«Είναι προφανές ότι ο κ. Μητσοτάκης αποφεύγει με κάθε τρόπο το ντιμπέιτ, γιατί αυτό θα εκθέσει πτυχές του προγράμματός του, οι οποίες είναι εντελώς αντικοινωνικές», τόνισε η εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Έφη Αχτσιόγλου, σε συνέντευξή της στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ3. «Υπάρχει μία προσπάθεια αποφυγής του διαλόγου και της έκθεσης των πολιτικών σχεδίων και έχει καταγραφεί στη συνείδηση του κόσμου ποιος αποφεύγει το debate», πρόσθεσε. Και υπογράμμισε ότι «το πρόγραμμα του κ. Μητσοτάκη το γνωρίσαμε στη χώρα. Εφαρμοζόταν πριν το 2010 και μας οδήγησε στη χρεοκοπία και στη λιτότητα για τους πολλούς».
Αναφερόμενη σε πτυχές του προγράμματος της ΝΔ σημείωσε:
«Ο πρόεδρος της ΝΔ επιβεβαίωσε ότι για το 2019 δεν θα κάνει καμία μείωση φορολογίας, για το 2020 θα κάνει μόνο μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση, την οποία η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη κάνει από τον Μάιο του 2019, και τα υπόλοιπα φορολογικά μέτρα θα τα δει από το 2021 και έπειτα, εφόσον κάνει μεταρρυθμίσεις, εφόσον διαπραγματευθεί με τους εταίρους και εφόσον αυτοί συμφωνήσουν».
Ακόμη και αν εφαρμοστεί το πρόγραμμά του, που ο ίδιος ουσιαστικά λέει ότι δεν θα εφαρμοστεί, ακριβώς επειδή έχει οριζόντιο χαρακτήρα δεν στοχεύει στους ανθρώπους που έχουν περισσότερη ανάγκη, αλλά ευνοεί το 8% των ανώτερων εισοδηματικών κλιμακίων, στερώντας αναγκαίους πόρους από το Δημόσιο. Για παράδειγμα, μιλάει για ραγδαία μείωση των κερδών των επιχειρήσεων, που κοστίζει πάνω από 1 δισ. ευρώ, και την ίδια στιγμή για μείωση δαπανών ώστε να έχει δημοσιονομική ισορροπία. Όμως οι δαπάνες του κράτους είναι πολύ συγκεκριμένες: μισθοί, συντάξεις και πέντε μεγάλα κοινωνικά επιδόματα. Δεν μας έχει απαντήσει ποιες δαπάνες θα μειώσει και πόσο θα επιβαρυνθεί η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών», ανέφερε η κυρία Αχτσιόγλου που συμπλήρωσε:
«Ο κ. Μητσοτάκης επιμένει στον κανόνα 1 πρόσληψη προς 5 αποχωρήσεις στο Δημόσιο, ενώ αυτή τη στιγμή είμαστε στον κανόνα 1 πρόσληψη προς 1 αποχώρηση, γιατί το έχει κερδίσει η κυβέρνηση. Αν έρθουμε σε αυτό που λέει ο κ. Μητσοτάκης, σημαίνει ότι διορισμοί εκπαιδευτικών και γιατρών που έχουν ξεκινήσει να υλοποιούνται από το 2019 και έχουν προγραμματιστεί έως το 2022, αυτομάτως ακυρώνονται. Το ζήτημα δεν αφορά μόνο τους επιστήμονες που προσλαμβάνονται, αφορά και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους πολίτες. Αν επιστρέψει ο κανόνας 1 προς 5, σημαίνει ότι αυτομάτως σταματούν όλοι οι διορισμοί, για να μην μιλήσω για απολύσεις, εκπαιδευτικών και γιατρών που έχει σχεδιάσει η κυβέρνηση. Περίπου 9.000 είναι οι αποχωρήσεις στο Δημόσιο για το 2019 και 9.000 προσλήψεις υλοποιεί η κυβέρνηση. Αν έρθουμε στον κανόνα του κ. Μητσοτάκη σημαίνει ότι θα γίνουν 1.500 προσλήψεις στο Δημόσιο ενώ έχει ήδη υποσχεθεί ότι θα προσλάβει 1.300 αστυνομικούς».
Αναφερόμενη στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, η εκπρόσωπός του διαβεβαίωσε ότι αυτό «είναι απολύτως κοστολογημένο και εντός των δημοσιονομικών στόχων. Είναι ένα πρόγραμμα που έχει ισορροπία ανάμεσα στις κοινωνικές δαπάνες, δηλαδή τη στήριξη του κοινωνικού κράτους, καλύτερη Υγεία και Παιδεία, περισσότερες προσλήψεις στα δημόσια νοσοκομεία και σχολεία. Ταυτόχρονα έχει στοχευμένες φοροελαφρύνσεις, περαιτέρω μείωση του ΕΝΦΙΑ, με μεγαλύτερη μείωση για ακίνητη περιουσία μικρότερης αξίας και μικρότερη μείωση για περιουσία μεγαλύτερης αξίας, μείωση της προκαταβολής φόρου κατά 50%, κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για εισοδήματα έως 20.000 ευρώ και ποσοστιαία μείωση στη συνέχεια, μείωση της φορολογίας εισοδήματος από το 22% στο 20%».
Υπογραμμίζοντας ότι «έχουμε κερδίσει ως χώρα την αυτοπεποίθησή μας, την οικονομική και πολιτική μας ελευθερία» σημείωσε ότι οι εθνικές εκλογές είναι «πολύ κρίσιμες, διότι είναι εκλογές στις οποίες ο λαός αποφασίζει με ποιο αναπτυξιακό μοντέλο προχωράει». Στο σχέδιο και το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, επισήμανε, οι κεντρικοί άξονες είναι «νέες δουλειές με δικαιώματα για όλους, δικαιότερη φορολογία, καλύτερη Υγεία, Παιδεία και κοινωνικό κράτος».
Στόχος μας, σημείωσε, είναι «500.000 νέες θέσεις εργασίας εντός της επόμενης τετραετίας και αυτό είναι απολύτως εφικτό. Ήδη έχουν δημιουργηθεί περισσότερες από 400.000 θέσεις εργασίας στη δική μας θητεία. Με τη δημιουργία άλλων 500.000 στο τέλος της ερχόμενης τετραετίας θα έχουμε ξανακερδίσει όλες τις θέσεις εργασίας που χάθηκαν την περίοδο της κρίσης». Αναφερόμενη, παράλληλα, στο στόχο για αύξηση των επενδύσεων δήλωσε ότι «επί της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ οι ξένες άμεσες επενδύσεις αυξήθηκαν από το 1% του ΑΕΠ, που ήταν για πάρα πολλά χρόνια, στο 2%, στόχος μας είναι να φτάσουμε στο 4% στο τέλος της τετραετίας με πολύ συγκεκριμένο σχεδιασμό».
Η κ. Αχτσιόγλου τόνισε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει «μία μάχη η οποία είναι πολύ δύσκολη αλλά είναι ανοιχτή» και πρόσθεσε πως «το κρίσιμο στις εθνικές εκλογές και το πολιτικά τίμιο, είναι να εκθέτεις με καθαρότητα το πρόγραμμά σου, να προβάλλεις όλες τις πτυχές του και να είσαι διατεθειμένος να ερωτηθείς γι’ αυτές. Να είναι σαφές ποιους ευνοεί το κάθε πρόγραμμα, ποιους υποστηρίζει και ποιους φέρνει σε δυσμενέστερη κατάσταση. Προκειμένου ο λαός να κάνει τις επιλογές του, ανάμεσα σε δύο αντιπαρατιθέμενα, ανταγωνιστικά μεταξύ τους πολιτικά σχέδια».
Απαντώντας σε ερώτηση για τον κ. Βαρουφάκη υπογράμμισε ότι αυτός «δεν αντιλαμβάνεται την πολιτική ως μία αντιπαράθεση αξιών, ιδεολογίας και στρατηγικής. Όταν λέει ότι θα μπορούσε με την ίδια ευκολία να πάει είτε με τη ΝΔ είτε με τον ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι δεν κατανοεί την πολιτική ως μία τέτοια αντιπαράθεση. Δεν νομίζω ότι αυτή η πολιτική αντίληψη έχει οποιαδήποτε κοινωνική γείωση». Υπογράμμισε επίσης πως «όταν λέει ότι η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ είναι μία χαμένη ψήφος, στην πραγματικότητα δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να εξυπηρετεί μία αντίληψη που μόνο κακό κάνει στον προοδευτικό κόσμο, ο οποίος βλέπει στον ΣΥΡΙΖΑ τη μόνη δυνατή πολιτική του εκφορά».
Σε ερώτηση σχετικά με την τουρκική προκλητικότητα επισήμανε, τέλος, ότι «είναι η πρώτη φορά που από την Ευρωπαϊκή Ένωση έχουμε μία τόσο συντονισμένη, άμεση και ξεκάθαρη καταδίκη και αντίδραση, απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα και σε παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου. Οι εξελίξεις στη Σύνοδο Κορυφής είναι αποτέλεσμα και της αναβαθμισμένης θέσης της χώρας μας διεθνώς. Τα τελευταία χρόνια, χάρη στις πρωτοβουλίες του πρωθυπουργού και στην πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική που ασκήθηκε, η χώρα έχει αναβαθμίσει διεθνώς τον ρόλο της και αυτό της επιτρέπει να μπορεί να κινητοποιεί δυνάμεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εν προκειμένω υπέρ της Κύπρου και εναντίον της τουρκικής προκλητικότητας. Έχουν παίξει ρόλο σε αυτό και οι διμερείς σχέσεις που αναπτύξαμε στην εξωτερική μας πολιτική, αλλά έχει παίξει πολύ μεγάλο ρόλο και η Συμφωνία των Πρεσπών».