Αλλάζει η στρατηγική στα επιδόματα: Αυξημένα αλλά σε λιγότερους δικαιούχους – Τρεις κρίσεις, στεγαστική, πληθωριστική και περιβαλλοντική-ενεργειακή, «απειλούν» με περαιτέρω διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων αλλά και του κινδύνου φτώχειας.
Οι δείκτες που μετρούν τις συνθήκες διαβίωσης των οικονομικά ασθενέστερων παραμένουν στο «κόκκινο» συγκριτικά με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες και δεν εμφανίζουν σημάδια αισθητής βελτίωσης παρά την αύξηση του ΑΕΠ και του διαθέσιμου εισοδήματος.
Οι μετρήσεις εξακολουθούν να αποτυπώνουν περιορισμένη απόδοση της επιδοματικής πολιτικής στο να προστατέψει τους ασθενέστερους κάτι που συνιστά χρόνιο πρόβλημα της χώρας που αποδίδεται και στη φοροδιαφυγή.
Τώρα, καταγράφεται το εξής «φαινόμενο»: συνεχής μείωση του αριθμού των δικαιούχων των κοινωνικών επιδομάτων. Μάλιστα εκτιμάται ότι μετά την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων και του 2024 και του 2025, ο ρυθμός μείωσης θα επιταχυνθεί κυρίως λόγω της αύξησης των ονομαστικών εισοδημάτων.
Οι ευάλωτες ομάδες
Με δεδομένες αυτές τις συνθήκες η κυβέρνηση καλείται να παρουσιάσει το καλοκαίρι την αναθεωρημένη επιδοματική πολιτική της. Χωρίς δημοσιονομικά περιθώρια για αύξηση του συνολικού «λογαριασμού», το ζητούμενο είναι πλέον η καλύτερη «στόχευση» σε κοινωνικές ομάδες όπου εντοπίζεται το μεγαλύτερο πρόβλημα: μονογονεϊκές οικογένειες, μονοπρόσωπα νοικοκυριά κυρίως γυναικών ή ηλικιωμένων αλλά και νέοι ηλικίας κάτω των 18 ετών. Ήδη, πέρα από την πίστωση του 50% των κοινωνικών επιδομάτων σε προπληρωμένες κάρτες αλλά και την ηλεκτρονική «απογραφή» των δικαιούχων κοινωνικών επιδομάτων ώστε να βελτιωθεί η στόχευση, εξετάζεται και η αξιοποίηση του δημοσιονομικού χώρου που προκύπτει εξαιτίας της μείωσης του αριθμού των δικαιούχων ώστε να αυξηθούν τα χορηγούμενα ποσά, ειδικά όσον αφορά το επίδομα τέκνων.
Και οι τρεις κρίσεις με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι οι πολίτες ειδικά την τελευταία 2ετία, έχουν χαρακτηριστικά αντίστροφης αναδιανομής του εισοδήματος. Τα τρόφιμα, η ενέργεια και η στέγαση συνιστούν τις τρεις βασικές και ανελαστικές δαπάνες των νοικοκυριών, κάτι που σημαίνει ότι υπάρχουν περιορισμένα περιθώρια προσαρμογής της ζήτησης ανάλογα με την πορεία των τιμών. Έτσι, το γεγονός ότι οι τιμές των τροφίμων έχουν αυξηθεί κατά 30% την τελευταία διετία ή ότι οι τιμές των ακινήτων (άρα και τα ενοίκια) έχουν εκτοξευθεί, επιδρά πολύ περισσότερο στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα σε σχέση με τα υψηλοτερα. Αυτός είναι και ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους η έρευνα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής κατέγραψε αύξηση στον δείκτη οικονομικής ανισότητας το 2023 (σ.σ η έρευνα έγινε με βάση τα εισοδήματα του 2022), παρά το γεγονός ότι αφορούσε μια χρονιά ισχυρής ανάπτυξης στην Ελλάδα.
Το 2023 αλλά και το 2024 είναι έτη κατά τα οποία έχει γίνει μεγαλύτερη αύξηση εισοδημάτων στη χώρα, οπότε έχει ενδιαφέρον το πώς αυτό θα αποτυπωθεί στην επόμενη έρευνα για τον κίνδυνο της φτώχειας (σ.σ και το 2023 και το 2024 είχαμε σημαντική αύξηση κατώτατου μισθού αλλά και αυξήσεις στις συντάξεις, δύο πεδία που επηρεάζουν τον δείκτη της φτώχειας).
«Μαξιλάρι» οι συντάξεις
Ωστόσο τα στοιχεία δείχνουν ότι η προσπάθεια βελτίωσης αφορά ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα. Τα νοικοκυριά σε κίνδυνο φτώχειας αντιστοιχούν στο 26,1% του συνόλου για το 2023 έναντι 26,3% για το 2022 και 28,3% για το 2021. Γιατί είναι έντονος ο προβληματισμός; Διότι ναι μεν το 2024 έχει αυξήσεις ονομαστικών εισοδημάτων, όμως από την άλλη έχει περισσότερη ακρίβεια, υψηλότερα ενοίκια και «φρένο» στις άμεσες εισοδηματικές ενισχύσεις έκτακτου χαρακτήρα όπως τα μέτρα τύπου «pass». Έτσι, το βάρος πέφτει περισσότερο στην κοινωνική-επιδοματική πολιτική του κράτους, η οποία παραδοσιακά αποδεικνύεται αναποτελεσματική.
Τι δείχνουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ; Αν δεν υπήρχαν οι συντάξεις και τα επιδόματα, η φτώχεια στην Ελλάδα θα ήταν στο 45,1 %. Χάρη στις συντάξεις το ποσοστό πέφτει στο 23,1% (δηλαδή κατά 22 μονάδες) και χάρη στα επιδόματα στις 18,9 μονάδες (δηλαδή κατά 4,2 μονάδες). Το ζητούμενο επομένως είναι να αυξηθεί η απόδοση των επιδομάτων ειδικά στις κοινωνικές ομάδες όπου το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο. Αυτές είναι οι οικονομικά μη ενεργοί πολίτες που δεν έχουν εισόδημα από σύνταξη, οι άνεργοι και τα νοικοκυριά με παιδιά, κυρίως οι μονογονεϊκές οικογένειες.
Τα συναρμόδια υπουργεία Εργασίας, Οικογένειας και Οικονομικών έχουν ήδη μπει στη διαδικασία επανεξέτασης της επιδοματικής πολιτικής και μέσα στο καλοκαίρι αναμένονται οι σχετικές ανακοινώσεις. Οι αλλαγές θα αφορούν και το επίδομα ανεργίας (σ.σ συνιστά σημαντικό πρόβλημα ειδικά για τους νέους ότι για την καταβολή του επιδόματος ανεργίας είναι προϋπόθεση να έχει προηγηθεί εργασία, κάτι που αποκλείει όσους ψάχνουν να βρουν την πρώτη τους δουλειά) αλλά και τα άλλα βασικά επιδόματα όπως είναι το επίδομα τέκνων ή το επίδομα στέγασης. Η «συνταγή» που εξετάζεται είναι να δίδονται περισσότερα χρήματα σε λιγότερους δικαιούχους ώστε η βοήθεια να είναι πιο ουσιαστική γι’ αυτούς που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη. Ήδη εξετάζεται αυτή η «συνταγή» να υλοποιηθεί αρχικά στο επίδομα τέκνων όπου τα ποσά των ενισχύσεων παραμένουν αμετάβλητα εδώ και πολλά χρόνια με αποτέλεσμα η αποδοτικότητα του επιδόματος να έχει «ροκανιστεί» από τον πληθωρισμό και την ακρίβεια.
Η απότομη αλλαγή
Το 2024 θα είναι η χρονιά της μεγάλης μείωσης των δικαιούχων κοινωνικών επιδομάτων. Ήδη τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους οι εμπλεκόμενοι φορείς (ΟΠΕΚΑ, ΑΑΔΕ, ΔΥΠΑ) αποτυπώνουν περιορισμό του αριθμού των δικαιούχων, ωστόσο φέτος θα καταγραφεί απότομη αλλαγή. Ο βασικός λόγος για τον οποίο καταγράφεται μείωση των δικαιούχων (και στο επίδομα τέκνων και στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, ακόμη και στην έκπτωση 50% από τον ΕΝΦΙΑ) είναι η αύξηση των ονομαστικών επιδομάτων. Αυτή γίνεται είτε λόγω της μείωσης της ανεργίας (όσοι βρίσκουν δουλειά ακόμη και με τον κατώτατο χάνουν μέρος ή και το σύνολο των επιδομάτων) είτε λόγω των ονομαστικών αυξήσεων στις αποδοχές (κατώτατος μισθός, συντάξεις, μισθοί δημοσίου κλπ) οι οποίες δεν συνοδεύονται και από την αύξηση των εισοδηματικών ορίων στα κοινωνικά επιδόματα.
Ειδικά το 2024, μπαίνει στην εξίσωση ένας ακόμη παράγοντας που είναι η ενεργοποίηση του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος των αυτοαπασχολούμενων. Η μείωση της δαπάνης για κοινωνικά επιδόματα εξαιτίας του συγκεκριμένου μέτρου αναμένεται να υπερβεί τα 200 εκατ. ευρώ, ενώ μέρος αυτών των χρημάτων έχει ήδη διατεθεί για τη χρηματοδότηση της αύξησης του επιδόματος γέννησης παιδιού. Η κυβέρνηση δεν έχει πρόθεση να τροποποιήσει προς τα πάνω τα εισοδηματικά κριτήρια των επιδομάτων για δημοσιονομικούς λόγους, όποτε η μείωση του αριθμού των δικαιούχων θα συνεχιστεί.
*Με πληροφορίες από εφημερίδα «Η Καθημερινή»