Ξεκάθαρο μήνυμα στην ελληνική κυβέρνηση ότι τα σκληρά μέτρα αποτελούν μονόδρομο από την στιγμή που αποφάσισαν να παραμείνουν στην Ευρωζώνη, έστειλε χθες ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Β. Σόιμπλε.
Μιλώντας μετά τη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της ΕΕ (ECOFIN), που διεξήχθη στις Βρυξέλλες, ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ δήλωσε: «Η αποστολή να φέρουμε την Ελλάδα σε μια βιώσιμη, ανταγωνιστική πορεία, υπό τον όρο της συμμετοχής στη νομισματική ένωση, είναι –το παραδέχομαι– μακράς διαρκείας και πολιτικά φιλόδοξη», δήλωσε ο κ. Σόιμπλε. Και πρόσθεσε ότι «όσο όμως οι υπεύθυνοι στην Ελλάδα το επιθυμούν, γιατί συζητήσαμε και εναλλακτικές προτάσεις, τρίτος δρόμος δεν υπάρχει», υπενθυμίζοντας εμμέσως ότι τόσο το 2012 όσο και το 2015 είχε προτείνει την έξοδο της χώρας από τη Ζώνη του Ευρώ.
Η σκληρή στάση του κ. Σόιμπλε υπαγορεύεται αυτή την περίοδο και από το γεγονός ότι η Γερμανία έχει εισέλθει σε τροχιά εκλογών. Οι Γερμανοί βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος θέλουν οπωσδήποτε την παρουσία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) στο ελληνικό πρόγραμμα και ταυτόχρονα είναι αρνητικοί σε οποιαδήποτε ένδειξη χαλάρωσης έναντι της Ελλάδας.
Στον απόηχο του Eurogroup της Δευτέρας, ο κ. Σόιμπλε υποστήριξε επίσης πως για να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση «χρειάζεται περισσότερος χρόνος». Μάλιστα, κατά τη διάρκεια του Eurogroup φέρεται να παρέπεμψε για μετά τη λήξη του προγράμματος (μέσα του 2018) τις περαιτέρω συζητήσεις για μέτρα ελάφρυνσης του χρέους και για μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους.
Ο Σόιμπλε αποκάλυψε μέρος του παρασκηνίου του προχθεσινού Eurogroup, λέγοντας με… υπονοούμενα: «Ο Τσακαλώτος μου είπε πως αισθάνεται ότι έχει κολλήσει μεταξύ δύο ελεφάντων. Μάλλον βλέπει το ΔΝΤ σαν ελέφαντα, δεν ξέρω ποιος θα μπορούσε να είναι ο δεύτερος».
Κλιμάκωσε, δε, την κριτική που ασκεί στην ελληνική κυβέρνηση, λέγοντας ότι οι «Έλληνες ηγέτες καλό είναι να σταματήσουν να λένε στους Έλληνες πολίτες ότι «κάποιοι ξένοι» φταίνε για τα ελληνικά προβλήματα» και διεμήνυσε στον απόηχο της συμφωνίας του Eurogroup της Δευτέρας. «Θα χρειαστεί περισσότερος χρόνος για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος».
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών προειδοποίησε ακόμη πως «η Ιταλία μπορεί να αντιμετωπίσει μια περίοδο αβεβαιότητας» μετά το δημοψήφισμα, παρότι ο ίδιος πιστεύει πως «εκείνοι που εποπτεύουν τις ιταλικές τράπεζες γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν».
• Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί συνεχίζουν να εντοπίζουν κενό της τάξεως του 0,2-0,4% του ΑΕΠ ή 360-720 εκατ. ευρώ. Οι συζητήσεις με το οικονομικό επιτελείο συνεχίζονται για να καλυφθεί η διαφορά.
• Το ΔΝΤ θεωρεί ότι με τα σημερινά δεδομένα δεν θα επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018. Εκτιμά πως η Ελλάδα θα επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ και εφόσον δεν αλλάξει ο στόχος, τότε απαιτούνται νέα μέτρα ύψους 2,5% του ΑΕΠ (2% του ΑΕΠ για να κλείσει το κενό και 0,5% του ΑΕΠ για να εξισορροπηθούν οι αρνητικές επιπτώσεις των δημοσιονομικών μέτρων). Δηλαδή, το Ταμείο θεωρεί ότι θα πρέπει να ληφθούν νέα μέτρα ύψους 4,5 δισ. ευρώ το 2018. Σύμφωνα, δε, με πληροφορίες, τα μόνα μέτρα που αποδέχεται αφορούν σε περικοπή συντάξεων (περίπου 1-1,2% του ΑΕΠ) και μείωση του αφορολόγητου ορίου (άλλο 1-1,2% του ΑΕΠ).
Όσον αφορά στην παραίτηση του Ματέο Ρέντσι, τη χαρακτήρισε λυπηρή. «Διευκόλυνε αρκετές μεταρρυθμίσεις στην Ιταλία που ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση» σχολίασε.
Την ίδια ώρα, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γ. Χουλιαράκης αποκάλυψε χθες ότι τα σκληρά μέτρα που ζητεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) για το 2018 ανέρχονται σε περίπου 4,5 δισ. ευρώ.
Επίσης ο κ. Χουλιαράκης επισήμανε χθες ότι στο παρελθόν το ΔΝΤ έχει αποδειχθεί πως έχει κάνει λανθασμένες προβλέψεις, υπενθυμίζοντας ότι για το 2015 εκτιμούσε πρωτογενές έλλειμμα 0,6% του ΑΕΠ και τελικά προέκυψε πλεόνασμα 0,3% του ΑΕΠ. Στο πλαίσιο αυτό, υποστήριξε ότι η θέση του ΔΝΤ είναι εντελώς «ιδεολογική» και υπονομεύει την ομαλή και γρήγορη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Σε ό,τι αφορά τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018, ο αναπληρωτής υπουργός σημείωσε πως η κυβέρνηση εκτιμά ότι για περιορισμένο αριθμό ετών θα διατηρηθεί το πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ, ωστόσο ανέφερε ότι η Ελλάδα «δεν είναι υπέρ μιας τόσο απότομης ανόδου της δημοσιονομικής πορείας».