«Μια εβδομάδα πριν από τις Ευρωεκλογές έχοντας πλήρη επίγνωση του ρίσκου είπα την πλήρη αλήθεια στον λαό. Σήμερα όλα είπα τότε επιβεβαιώνονται. Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών άνοιξε την όρεξη να αμφισβητήσουν τις πολιτικές μας επιλογές και να φέρουν προσκόμματα στο σχέδιό μας.
Σήμερα έφτασαν στο σημείο να θέσουν ακόμα και ζήτημα απολύσεων συμβασιούχων στο δημόσιο. Είχαν να εγείρουν ζήτημα απολύσεων από το 2014, όταν υπουργός ήταν ο Μητσοτάκης.
Ο ελληνικός λαός πρέπει να γνωρίζει την αλήθεια. Ο Μητσοτάκης επιμένει να μιλά για την ανάγκη της στροφής στο δημόσιο στο 1 προς 5 ενώ εμείς έχουμε πετύχει το 1 προς 1.
Μπροστά στις κρίσιμες εθνικές εκλογές της 7ης Ιουλίου είναι κρίσιμο να γνωρίζουμε την πλήρη αλήθεια. Η χώρα βγήκε σε ξέφωτο χάρη στις θυσίες του λαού. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έχει κλείσει οριστικά ο δρόμος της επιστροφής ότι δεν υπάρχει κίνδυνος να γυρίσουμε στις μαύρες μέρες στις σκληρές πολιτικές. Ο μόνος τρόπος να κλείσει ο δρόμος αυτός είναι η επιλογής του ελληνικού λαού».
Με αφορμή τη χθεσινή έκθεση της Κομισιόν, δηλώσεις έκανε, έξω από το Μέγαρο Μαξίμου, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας.
Ένα μήνα πριν ανοίξουν οι εθνικές κάλπες και οι δανειστές έβγαλαν 18 κίτρινες κάρτες και παράλληλα έστειλαν αυστηρά μηνύματα τόσο προς την κυβέρνηση όσο και στην επόμενη κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου.
Αυτές οι κίτρινες κάρτες είναι:
Το δημοσιονομικό κόστος από τις παροχές του Αλέξη Τσίπρα που ενεργοποιήθηκαν πριν τις ευρωεκλογές (13η σύνταξη, 120 δόσεις, μείωση ΦΠΑ σε τρόφιμα, εστίαση, ενέργεια) φθάνει τα 4,4 – 5,5 δισ. ευρώ στη διετία 2019-202. Πιο συγκεκριμένα η δημοσιονομική «τρύπα» για το 2019 πρόκειται να φθάσει από 1,1% έως 1,4% του ΑΕΠ ή από 2,1 έως 2,6 δισ. ευρώ και για το 2020 από 1,2% έως 1,5% του ΑΕΠ ή από 2,3 έως 2,9 δισ. ευρώ. Η ελληνική κυβέρνηση επιμένει ότι το συνολικό κόστος των μέτρων θα είναι μόλις 2,3 δισ. ευρώ.
Ειδικά για τις ρυθμίσεις οφειλών εκτιμάται από τους θεσμούς ότι θα έχουν δημοσιονομικό κόστος 0,3%-0,6% του ΑΕΠ (570 εκατ. ευρώ – 1,14 δισ. ευρώ) φέτος και το 2020
Οι μειώσεις ΦΠΑ θα κοστίσουν στον προϋπολογισμό 0,3% του ΑΕΠ (570 εκατ. ευρώ) φέτος και 0,4% του ΑΕΠ (760 εκατ. ευρώ) το 2020.«Οι χαμηλότεροι συντελεστές ΦΠΑ για τρόφιμα, εστίαση, ηλεκτρισμό και φυσικό αέριο έρχονται σε αντίθεση με ένα σημαντικό μέτρο που υιοθετήθηκε τον Ιούλιο του 2015, ενώ αφήνουν αμετάβλητο τον πολύ υψηλό βασικό συντελεστή 24% και αυξάνουν περαιτέρω το χάσμα στον ΦΠΑ, που είναι ήδη το δεύτερο υψηλότερο στην Ε.Ε.».
Η 13η σύνταξη και οι αλλαγές στις συντάξεις χηρείας θα έχουν δημοσιονομικό κόστος 0,5% του ΑΕΠ (950 εκατ. ευρώ) ετησίως. Η 13η σύνταξη και οι αλλαγές στα κριτήρια χορήγησης των συντάξεων χηρείας αλλάζουν εν μέρει μέτρα που υιοθετήθηκαν το 2012 και το 2016 αντιστοίχως, θα αυξήσουν τη συνταξιοδοτική δαπάνη, που είναι ήδη η υψηλότερη στην Ε.Ε. ως ποσοστό του ΑΕΠ, και έρχονται σε αντίθεση με μέτρα που υιοθετήθηκαν στον προϋπολογισμό του 2019 ώστε να διατεθεί υψηλότερο μερίδιο δαπανών για κοινωνικά επιδόματα προς τους νέους και τους εργαζόμενους που αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας.
Το κόστος των παροχών του 2020, σύμφωνα με την εκτίμηση της ελληνικής πλευράς θα ανέλθει σε 1,2 δισ. ευρώ ή 0,6% του ΑΕΠ, αλλά δεν έχει γίνει οριστική αποτίμηση των μέτρων αυτών, καθώς δεν έχουν νομοθετηθεί.
Οι παροχές ενδέχεται να προκαλέσουν παρενέργειες και στη μείωση του δημοσίου χρέους. «Δεν είναι ακόμα εφικτό να ενσωματωθούν πλήρως τα πρόσφατα δημοσιονομικά μέτρα στην ανάλυση βιωσιμότητας χρέους, καθώς απαιτείται περαιτέρω ανάλυση σχετικά με την επίδρασή τους στην ανάπτυξη και χρειάζεται μεγαλύτερη σαφήνεια σχετικά με την κατεύθυνση των πολιτικών σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Ωστόσο, πολιτικές που επηρεάζουν αρνητικά το πρωτογενές πλεόνασμα και την αναπτυξιακή δυναμική θα έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην πορεία του χρέους»».
Το ελληνικό χρέος παραμένει σε πτωτική τροχιά στο βασικό σενάριο, αλλά εξακολουθεί να ξεπερνά το 100% του ΑΕΠ έως το 2048. Οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας θα κινούνται περί το 10% του ΑΕΠ έως το 2032.
Η ελληνική πρόταση για τα πλεονάσματα που προβλέπει μείωση του στόχου από το 3,5% του ΑΕΠ στο 2,5% του ΑΕΠ για την τριετία 2020-2022 και δέσμευση 5,5 δισ. ευρώ από το «μαξιλάρι» διαθεσίμων σε ειδικό λογαριασμό σαν εγγύηση για την κάλυψη της διαφοράς, θα πρέπει να περάσει από Eurogroup. «Οποιαδήποτε πρόταση τροποποιεί τη συμφωνία που επετεύχθη με τους Ευρωπαίους εταίρους τον Ιούνιο του 2018 θα πρέπει να συζητηθεί στο Eurogroup στο πλαίσιο μιας επικαιροποιημένες ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους».
Ο δημοσιονομικός κίνδυνος από τις δικαστικές αποφάσεις δεν έχει εξαλειφθεί. «Εάν υπάρξουν δικαστικές αποφάσεις που ανατρέπουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις-κλειδιά, οι οποίες είχαν συμφωνηθεί στη διάρκεια του προγράμματος, οι δημοσιονομικές επιπτώσεις τέτοιων αποφάσεων θα πρέπει να αντιμετωπιστούν σε μεγάλο βαθμό με δράσεις στον ίδιο τομέα πολιτικής».
Μηδενική πρόοδο παρουσιάζει το θέμα της εκκαθάρισης του στοκ των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου (στο τέλος Μαρτίου ήταν μειωμένα κατά 300 εκατ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 3ου Μνημονίου τον Αύγουστο, αλλά παρέμεναν στα 1,4 δισ. ευρώ, δηλαδή στα ίδια επίπεδα με τον Δεκέμβριο του 2018, υποδεικνύοντας συσσώρευση νέων υποχρεώσεων).
Δεν έχει προχωρήσει το ενδιάμεσο βήμα αναθεώρησης αντικειμενικών – εμπορικών αξιών μέχρι την πλήρη εξομοίωση το 2020.
Η στελέχωση της ΑΑΔΕ με επιπλέον προσωπικό προχωρά με αργούς ρυθμούς.
Η συλλογή των φορολογικών εσόδων είναι «ασθενέστερη» από τους στόχους.
Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά ενέργειας καθυστερούν.
Καταγράφεται υπέρβαση των προσλήψεων συμβασιούχων κατά 1.550 άτομα και ζητείται ισάριθμη μείωση προσωπικού.
Τα «κόκκινα» δάνεια παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα και ζητείται από την κυβέρνηση να εντείνει τις προσπάθειες προώθησης και έγκρισης των σχεδίων που επεξεργάστηκαν το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) και η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ).
Η ηλεκτρονική πλατφόρμα για την προστασία της α’ κατοικίας προβλέπεται να ενεργοποιηθεί έως το τέλος Ιουλίου (αντί για το τέλος Ιουνίου) και προειδοποιεί ότι η καθυστέρηση δεν πρέπει να οδηγήσει σε παράταση της ισχύος του νέου πλαισίου, που λήγει στο τέλος του έτους.
Αιχμές για «δημιουργική λογιστική» από την πλευρά της Ελλάδας αφήνουν οι θεσμοί κάνοντας λόγο για φαινόμενα συστηματικής υπερεκτίμησης των ανώτατων ορίων δαπανών τα οποία ήταν αδύνατο στη συνέχεια να υλοποιηθούν αλλά και για υποεκτέλεση των δημοσίων επενδύσεων.