«Ο κεντρικός πυλώνας του προγράμματός μας είναι η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας με αυξημένους μισθούς», τόνισε η Εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, Έφη Αχτσιόγλου, σε συνέντευξή της στο cnn.gr.
«Έχουμε ποσοτικοποιήσει αυτόν τον στόχο στη δημιουργία 500.000 νέων θέσεων εργασίας, που θα μας επιτρέψει να ρίξουμε την ανεργία κοντά στα επίπεδα του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Είναι ένας στόχος αρκετά ρεαλιστικός, δεδομένου ότι ήδη μέχρι σήμερα, επί της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, έχουνε δημιουργηθεί περισσότερες από 400.000 νέες θέσεις εργασίας», σημείωσε, υπενθυμίζοντας ότι «μέχρι το 2015 υπήρχε απώλεια περίπου ενός εκατομμυρίου θέσεων εργασίας, σωρευτικά».
Αναφερόμενη στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ επισήμανε ότι οι στόχοι του είναι «νέες θέσεις εργασίας με αυξημένους μισθούς και ενισχυμένα δικαιώματα, με κανόνες που θα ισχύουν για όλους αυστηρά στην αγορά εργασίας, γιατί οι κανόνες σε ένα κράτος είναι εγγυήσεις ότι σέβεσαι τα δικαιώματα όλων, με στοχευμένες φοροελαφρύνσεις για χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, αλλά και με ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος. Δηλαδή ένα ισορροπημένο μείγμα ανάμεσα σε φοροελαφρύνσεις και σε κοινωνικές δαπάνες, προκειμένου να φτιάξουμε ένα κράτος που θα υποστηρίζει την συντριπτική πλειονότητα των πολιτών».
Στον αντίποδα, σχολίασε, η ΝΔ «εισηγείται ένα σχέδιο το οποίο περιλαμβάνει φοροαπαλλαγές για πολύ συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα. Ενδεικτικά, μόνο το μέτρο της για τη ραγδαία μείωση της φορολογίας των κερδών των επιχειρήσεων κοστίζει πάνω από 1 δισ. €. Την ίδια στιγμή λέει μείωση δαπανών και αναρωτιέται κανείς, ποιες δαπάνες θα μειώσει; Οι δαπάνες είναι πολύ συγκεκριμένες: μισθοί, συντάξεις, πέντε μεγάλα επιδόματα. Τι ακριβώς σκοπεύει να μειώσει από αυτά; Μιλάει, επίσης, για επαναφορά του κανόνα 1 προς 5 στο Δημόσιο, το οποίο σημαίνει ότι, πέραν του ότι δεν θα γίνονται προσλήψεις, οι πολίτες θα έχουν πολύ χαμηλής ποιότητας υπηρεσίες υγείας, παιδείας, κοινωνικού κράτους και όλο αυτό προκειμένου να κάνει πολύ συγκεκριμένες φοροελαφρύνσεις, που ευνοούν μία μειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας».
Αναφερόμενη στις θέσεις της ΝΔ για τα εργασιακά δήλωσε ότι «ο κ. Μητσοτάκης έχει ένα σαφές πρόγραμμα το οποίο ξεδιπλώθηκε και την περίοδο που η ΝΔ ήταν κυβέρνηση, αλλά και την περίοδο που είναι αξιωματική αντιπολίτευση. Ο ίδιος είναι αρκετά σαφής στις τοποθετήσεις του. Εκ των υστέρων τα στελέχη του προσπαθούν να πείσουν τους περισσότερούς μας ότι δεν είπε αυτά που όλοι ακούσαμε, αλλά ο πυρήνας είναι ο ίδιος. Υποστηρίζει ότι, εφόσον υπάρχει συμφωνία εργοδοτών – εργαζομένων, θα μπορούν να παρακάμπτονται βασικοί κανόνες προστασίας της εργασίας. Αυτό είναι πυρηνικό στοιχείο, δεν το λέει τυχαία, είναι αίτημα συγκεκριμένων εργοδοτικών κύκλων. Την ίδια ώρα που το λέει αυτό κλείνει το μάτι σε μία παραβατικότητα την οποία τη γνωρίσαμε στη χώρα».
Εμείς, πρόσθεσε η κ. Αχτσιόγλου, «έχουμε διαφορετική πολιτική κατεύθυνση και βούληση να χτυπήσουμε την παραβατικότητα στην αγορά εργασίας. Ενεργούμε προς αυτή την κατεύθυνση ενισχύοντας το Σ.ΕΠ.Ε. με προσωπικό και μέσα, περνώντας νόμους στη Βουλή για την τήρηση των ωραρίων και τις υπερωρίες, βάζοντας πρόστιμα για παραβιάσεις σε μεγάλες τράπεζες. Η ΝΔ ως αξιωματική αντιπολίτευση καταψήφισε βασικές διατάξεις προστασίας της εργασίας που φέραμε στη Βουλή. Καταψήφισε και την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και τους κανόνες για τις εργολαβίες. Γιατί το έκανε αυτό εάν είναι φιλεργατική η πολιτική της;».
Για την άρνηση της ΝΔ στη διεξαγωγή debate μεταξύ του κ. Τσίπρα και του κ. Μητσοτάκη, σημείωσε ότι «ζητήσαμε μετ’ επιτάσεως και στη Διακομματική Επιτροπή, πέραν του debate μεταξύ όλων των πολιτικών αρχηγών πλην της Χρυσής Αυγής, το οποίο και συμφωνήθηκε ότι θα γίνει την 1η Ιουλίου, να υπάρχει και debate ανάμεσα στους δύο υποψήφιους πρωθυπουργούς. Θεωρώ ότι υπάρχει ένα σαφές δίλημμα, είναι ξεκάθαρο ποιες δύο πολιτικές δυνάμεις ανταγωνίζονται, με τα σχέδιά τους και τα προγράμματά τους, για την πολιτική της επόμενης μέρας. Θα ήταν πάρα πολύ χρήσιμο να υπάρξει μία τέτοια προγραμματική αντιπαράθεση μεταξύ των υποψήφιων πρωθυπουργών, όπως έχει συμβεί και στο παρελθόν στη χώρα μας σε εκλογικές αναμετρήσεις. Άρα, τα ερωτήματα βαραίνουν τη ΝΔ, δηλαδή για ποιο λόγο το φοβάται, τι ακριβώς φοβάται, τι κρύβει, ενδεχομένως, από το πρόγραμμά της που δεν θα ήθελε να αναδειχθεί από μία τέτοια αντιπαράθεση και τελικά τι το αρνητικό βρίσκει σε μία προγραμματική αντιπαράθεση μεταξύ δύο υποψήφιων πρωθυπουργών;».
Αναφερόμενη στη στάση της Τουρκίας και στις κινήσεις της ελληνικής κυβέρνησης υπογράμμισε ότι «απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα στην κυπριακή ΑΟΖ κινητοποιήσαμε από την πρώτη στιγμή μία συντονισμένη αντίδραση σε ευρωπαϊκό επίπεδο: τη Σύνοδο των Χωρών του Νότου με πρωτοβουλία του Πρωθυπουργού, το Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών με την παρέμβαση από τον κ. Κατρούγκαλο, το Συμβούλιο των Αναπληρωτών Υπουργών Εξωτερικών και αύριο και την Παρασκευή τη Σύνοδο Κορυφής».
Σημείωσε, επίσης, ότι «το γεγονός πως έχουμε μια τόσο συντονισμένη αντίδραση είναι αποτέλεσμα του ότι η χώρα μας έχει καταφέρει, μέσω της κυβερνητικής πολιτικής που ασκείται τα τελευταία χρόνια, να αποκτήσει ερείσματα σε διεθνές επίπεδο. Η καταδίκη, τόσο γρήγορα και με τόση καθαρότητα, είναι οπωσδήποτε ένα πολύ σημαντικό βήμα. Στέλνει ένα πολύ σαφές μήνυμα στην Τουρκία, η οποία θα αντιληφθεί ότι αυτή η επιθετική τακτική που ακολουθεί, που κατά τη γνώμη μου μαρτυρά φοβικότητα, την απομονώνει διεθνώς».
Τέλος, υπογράμμισε ότι «δεν θα επιτρέψουμε καμία παρέμβαση στην ελληνική ΑΟΖ. Στα ζητήματα της εθνικής άμυνας, πρέπει να ξέρει ο κόσμος ότι υπάρχει απόλυτη ετοιμότητα. Αλλά θεωρούμε εξαιρετικά απίθανο ένα τέτοιο ενδεχόμενο».