Σημαντική βαρύτητα για το ελληνικό πρόγραμμα και ειδικότερα για τα ζητήματα που άπτονται των κεφαλαιακών αναγκών τραπεζών έχουν οι νέοι κανόνες που υιοθέτησε το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ στις 21 Φεβρουαρίου για τη χρηματοδοτική του εμπλοκή σε χώρες που είναι μέλη νομισματικών ενώσεων, όπως η ευρωζώνη.
Δεδομένου ότι οι νομισματικές ενώσεις αποτελούν πλέον ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού τοπίου και αντιπροσωπεύουν σήμερα πάνω από το 15% της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά δεδομένων και των δύσκολων εμπειριών που είχε το Ταμείο σε προγράμματα όπως της Ελλάδος, της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ κατήρτισε τις εν λόγω οδηγίες – κανόνες, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι αποφάσεις δανεισμού του θα είναι εύρωστες και σταθερές, προστατεύοντας παράλληλα την ανεξαρτησία των θεσμών των νομισματικών ενώσεων.
Οι κανόνες αυτοί δεν παρέχουν καμία νέα εξουσία στο Ταμείο, διατυπώνουν όμως σαφέστερα το πώς πρέπει να λειτουργεί εφεξής στα σχετικά προγράμματα ο οργανισμός.
Αυξημένες διαβεβαιώσεις
Βάσει των νέων κανόνων εάν ένα κράτος μέλος μιας νομισματικής ένωσης αιτηθεί οικονομικής στήριξης από το ΔΝΤ εκείνο θα ζητήσει πρώτα διαβεβαιώσεις πολιτικής (εθελοντικές υποσχέσεις) από τα θεσμικά όργανα της ένωσης (π.χ. την ΕΚΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή) για την ανάληψη συγκεκριμένων ενεργειών που κρίνονται κρίσιμες για την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος. Έτσι, πλέον το ΔΝΤ δεν θα συνεργάζεται μόνον με τη χώρα μέλος της νομισματικής ένωσης, αλλά πριν ακόμη σχεδιαστεί το πρόγραμμα θα λαμβάνει διαβεβαιώσεις από τα θεσμικά όργανα της νομισματικής ένωσης, τις οποίες μάλιστα θα δημοσιοποιεί.
Όπως ξεκαθαρίζεται σχετικά για το ζήτημα αυτό, αν και ο σχεδιασμός του προγράμματος θα πρέπει να βασίζεται, στο μέτρο του δυνατού, σε πολιτικές στις οποίες οι εθνικές αρχές του κράτους μέλους έχουν άμεσο ή έμμεσο έλεγχο, ωστόσο εφόσον αυτό δεν είναι εφικτό θα ζητούνται διαβεβαιώσεις από τα θεσμικά όργανα της νομισματικής ένωσης ότι θα τηρηθούν οι στόχοι του προγράμματος. «Το πεδίο εφαρμογής τέτοιων δράσεων θα περιορίζεται στη συγκεκριμένη χώρα, έχοντας επίγνωση της ανάγκης μετριασμού του δυνητικού αντίκτυπου τους στην υπόλοιπη νομισματική ένωση», ξεκαθαρίζει η απόφαση του Εκτελεστικού Συμβουλίου του ΔΝΤ.
Μάλιστα, τα μέλη του Εκτελεστικού Συμβουλίου του ΔΝΤ αναγνώρισαν ότι «σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το Ταμείο ενδέχεται να χρειαστεί να ζητήσει διαβεβαιώσεις σχετικά με την εφαρμογή πολιτικών σε ολόκληρη την ένωση οι οποίες επηρεάζουν άλλα μέλη της νομισματικής ένωσης». Όπως διευκρινίζεται, αυτές οι εξαιρετικές περιστάσεις θα μπορούσαν να συμβούν εάν υπάρξουν μη βιώσιμες παρεμβάσεις στις συναλλαγματικές ισοτιμίες ή εφόσον μια κρίσιμη μάζα μελών της ένωσης αντιμετωπίσει πρόβλημα στο ισοζύγιο πληρωμών.
Δεν θα θίγονται οι Συνθήκες
Στη βάση αυτή το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ συμφώνησε ότι το Ταμείο δεν θα επιδιώξει να λάβει διαβεβαιώσεις πολιτικής από τα θεσμικά όργανα της νομισματικής ένωσης, εάν αυτές συνεπάγονταν τη λήψη μέτρων που δεν συνάδουν με την εντολή των θεσμικών οργάνων και τα νομικά και θεσμικά πλαίσια της ένωσης, δηλαδή με τις Συνθήκες που τη διέπουν.
Έτσι, σε περίπτωση που ένα θεσμικό όργανο εμποδίζεται από την εντολή του ή από τις συνθήκες που το διέπουν να παράσχει τις ζητούμενες διαβεβαιώσεις, το Ταμείο θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για συνεργασία με το δανειζόμενο μέλος για να προσαρμόσει το σχεδιασμό του προγράμματος κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι στόχοι του να μπορούν να αντιμετωπιστούν με εναλλακτικό συνδυασμό πολιτικών.
Ωστόσο, ξεκαθαρίστηκε πως οι διαβεβαιώσεις σχετικά με τις κρίσιμες ενέργειες πολιτικής πρέπει να είναι σαφείς, συγκεκριμένες, εποπτικές και, όπου χρειάζεται, χρονικά περιορισμένες. Στη βάση αυτή οι διαβεβαιώσεις των θεσμικών οργάνων της ένωσης θα παρέχονται γραπτώς, με τη μορφή επιστολής από το σχετικό ίδρυμα προς τον Γενικό Διευθυντή του Ταμείου. Κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις μάλιστα οι διαβεβαιώσεις θα μπορούν να παρέχεται σε «εμπιστευτική μορφή», ήτοι χωρίς να δημοσιοποιούνται.
Ο SSM το ΔΝΤ και η Ελλάδα
Όχι τυχαία η έκθεση του ΔΝΤ κάνει αναφορά στην τραπεζική εποπτεία στην ευρωζώνη και στις εξουσίες που έχουν μεταφέρει τα εθνικά κράτη στην ΕΚΤ και στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM). Αλλά εμπεριέχει και μια αναφορά εξαιρετικά επίκαιρη για την Ελλάδα και συγκεκριμένα για τις ελληνικές τράπεζες, για τις οποίες το Ταμείο ήδη από τον Ιούλιο του 2017 έχει υποστηρίξει πως θα χρειαστούν ένα κεφαλαιακό μαξιλάρι 10 δισ. ευρώ, αμφισβητώντας τις εκτιμήσεις της ΤτΕ, της ΕΚΤ και του SSM για το εν λόγω θέμα.
Στο σημείο αυτό στην έκθεση που ενέκρινε το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ αποσαφηνίζεται πως «αν υπάρξουν μέτρα στον τραπεζικό τομέα που είναι κρίσιμα για την επιτυχία του προγράμματος (π.χ. διεξαγωγή δοκιμών προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, εξασφάλιση κατάλληλων προβλέψεων και ανακεφαλαιοποίησης τραπεζών ή λήψη μέτρων για την εξυγίανση τραπεζών), η χρήση των πόρων του Ταμείου δεν θα μπορεί να προχωρήσει χωρίς ικανοποιητικές διαβεβαιώσεις από την αρμόδια αρχή σε επίπεδο νομισματικής ένωσης».
Αν και δεν κατονομάζεται η ελληνική περίπτωση το ΔΝΤ σημειώνει σχετικά τα εξής: «Σε περίπτωση που το Ταμείο εξετάσει μια νέα δανειακή συμφωνία ή τη συνέχιση υφιστάμενης με ένα μέλος νομισματικής ένωσης και υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με την αξιοπιστία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το Ταμείο δεν θα παράσχει τη διαθέσιμη χρηματοδότηση εάν δεν είναι βέβαιο, με βάση τη δική του ανάλυση και κρίση, για την κατάσταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και για το ότι οι προτεινόμενες δράσεις κατά τη διάρκεια του προγράμματος που υποστηρίζεται από το Ταμείο θα αποκαταστήσουν την αξιοπιστία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Κατά συνέπεια, θα χρειαστεί κάποια μορφή διασφάλισης σε επίπεδο νομισματικής ένωσης για να μπορέσει το Ταμείο να δανείσει..».