Τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στο κοινωνικό σύστημα ασφάλισης τα τελευταία τρία χρόνια στην Ελλάδα, παρουσίασε η υπουργός Εργασίας, Εφη Αχτσιόγλου, μιλώντας σε σεμινάριο που διοργάνωσε η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών της Κομισιόν, σήμερα στις Βρυξέλλες.
Μεταξύ άλλων, η κ. Αχτσιόγλου μίλησε για το υψηλό επίπεδο ανεργίας που εξακολουθεί να υπάρχει στην Ελλάδα, σημειώνοντας, ωστόσο, ότι τα τελευταία τρία χρόνια υπήρξε σημαντική μείωση της ανεργίας από 27% σε 20%.
Η υπουργός τόνισε ότι στο νομοσχέδιο που θα ψηφιστεί αύριο στη Βουλή περιλαμβάνονται δύο πολύ σημαντικά φορολογικά κίνητρα για τις προσλήψεις στην Ελλάδα.
Συγκεκριμένα, πρόκειται για τη διάταξη που προβλέπει ότι οι εργοδοτικές εισφορές, προσαυξημένες κατά 50%, εκπίπτουν από τη φορολογία για κάθε νέα πρόσληψη και το ίδιο κίνητρο εφαρμόζεται και για να μετατραπεί το μείγμα των εργασιακών σχέσεων (π.χ. οι συμβάσεις μερικής εργασίας σε πλήρους απασχόλησης, εκ περιτροπής εργασίας σε πλήρους απασχόλησης, συμβάσεις έργου σε μισθωτή εργασία).
Σχετικά με τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα, η κ. Αχτσιόγλου ανέφερε ότι το επίπεδο είναι χαμηλό σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ λόγω της μείωσης κατά 22% που έγινε το 2012, αλλά και λόγω της κατάργησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η ίδια επισήμανε ότι μετά την έξοδο από το πρόγραμμα η κυβέρνηση θα επαναφέρει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και παράλληλα σκοπεύει να αυξήσει τον κατώτατο μισθό, με προσεκτικά βήματα και στον σωστό χρόνο.
Σε ό,τι αφορά τη μείωση των συντάξεων από 1ης Ιανουαρίου του 2018, κατά 1% του ΑΕΠ, η υπουργός Εργασίας υπογράμμισε ότι έχει νομοθετηθεί και ότι η κυβέρνηση είναι δεσμευμένη να το κάνει, σημειώνοντας, ωστόσο, ότι μπορούν να ληφθούν αντίμετρα.
Όπως υποστήριξε, μετά τη λήξη τού προγράμματος την 20ή Αυγούστου, η κυβέρνηση θα εξετάσει τι δημοσιονομικό περιθώριο υπάρχει το 2018, ούτως ώστε να βρει τρόπους για να «ανακουφίσει» όσους θα πληγούν από αυτό το μέτρο.
Υπενθύμισε, πάντως, ότι η μείωση της προσωπικής διαφοράς το 2018 συμφωνήθηκε στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης, μετά από πιέσεις του ΔΝΤ και τόνισε ότι τόσο οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, όσο και η ελληνική πλευρά θεωρούσαν ότι δεν ήταν απαραίτητο, διότι οι συνταξιούχοι είχαν ήδη υποφέρει αρκετά, οι δαπάνες για τις συντάξεις βρίσκονται ήδη στον ευρωπαϊκό μέσο όρο και το συνταξιοδοτικό σύστημα της Ελλάδας είναι πλέον βιώσιμο.