Να πληρώσουν φόρο για το σπίτι που πούλησαν πριν πέντε ή και δέκα χρόνια, παρότι τότε δηλώσαν κανονικά στο Ε1 το τίμημα όπως προβλεπόταν και χωρίς να έχουν ποτέ καμία υποχρέωση να πληρώσουν φόρο για τα ποσά που εισέπραξαν, αναγκάζονται εν έτει 2016 οι ιδιοκτήτες ακινήτων που επιλέγονται για έλεγχο καταθέσεων από την εφορία. Στις περιπτώσεις αυτές η ΔΟΥ αναγνωρίζει ως νόμιμα χρήματα μόνο το τίμημα που αναγράφεται στο συμβόλαιο.
Ωστόσο, όπως κατά κόρον γινόταν πριν επιβληθεί ο φόρος υπεραξίας, χιλιάδες συμβόλαια ανέγραφαν την αντικειμενική αξία του ακινήτου. Έτσι η κατάθεση στην τράπεζα του επιπλέον ποσού από τον αγοραστή (το τίμημα δηλαδή πάνω από την αντικειμενική τιμή του συμβολαίου) χαρακτηρίζεται από τους ελεγκτές ως «αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας», με επαχθείς συνέπειες για τον ελεγχόμενο.
Με πρόσχημα τους ελέγχους για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, όποιος ελέγχεται για οποιονδήποτε λόγο από τις ΔΟΥ ή το ΣΔΟΕ κινδυνεύει να βρεθεί υπόλογος για ξέπλυμα «μαύρου χρήματος», επειδή η εφορία σε κάθε έλεγχο που διεξάγει αναδρομικά από το 2000 και μετά, με βάση τις νέες έμμεσες τεχνικές ελέγχου ή στα πλαίσια έρευνας ύστερα από καταγγελίες, πληροφορίες, «λίστες» κλπ, περνά από «κόσκινο» όλες τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών στην υπό διερεύνηση περίοδο. Στους ελέγχους αυτούς, η εφορία δεν δέχεται ότι τα πχ 100.000 ευρώ ή 300.000 ευρώ που κατατέθηκαν στην τράπεζα και ξεπερνούν την αντικειμενική αξία που γράφτηκε στα συμβόλαια, είναι χρήματα από εκείνη την πώληση και τα αντιμετωπίζει ως «μαύρο χρήμα» από άλλες πηγές που δεν δηλώθηκαν.
Από το 2013 ήδη είχε αποκαλύψει το ΘΕΜΑ πως αυτό ξεκίνησε να συμβαίνει τότε σε λίγους πλούσιους μεγαλοϊδιοκτητες, αλλά πλέον εξαπλώνεται σε όλους –και το επιβεβαιώνουν και αρμόδια στελέχη του φοροελεγκτικού μηχανισμού του κράτους.
Το φαινόμενο λαμβάνει ήδη διαστάσεις και η «φιλική σύσταση» των ελεγκτών προς τους φορολογουμένους είναι να σπεύσουν να καταθέσουν τώρα από μόνοι τους συμπληρωματική δήλωση μεταβίβασης και να πληρώσουν τον φόρο 3% του πωλητή που ισχύει σήμερα, επί της διαφοράς μεταξύ του παλαιού συμβολαίου και της τότε πραγματικής τιμής πώλησης, προκειμένου να γλιτώσουν φόρους 40% ή και έως 120% -με προσαυξήσεις και πρόστιμα- σαν να ήταν αδήλωτο εισόδημα.
Για παράδειγμα:
Αν ένα ακίνητο πουλήθηκε 300.000 ευρώ αλλά στα συμβόλαια γράφτηκε αξία 100.000 (αντικειμενική), ένας αναδρομικός έλεγχος στις καταθέσεις του πωλητή δείχνει σαν αδικαιολόγητη κατάθεση τα 200.000 ευρώ. Ο ιδιοκτήτης μπορεί να είχε δηλώσει και τα 300.000 ευρώ στο Ε1 την χρονιά εκείνη, αλλά δεν είχε πληρώσει φόρο γιατί τα χρήματα από εκποίηση περιουσιακού στοιχείου δεν θεωρείτο εισόδημα (πλην του 2005 που ίσχυσε για μια χρονιά ο φόρος υπεραξίας ακινήτων). Οι ελεγκτές δεν πείθονται όμως ότι τα 200.000 ευρώ είναι από εκείνη τη συναλλαγή, γιατί δεν αποδεικνύεται από τα συμβόλαια.
Αντί να πληρώσει όμως φόρο πχ 80.000 ευρώ (40% των 200.000 ευρώ), ο ιδιοκτήτης μπορεί να καταθέσει συμπληρωματική δήλωση εμφανίζοντας σαν τίμημα τις 300.000 ευρώ. Τότε πληρώνει φόρο 3% στη διαφορά (600 ευρώ στις 200.000 ευρώ) για να γλιτώσει τα χειρότερα. Η λύση αυτή είναι πολύ οικονομικότερη και από την νέα ρύθμιση «πληρώστε και γλιτώστε» που θα τεθεί άμεσα σε εφαρμογή, για το «μαύρο χρήμα» -που σε πολλές περιπτώσεις όμως είναι απλώς λεφτά που φυλάχτηκαν «στο στρώμα» από τον φόβο χρεωκοπίας και έγιναν ανάληψη και επανακατάθεση σε τράπεζες.
Σε διαφορετική περίπτωση πάντως, αν ο ελεγχόμενος δεν θέλει να πληρώσει για φόρους που δεν οφείλει, θα μπλέξει με προσφυγές και δικαστήρια, αλλά με αμφίβολα αποτελέσματα και μεγάλη ταλαιπωρία (πχ δέσμευση λογαριασμών, πληρωμή του 50% της ποινής που θα του βεβαιωθεί κλπ).
«Φόροι με το στανιό»
Με βάση νόμους της τελευταίας εξαετίας αλλά και υπό την πίεση την Πολιτείας και της Κοινωνίας για επιβολή φόρων σε πλούσιους, μεταφέρθηκε η ευθύνη στους ίδιους τους ελεγχόμενους, να αποδείξουν ότι είναι αθώοι. Αυτό όμως αποδεικνύεται σε πολλές περιπτώσεις αδύνατον, ακόμα και αν δεν υποκρύπτεται φοροδιαφυγή, καθώς τότε ίσχυαν άλλοι κανόνες και ο ελεγχόμενος δεν είχε υποχρέωση να διαφυλάσσει αποδεικτικά στοιχεία που του ζητούνται σήμερα. Ακόμα και αν θέλει να προσφύγει στα δικαστήρια, θα πρέπει να βρει και να προπληρώσει το 50% τουλάχιστον όσων του ζητάει η εφορία.
Όπως όμως από το 2013 ήδη είχε επισημάνει το ΘΕΜΑ, η έρευνα άρχισε να επεκτείνεται σταδιακά και στους τραπεζικούς λογαριασμούς απλών πολιτών που -κατά την συνήθη τακτική της αγοράς τα προηγούμενα χρόνια- αγόραζαν σπίτια σε τιμές πάνω από την αντικειμενική στην οποία συντάσσονταν τα συμβόλαια. Το σχέδιο αυτό «σκόνταφτε» μόνον στο γεγονός ότι οι τράπεζες δύσκολα έδιναν στοιχεία για τους πελάτες τους, αλλά πλέον και αυτό το «πρόβλημα» ξεπεράστηκε.
Εν προκειμένω, όταν κάποιος ελέγχεται και βρεθούν πχ 200.000 παραπάνω στους τραπεζικούς λογαριασμούς μιας χρονιάς, ενώ επικαλείται ότι προέρχονται από πώληση ακινήτου, οι ελεγκτές δέχονται μόνον όσα αναγράφονται στο συμβόλαιο (πχ 100.000 ευρώ) ενώ τα επιπλέον ποσά τα χαρακτηρίζουν ως αδήλωτα εισοδήματα.
Ωστόσο, έως το 2013, όποιος πουλούσε ένα σπίτι δήλωνε στο έντυπο Ε1 τα χρήματα που εισέπραξε σαν χρηματικό εισόδημα από διάθεση περιουσιακών στοιχείων (κωδικός 781), μόνο και μόνο για να καλύψει μελλοντικά «πόθεν έσχες» και όχι για να πληρώσει φόρο. Το ίδιο ίσχυε ακόμα και αν έκανε τότε χειρόγραφα την δήλωση Ε1 στη ΔΟΥ με τη βοήθεια του εφοριακού. Κίνητρο για να αποφύγει να πληρώσει φόρο μεταβίβασης είχε ο αγοραστής (8%-11% ανάλογα με τη χρονιά) αλλά αυτό ήταν μια πρακτική που το γνώριζαν όλοι –ακόμα και οι τράπεζες που έδιναν άλλη επιταγή για το συμβόλαιο και άλλη για τα επιπλέον λεφτά του δανείου στον αγοραστή.