέται με ένα μόνο κριτήριο: Τη βελτίωση της ζωής του κόσμου της εργασίας και της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας».
Μιλώντας για την επόμενη μέρα, η κ. Αχτσιόγλου, τόνισε πως αυτή, χαρακτηρίζεται από την αντίθεση μεταξύ εκείνων που επιδιώκουν μνημονιακές πολιτικές ακόμα και απόντος του μνημονιακού πλαισίου και του πολιτικού σχεδίου της κυβέρνησης υπέρ της μισθωτής εργασίας και των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων. Για να εξηγήσει:
«Τα πολιτικά σχέδια που ξεδιπλώνονται μπροστά μας είναι σαφή και απολύτως διακριτά. Τα τέμνει μια ορατή διαχωριστική γραμμή. Μια διαιρετική τομή που διαπερνά τα εργασιακά, την κοινωνική ασφάλιση, τη στάση μας απέναντι στη δημοκρατία και τα δικαιώματα.
Από τη μία βρίσκεται το σχέδιο της ΝΔ. Δεν είναι ένα άγνωστο πολιτικό σχέδιο, το γνωρίσαμε καλά μέχρι το 2014, ταυτίζεται με τις επιλογές του ΔΝΤ επαναλαμβάνοντας, μάλιστα, αυτούσιες και κάποιες προτάσεις του. Η ουσία αυτής της πρότασης δεν επαναφέρει απλά τον άκρατο νεοφιλελευθερισμό αλλά μας οδηγεί κατευθείαν πίσω στο ΔΝΤ, όπως δείχνει και η τραγική εμπειρία της Αργεντινής».
Απέναντι σε αυτό το αντικοινωνικό πολιτικό σχέδιο βρίσκεται το σχέδιο της κυβέρνησης, σημείωσε, προσθέτοντας: «αυτό θέτει στο επίκεντρό του την εργασία και έχει ως στόχο τη δίκαιη και βιώσιμη ανάπτυξη. Έτσι ώστε ο πλούτος που παράγεται να μπορεί να διανέμεται κατά το δυνατόν δικαιότερα σε αυτούς που τον παράγουν και η ανάπτυξη να είναι διατηρήσιμη στο χρόνο.
Το δικό μας σχέδιο για την επόμενη μέρα φέρνει στην πρώτη γραμμή την ενίσχυση της εργασίας, την ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης των εργαζομένων και την αύξηση του εισοδήματός τους. Αυτά τα στοιχεία είναι για εμάς προϋποθέσεις για τη δίκαιη ανάπτυξη».
Πιο αναλυτικά η υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ανέφερε ότι ο χαρακτήρας του πολιτικού σχεδίου της κυβέρνησής μας έγινε σαφής ακόμα και εντός του πλαισίου αυστηρής επιτροπείας στο οποίο λειτουργήσαμε. «Αποδείξαμε» εξήγησε «από την πρώτη στιγμή ότι κάθε εκατοστό δημοσιονομικού χώρου που κερδίσαμε μετατράπηκε σε πολιτικές υπέρ τις κοινωνικής πλειοψηφίας ενώ παράλληλα θέσαμε την οικονομία σε τροχιά σταθερής ανάκαμψης» για να επισημάνει: «Οι νέες θέσεις εργασίας που έχουν δημιουργηθεί από το 2015 είναι περισσότερες από 300.000 και η ανεργία μειώθηκε κατά 7 μονάδες».
«Προχωρήσαμε σε μεταρρυθμίσεις δίκαιες και αναγκαίες από καιρό σ’ αυτόν τον τόπο. Όπως η ασφαλιστική μεταρρύθμιση, με την ενοποίηση όλων των ταμείων σε ένα, με ενιαίους κανόνες για όλους τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους. Με αποτέλεσμα το ασφαλιστικό σύστημα να ξανασταθεί στα πόδια του και να ανακτήσει τη χαμένη αξιοπιστία του. Ενισχύσαμε αποφασιστικά το επίπεδο της κοινωνικής προστασίας, με τη θεσμοθέτηση του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης και ενός σοβαρού πλέγματος προστασίας για το παιδί, για πρώτη φορά. Καλύψαμε ιατροφαρμακευτικά μέσα από το δημόσιο σύστημα υγείας τους ανασφάλιστους συμπολίτες μας» ανέφερε χαρακτηριστικά η υπουργός.
Όπως δε, εξήγησε, ειδικά στο κρίσιμο θέμα των εργασιακών, όλες οι θεσμικές παρεμβάσεις, που υλοποίησε η κυβέρνηση είναι στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από τα μέτρα απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και κατάργησης δικαιωμάτων της περιόδου 2010-2014.
«Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ουδέποτε συμφώνησε ή αποδέχτηκε την αντίληψη της εσωτερικής υποτίμησης και αυτό δεν έμεινε μία απλή διακήρυξη. Νομοθετήσαμε και σήμερα έχουμε κάνει πράξη την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας στη χώρα» εξήγησε η κ. Αχτσιόγλου για να καταλήξει:
«Πετύχαμε να κερδίσουμε την πρώτη μάχη, κερδίζοντας ξανά την αυτονομία της χώρας στη χάραξη των πολιτικών της. Έχουμε μπροστά μια ακόμα πιο κρίσιμη μάχη, το να καταφέρουμε να υλοποιήσουμε ένα συνολικό σχέδιο για την ενίσχυση της εργασίας και την υπηρέτηση των αναγκών της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας».