Καίριο χτύπημα στις κοινωνικές ομάδες που μέχρι τώρα θέλησε να ευνοήσει η σημερινή κυβέρνηση σε μια προσπάθεια να διατηρήσει την πολιτική της δύναμη θα αποτελέσει η μείωση του αφορολογήτου και της «προσωπικής διαφοράς» των συνταξιούχων. Είναι τα μέτρα την άμεση νομοθέτηση των οποίων ζήτησαν χθες για μια ακόμη φορά οι θεσμοί.
Το αίτημα της ελληνικής πλευράς να παραταθεί ο «κόφτης» δεν έχει βρει κανένα έδαφος –πλέον ακόμη και οι ευρωπαϊκές χώρες φέρονται να πιέζουν για προληπτική νομοθέτηση μέτρων- με αποτέλεσμα το ενδεχόμενο η ελληνική Βουλή να κληθεί να ψηφίσει μείωση αφορολογήτου και περικοπές συντάξεων ταυτόχρονα με το πακέτο για τα εργασιακά, είναι πλέον ορατό όσο και αν η κυβέρνηση δηλώνει –με τελευταία φορά τη χθεσινή δήλωση του Ευκλείδη Τσακαλώτου- ότι δεν θα φέρει τέτοιο νομοσχέδιο στη Βουλή.
Ακόμη και σε περίπτωση που η κυβέρνηση υποκύψει στις πιέσεις προκειμένου να πάρει ως αντάλλαγμα την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης και η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, είναι αμφίβολο ακόμη και το αν αυτά τα μέτρα θα μπορέσουν να περάσουν από την Βουλή. Και αυτό διότι οι βουλευτές της κυβερνητικής συμμαχίας γνωρίζουν ότι η επίπτωση από τη μείωση του αφορολογήτου, φαίνεται από την πρώτη στιγμή στα …ΑΤΜs καθώς μεταφράζεται σε αύξηση των κρατήσεων για το σύνολο των μισθών και των συντάξεων και κατά συνέπεια σε μείωση των καθαρών αποδοχών.
Μόνο για να κλείσει το δημοσιονομικό κενό του 2018 –εκτιμάται από τους θεσμούς σε περίπου 700-800 εκατ. ευρώ- η έκπτωση φόρου θα πρέπει να μειωθεί κατά τουλάχιστον 200-300 ευρώ κάτι που σημαίνει ότι ένα ζευγάρι συνταξιούχων καθένας από τους οποίους εισπράττει 600 ευρώ και πάνω, θα χάσει από το μηνιαία του εισόδημα έως και 50 ευρώ. Προφανώς, ένα τέτοιο μέτρο θα υποχρεώσει την κυβέρνηση να «πάρει πίσω» με καθυστέρηση ενός έτους όλα τα χρήματα που δόθηκαν για τη «13η σύνταξη».
Πριν καν φέρει στην επιφάνεια το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το αίτημα για κατακόρυφη μείωση του «αφορολογήτου» που προβλέπεται σήμερα για μισθωτούς και συνταξιούχους, στελέχη της Παγκόσμιας Τράπεζας είχαν ασχοληθεί διεξοδικά με το θέμα «ποσοτικοποιώντας» τις απώλειες εσόδων από την εφαρμογή της έκπτωσης των 1900 ευρώ αλλά και από τις κοινωνικές επιπτώσεις που θα προκαλούσε ενδεχόμενη μείωσή της.
Τι προέκυψε από την έρευνα;
1. Η «παρουσία» της έκπτωσης των 1900 ευρώ (η οποία μειώνεται κατά 10 ευρώ ανά 1000 ευρώ εισοδήματος για όσους ξεπερνούν σε ετήσια βάση το όριο των 20.000 ευρώ ενώ διαφοροποιείται ανάλογα με το αν υπάρχουν παιδιά ή όχι) κοστίζει δημοσιονομικά περίπου 8,5 δισεκατομμύρια ευρώ.
2. Για να εξοικονομηθεί δημοσιονομικά περίπου ένα δισεκατομμύριο ευρώ, τότε η έκπτωση φόρου θα πρέπει να μειωθεί από τα 1900 ευρώ που είναι σήμερα στα 1600 ευρώ. Δηλαδή, κάθε μισθωτός και συνταξιούχος με σύνταξη ή μισθό πάνω από 600 ευρώ τον μήνα, θα πρέπει να επιβαρυνθεί με έως και 300 ευρώ τον χρόνο ή 25 ευρώ τον μήνα. Αυτό το ένα δισεκατομμύριο ευρώ είναι αμφίβολο αν θα φτάσει ολόκληρο στο ταμείο του δημοσίου καθώς η μείωση του αφορολογήτου θα μειώσει το διαθέσιμο εισόδημα και κατά συνέπεια την κατανάλωση. Μόνο από τον ΦΠΑ, οι απώλειες μπορεί να ξεπεράσουν τα 200 εκατ. ευρώ.
Αν η συζήτηση φτάσει στο να μειωθεί το αφορολόγητο ώστε να ικανοποιηθεί το ΔΝΤ (το οποίο ζητάει μέτρα 4,5 δις. ευρώ) τότε η έκπτωση φόρου θα πρέπει να πέσει από τα 1900 ευρώ που είναι σήμερα, ακόμη και κάτω από τα 1000 ευρώ κάτι που σημαίνει ότι το αφορολόγητο μπορεί να περιοριστεί ακόμη και στις 3500 ευρώ. Η ετήσια επιβάρυνση για μισθωτούς και συνταξιούχους, θα μπορούσε να φτάσει σε μια τέτοια περίπτωση ακόμη και στα 1000 ευρώ.
Προφανώς, οι δανειστές δεν θα ζητήσουν μόνο μείωση αφορολογήτου αλλά ένα κοκτέιλ μέτρων το οποίο θα περιλαμβάνει και μείωση της προσωπικής διαφοράς. Το ποσό που εξακολουθούν να εισπράττουν οι συνταξιούχοι και το οποίο δεν θα εισέπρατταν αν οι υπολογισμοί με βάση τον νόμο Κατρούγκαλου γίνονταν και για τις υφιστάμενες συντάξεις, Το τι σημαίνει στην πράξη προσωπική διαφορά φαίνεται από τα ακόλουθα παραδείγματα:
1. Συνταξιούχος του δημοσίου με 35 χρόνια ασφάλισης και συντάξιμες αποδοχές 2000 ευρώ, λαμβάνει σύνταξη 1338 ευρώ με το σημερινό καθεστώς. Με το νέο σύστημα, αν ληφθεί υπόψη ότι οι συντάξιμες αποδοχές δεν θα είναι 2000 ευρώ αλλά 1800 ευρώ (δηλαδή 10% χαμηλότερα), η σύνταξη που θα προκύπτει θα είναι 993 ευρώ δηλαδή 25% μικρότερη. Ο σημερινός συνταξιούχος του δημοσίου θα εξακολουθήσει να παίρνει τα 1338 ευρώ ωστόσο η διαφορά με τα 993 ευρώ δηλαδή τα 345 ευρώ θα μπουν σε έναν λογαριασμό ως «προσωπική διαφορά». Μέρος αυτών των 345 ευρώ είναι που κινδυνεύουν να περικοπούν.
2. Οι προσωπικές διαφορές δεν υπάρχουν μόνο στις μεσαίες συντάξεις αλλά και στις χαμηλές. Συνταξιούχος του ΤΕΒΕ με 15 χρόνια (και συντάξιμες αποδοχές 2000 ευρώ) λαμβάνει σήμερα σύνταξη 1037 ευρώ. Με το καινούργιο σύστημα, αν ο συντάξιμος μισθός προσδιοριστεί στα 1800 ευρώ, η σύνταξη θα βγει στα 553 ευρώ και αν βγει στα 1600 ευρώ, θα περιοριστεί στα 530 ευρώ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η «προσωπική διαφορά» θα φτάσει σχεδόν στη μισή σύνταξη.