Το 2018 σχεδιάζει να εφαρμόσει η κυβέρνηση το σχέδιο που έχει επανειλημμένα εξαγγείλει για την αντικατάσταση του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) με έναν άλλον φόρο στην ακίνητη περιουσία, ο οποίος θα επιβαρύνει περισσότερο τους έχοντες μεγάλης αξίας ακίνητη περιουσία και λιγότερο τους κατέχοντες μικρής αξίας ακίνητα.
Μέχρι τότε η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών εκτιμά, σύμφωνα με τη Ναυτεμπορική, ότι θα έχει ολοκληρωθεί και η κατάρτιση μιας αξιόπιστης ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων με στοιχεία για το ύψος των εμπορικών τιμών των ακινήτων, ώστε οι φορολογητέες αξίες τους να προσδιορίζονται σύμφωνα με τα πραγματικά δεδομένα της κτηματαγοράς κι όχι με βάση τις σημερινές αντικειμενικές αξίες που, παρά τη μείωσή τους σε πολλές περιοχές της χώρας αναδρομικά από τις 21/5/2015, εξακολουθούν να βρίσκονται σε εξωπραγματικά επίπεδα.
Κλιμάκωση συντελεστών
Στόχος της κυβέρνησης είναι ο νέος φόρος ακίνητης περιουσίας που θα αντικαταστήσει τον ΕΝΦΙΑ να υπολογίζεται με ενιαία κλίμακα φορολογικών συντελεστών επί του συνόλου των πραγματικών (εμπορικών) φορολογητέων αξιών όλων των κτισμάτων, των οικοπέδων και των αγροτεμαχίων που απαρτίζουν τη συνολική ακίνητη περιουσία κάθε φυσικού προσώπου.
Οι συντελεστές φόρου θα είναι πάρα πολύ χαμηλοί για περιπτώσεις ακίνητης περιουσίας μικρής συνολικής αξίας και πολύ υψηλοί για περιουσία με πολύ μεγάλη αξία.
Ουσιαστικά, θα υπάρχει μεγάλη προοδευτικότητα στην κλιμάκωση των συντελεστών με σκοπό τα φορολογικά βάρη να μεταφερθούν από τους έχοντες μικρής και μεσαίας αξίας περιουσίες στους έχοντες πολύ μεγάλης αξίας ακίνητα. Στην ενιαία αυτή κλίμακα ενδέχεται να ισχύει και ένα χαμηλό αφορολόγητο όριο το οποίο δεν θα ξεπερνά τις 100.000 ευρώ και θα ισχύει σε συνδυασμό και με εισοδηματικά κριτήρια.
Δεν αποκλείεται, πάντως, να διατηρηθεί το ισχύον σύστημα απαλλαγών με βάση εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια, το οποίο εφαρμόζεται στον ΕΝΦΙΑ. Στην περίπτωση αυτή δεν θα χρειαστεί να οριστεί κάποιο αφορολόγητο όριο στην κλίμακα υπολογισμού του νέου φόρου ακινήτων.
Σε κάθε περίπτωση, το συνολικό ύψος των εσόδων που θα μπορεί να εισπράττει το Δημόσιο κάθε χρόνο από την εφαρμογή και του νέου αυτού φόρου δεν θα είναι χαμηλότερο από τα 2,65 δισ. ευρώ που εξασφαλίζονται ετησίως από την επιβολή του ΕΝΦΙΑ.
Για το 2017 η κυβέρνηση προτίθεται να εφαρμόσει και πάλι τον ΕΝΦΙΑ επί των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων, με μικρές μεταβολές σε σύγκριση με τα όσα ισχύουν φέτος.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα όσα ήδη έχει εξαγγείλει ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, το 2017 θα εφαρμοστεί και πάλι ο ΕΝΦΙΑ και το μόνο που θα αλλάξει θα είναι οι διατάξεις που προβλέπουν απαλλαγές για τους φορολογούμενους με πολύ χαμηλά εισοδήματα και μικρής αξίας ακίνητη περιουσία.
Οι διατάξεις αυτές θα τροποποιηθούν ώστε οι δικαιούχοι των απαλλαγών αυτών να μην πληρώνουν καθόλου τον φόρο αυτόν. Ουσιαστικά, το ποσοστό απαλλαγής των φορολογουμένων αυτών θα αυξηθεί από το 50% στο 100% του φόρου, ενώ οι προϋποθέσεις απαλλαγής, δηλαδή τα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια που ισχύουν σήμερα, θα παραμείνουν αμετάβλητες.
Οι προθέσεις της κυβέρνησης για τον τρόπο με τον οποίο θα φορολογηθούν τα ακίνητα το 2017 αποκαλύπτονται εν μέρει από την έγγραφη απάντηση που έδωσε πρόσφατα ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Τρύφων Αλεξιάδης σε ερώτηση των εννέα βουλευτών του Ποταμιού σχετικά με τον ΕΝΦΙΑ.
Σύμφωνα με τα όσα απάντησε ο υπουργός, το υπουργείο Οικονομικών οφείλει να συμμορφωθεί με τη διάταξη της παραγράφου γ’ του άρθρου 3 του ν. 4336/2015 για το Μνημόνιο ΙΙΙ με την οποία προβλέπεται ότι η φορολογική διοίκηση εντός του 2017 θα πρέπει «να μεριμνήσει για την περαιτέρω εναρμόνιση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων με τις τιμές της αγοράς».
Όπως διευκρίνισε ο υπουργός, για τον σκοπό αυτό έχει ήδη συγκροτηθεί μία επιτροπή με έργο τη μελέτη όλων των στοιχείων που υπάρχουν σχετικά με τις αξίες των ακινήτων και την εύρεση του τρόπου με τον οποίο θα καταρτιστεί μια βάση δεδομένων αξιών ακινήτων και θα καθοριστούν οι πηγές από τις οποίες θα αναζητηθούν τα στοιχεία που θα τροφοδοτούν τη συγκεκριμένη βάση δεδομένων, «ώστε να εξασφαλίζεται η διαρκής και ανά τακτά διαστήματα ενημέρωσή της».
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι την 1η/1/2017 το υπουργείο Οικονομικών δεν θα έχει προλάβει να εφαρμόσει το νέο σύστημα προσδιορισμού των φορολογητέων αξιών των ακινήτων με βάση τις πραγματικές τιμές τους, οπότε θα εξακολουθεί να ισχύει το εφαρμοζόμενο σήμερα σύστημα προσδιορισμού των φορολογητέων αξιών των ακινήτων, το οποίο βασίζεται στις αντικειμενικές τιμές, που έχουν καθοριστεί με απόφαση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Τρύφωνα Αλεξιάδη στις 18/1/2016.
Έτσι και το 2017 η φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας θα γίνει με βάση τις ισχύουσες σήμερα αντικειμενικές αξίες κι όχι με βάση τις πραγματικές τιμές της κτηματαγοράς.
Η εκτίμηση ότι την 1η/1/2017 θα εξακολουθούν να ισχύουν οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων που εφαρμόζονται σήμερα επιβεβαιώνεται κι από το γεγονός ότι το συμπληρωματικό Μνημόνιο που υπέγραψε η κυβέρνηση τον περασμένο Μάιο προβλέπει πως το σχέδιο για την προσαρμογή των φορολογητέων αξιών των ακινήτων στα πολύ χαμηλότερα επίπεδα των πραγματικών τιμών της κτηματαγοράς έχει αναβληθεί για το δεύτερο εξάμηνο του 2017.
Τα κριτήρια απαλλαγής
Επιπλέον, σύμφωνα με τα όσα έχει ήδη εξαγγείλει ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας με την ομιλία και τη συνέντευξή του στη ΔΕΘ τον περασμένο Σεπτέμβριο, η κυβέρνηση θα εφαρμόσει τον ΕΝΦΙΑ και το 2017 όπως ήδη προβλέπει η ισχύουσα νομοθεσία (ο ν. 4223/2013), με μοναδική αλλαγή την αύξηση του ποσοστού έκπτωσης από το 50% στο 100% του φόρου για κάθε φορολογούμενο που πληροί τα ακόλουθα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια:
α) Το συνολικό ετήσιο καθαρό οικογενειακό εισόδημα του προηγούμενου έτους δεν έχει υπερβεί τις 9.000 ευρώ, προσαυξημένο κατά 1.000 ευρώ για τον ή την σύζυγο και για κάθε εξαρτώμενο μέλος της οικογένειας.
β) Το σύνολο της επιφάνειας των κτισμάτων τα οποία κατέχει ο φορολογούμενος και τα λοιπά μέλη της οικογένειάς του δεν υπερβαίνει τα 150 τετραγωνικά μέτρα.
γ) Η συνολική αντικειμενική αξία των κτισμάτων και των εντός σχεδίων πόλεων οικοπέδων που κατέχει ο φορολογούμενος ή η οικογένειά του δεν υπερβαίνει τα 85.000 ευρώ αν πρόκειται για άγαμο, τα 150.000 ευρώ αν πρόκειται για έγγαμο χωρίς παιδιά και τα 200.000 ευρώ αν πρόκειται για έγγαμο με ένα ή δύο εξαρτώμενα τέκνα.
Από την άλλη πλευρά, ο πρωθυπουργός δεν δεσμεύθηκε για τη μη επέκταση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ στα αγροτεμάχια, τους αγρούς και τις λοιπές εδαφικές εκτάσεις εκτός σχεδίων πόλεων ή οικισμών από το 2017.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι το 2017:
* Πάνω από 6.000.000 νοικοκυριά θα κληθούν να ξαναπληρώσουν τον ΕΝΦΙΑ, ο οποίος μάλιστα θα υπολογιστεί επί των ίδιων αντικειμενικών αξιών που ελήφθησαν υπ’ όψιν για τον υπολογισμό του φετινού φόρου. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον ν. 4223/2013, για τον υπολογισμό του ΕΝΦΙΑ κάθε έτους λαμβάνονται υπ’ όψιν οι φορολογητέες αξίες των ακινήτων που ισχύουν την 1η Ιανουαρίου του συγκεκριμένου έτους. Οπότε για τον ΕΝΦΙΑ του 2017 θα ληφθούν υπ’ όψιν οι φορολογητέες αξίες που θα ισχύουν την 1η/1/2017, δηλαδή οι αντικειμενικές αξίες ακινήτων που εφαρμόζονται και τώρα.
* Οι φορολογούμενοι με ακίνητα συνολικής αντικειμενικής αξίας άνω των 200.000 ευρώ θα κληθούν να καταβάλουν υπέρογκα ποσά συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ, καθώς από το επόμενο έτος ο φόρος αυτός θα επεκταθεί και στα αγροτεμάχια, τους αγρούς και τις λοιπές εκτάσεις γης εκτός σχεδίων πόλεων ή οικισμών. Σύμφωνα με τον ν. 4223/2013, η αναστολή της επιβολής του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ στις εκτός σχεδίων πόλεων ή οικισμών εκτάσεις γης ισχύει μόνο για φέτος.