Tο ράλι ακρίβειας έχει σαν αποτέλεσμα οι τιμές να έχουν ξεφύγει. Τι είπε ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Καναταλωτών, Γιώργο Λεχουρίτη
Μιλώντας στο newsbomb, ο ίδιος τόνισε ότι οι εξαγγελίες όχι απλά δεν υλοποιούνται αλλά η αισχροκέρδεια συνεχίζει… απτόητη, ενώ προέβλεψε πως η κατάσταση δεν θα αποκλιμακωθεί το 2022, όπως εξαγγέλλει η κυβέρνηση.
«Η κατάσταση έχει ξεφύγει. Οι προβλέψεις σχετικά με την ακρίβεια επιβεβαιώνεται από την κυβέρνηση και την ΕΛΣΤΑΤ. Δεν το λέει το ΙΝΚΑ, το λέει η αγορά. Η ακρίβεια κάνει αφαίμαξη του οικογενειακού υπολογισμού και δυστυχώς κανείς δεν μπορεί να βάλει φρένο», ανέφερε αρχικά ο κύριος Λεχουρίτης.
Ο πρόεδρος του ΙΝΚΑ ήταν λάβρος κατά της κυβέρνησης, τονίζοντας πως όχι μόνο δεν θα υπάρξει αποκλιμάκωση τον Απρίλιο όπως είπε ο υπουργός Ανάπτυξης, Άδωνις Γεωργιάδης, αλλά όλο το 2022 θα κυλήσει με την ακρίβεια στο ζενίθ της: «Άκουσα τον κύριο Γεωργιάδη και απόρησα. Είναι δυνατόν να λέει τέτοια πράγματα; Ζει σε μικρόκοσμο η κυβέρνηση; Η κατάσταση πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο και γίνονται δηλώσεις εκτός πραγματικότητας. Η κυβέρνηση πάει να κάνει το άσπρο… μαύρο. Η ακρίβεια θα συνεχιστεί όλο το 2022 και θα κάνω από τώρα την πρόβλεψη πως το αρνί το Πάσχα θα φτάσει 10 ευρώ το κιλό. Θα δεινοπαθήσουμε».
Για την κατάσταση στην αγορά, ο κύριος Λεχουρίτης, συνέχισε λέγοντας: «Τα 50 ευρώ είναι πλέον σαν το παλιό πεντοχίλιαρο. Πηγαίνεις στη λαϊκή και τα 15 ευρώ που έδινες, γιατί τόσο δίνει κάποιος στη λαϊκή, έχουν γίνει 20, 25 και 30 ευρώ. Μιλάμε για μια κατάσταση απερίγραπτη. Το σπανάκι έχει φτάσει 2 ευρώ ενώ πέρσι είχε 1 ευρώ. Στα σούπερ μάρκετ, γίνονται άλλα όργια στα ράφια. Γιαούρτι ετικέτας, έφτασε από τα 2,30 σε 2 μήνες στα 2,36 και σε άλλους δυο μήνες θα είναι 2,45. Οι ανατιμήσεις γίνονται σταδιακά, όχι μια και έξω, ώστε να μη φανεί στον καταναλωτή. Οι τιμές θα ανέβουν περισσότερο. Τα χειρότερα είναι καθ’οδόν!».
Όσο για το ποιες κινήσεις πρέπει να γίνουν για να «ανασάνει» η τσέπη των καταναλωτών: «Στην ενέργεια, πρέπει να ανοίξουν οι λιγνιτικές μονάδες. Το παραμύθι με την κλιματική αλλαγή και την μόλυνση, για τη χώρα μας πρέπει να σταματήσει. Οι μεγάλες χώρες ρυπαίνουν, όχι η Ελλάδα που είναι μια κουκίδα στο χάρτη. Στα καύσιμα, πρέπει να μειωθεί ο Φόρος Ειδικής Κατανάλωσης. Πρέπει να πέσει το ΦΠΑ στο ρεύμα και στο νερό στο 6%, αλλά και το ΦΠΑ σε συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων. Είναι δυνατόν να έχει 24% ΦΠΑ το ουίσκι και τα χαρτικά; Τον ΦΠΑ τον πληρώνει ο καταναλωτής, όχι ο επαγγελματίας. Η δήλωση του κυρίου Γεωργιάδη πως κάποιοι δεν πήραν επιστρεπτέα προκαταβολή επειδή πήραν μείωση του ΦΠΑ από 24% σε 13% είναι ανεπίτρεπτη. Δεν είναι του επαγγελματία το ΦΠΑ. Ο καταναλωτής το χρεώνεται».
Η ακρίβεια εξαφανίζει τους μισθούς – Άνω του 7% η απώλεια αγοραστικής δύναμης
Παράλληλα, η ασταμάτητη ακρίβεια και ειδικά οι αυξήσεις σε καύσιμα και τρόφιμα ροκανίζουν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, με τις παρεμβάσεις της κυβέρνησης να μην είναι ικανές να ανακουφίσουν αποτελεσματικά τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, καθώς διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα οι έμμεσοι φόροι.
Το Δεκέμβριο η απώλεια αγοραστικής δύναμης του μέσου μηνιαίου ατομικού διαθέσιμου εισοδήματος άγγιζε το 7% σε ετήσια βάση. Ταυτόχρονα, η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού έφτασε στο 10,4%, ενώ του μέσου μισθού των μισθωτών μερικής απασχόλησης στο 13,7%. Τον Ιανουάριο 2022 η απώλεια αγοραστικής δύναμης διευρύνθηκε.
Η οριζόντια συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων καθιστά αναγκαίο να γίνουν άμεσα παρεμβάσεις είτε μέσω της αύξησης στους ονομαστικούς μισθούς του συνόλου των μισθωτών μερικής και πλήρους απασχόλησης, είτε μέσω της μείωσης της φορολογίας, καθώς οι επιδοτήσεις άνω του 1,7 δισ. ευρώ που έχει δώσει η κυβέρνηση έχουν αποδειχθεί ανεπαρκείς.
Όπως αποτυπώνεται στην έρευνα καταναλωτών του ΙΕΛΚΑ που δημοσιεύθηκε χθες , η πλειοψηφία των καταναλωτών σε ποσοστό 53% αποδίδει τις ανατιμήσεις στις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών, ακολουθεί η πανδημία COVID-19 με ποσοστό 32%, τα κόστη της βιομηχανικής παραγωγής με 28%, η φορολογία ΦΠΑ με 27% και τα κόστη λιανικής διάθεσης με 22%.
Είναι λοιπόν εμφανές ότι από τους παράγοντες που επιδρούν στις τιμές και δεν έχουν παροδικό χαρακτήρα, οι πολίτες θεωρούν τους φόρους ως το μεγαλύτερο βάρος.
ΟΙ ΑΝΑΤΙΜΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΔΩΔΕΚΑΜΗΝΟΥ ΑΝΑ ΠΡΟΙΟΝ
Προϊόν | Ετήσια Αύξηση% |
Φυσικό αέριο | 135,7% |
Ηλεκτρισμός | 45% |
Πετρέλαιο θέρμανσης | 34,1% |
Καύσιμα και λιπαντικά | 21,7% |
Αρνί και κατσίκι | 19,7% |
Μεταφορά επιβατών με αεροπλάνο | 19,6% |
Άλλα βρώσιμα έλαια | 17,1% |
Ελαιόλαδο | 17% |
Πατάτες | 14,2% |
Αυτοκίνητα μεταχειρισμένα | 11,5% |
Υαλικά-επιτραπέζια σκεύη και σκεύη οικιακής χρήσης | 7,8% |
Αυτοκίνητα καινούργια | 7,7% |
Ζυμαρικά | 7,6% |
Ξενοδοχεία-μοτέλ-πανδοχεία | 7,3% |
Ψάρια νωπά | 6,7% |
Παρασκευάσματα με βάση το κρέας | 6,6% |
Πουλερικά | 6,6% |
Οικιακές υπηρεσίες | 5,7% |
Λαχανικά νωπά | 5,5% |
Τυριά | 5,5% |
Φρούτα νωπά | 5,5% |
Ψωμί | 4,9% |
Μοσχάρι | 4,2% |
Σοκολάτες-προϊόντα σοκολάτας | 4% |
Έπιπλα και διακοσμητικά είδη | 3,8% |
Καφές | 3,4% |
Λοιπά τρόφιμα | 3,4% |
Ένδυση και υπόδηση | 3% |
Αλλά οι πληθωριστικές πιέσεις δεν σταματούν εδώ. Σημαντική πληροφόρηση για την εξέλιξη των τιμών το επόμενο χρονικό διάστημα παρέχουν τα αποτελέσματα των μηνιαίων ερευνών οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ, τα οποία συνιστούν πρόδρομες ενδείξεις για την εξέλιξή τους από την πλευρά της προσφοράς.
Οι τάσεις στις προβλέψεις μεταβολών των τιμών ήταν μόνο ανοδικές κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2021 έναντι του τρίτου τριμήνου του τρέχοντος έτους, με το σχετικό ισοζύγιο να αυξάνεται αισθητά στο λιανικό εμπόριο και ηπιότερα στην βιομηχανία, στις ιδιωτικές κατασκευές και στις υπηρεσίες.
Στη βιομηχανία, οι προβλέψεις της πορείας των τιμών το τέταρτο τρίμηνο του έτους διαμορφώθηκαν σε αισθητά υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο. Από τις επιχειρήσεις του τομέα, το 45% αναμένει άνοδο τιμών βραχυπρόθεσμα.
Στο λιανικό εμπόριο, από τις επιχειρήσεις του τομέα, καμμιά πλέον δεν αναμένει πτώση τιμών βραχυπρόθεσμα, ενώ ενισχύεται αισθητά στο 60% το ποσοστό όσων προβλέπουν άνοδό τους.
Στον τομέα των ιδιωτικών κατασκευών, το 24% των επιχειρήσεων του τομέα προβλέπει υποχώρηση των τιμών του κλάδου βραχυπρόθεσμα, ενώ το ποσοστό εκείνων που αναμένουν άνοδο κυμαίνεται στο 35%.