Στην παρούσα έρευνα καταγράφονται οι επιπτώσεις της ακρίβειας στο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και, ειδικότερα, στη μείωση της κατανάλωσης βασικών ειδών διατροφής.
Την ανάγκη να υλοποιηθεί άμεσα ένα μείγμα παρεμβάσεων, έτσι ώστε να προστατευτεί στον μέγιστο δυνατό βαθμό το βιοτικό επίπεδο μισθωτών και κυρίως των χαμηλότερα αμειβόμενων, τονίζουν η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ) και το Ινστιτούτο Εργασίας, καθώς, σύμφωνα με σχετική έρευνα, το 59% των εργαζομένων δηλώνει ότι η άνοδος των τιμών τους έχει οδηγήσει σε μείωση της κατανάλωσης βασικών ειδών διατροφής και το 74% των εργαζομένων επισημαίνει ότι η άνοδος των τιμών τους έχει οδηγήσει σε περιορισμό των δαπανών για θέρμανση.
Συγκεκριμένα, σήμερα, η ΓΣΕΕ και το Ινστιτούτο Εργασίας δίνουν στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα ειδικής θεματικής έρευνας κοινής γνώμης, που υλοποιείται σε συνεργασία με την εταιρεία Alco και απευθύνεται σε εργαζόμενους ιδιωτικού τομέα για την καταγραφή-μέτρηση και τη συγκριτική αποτίμηση δεικτών κλίματος αναφορικά με την εξέλιξη των αμοιβών, την ασφάλεια της θέσης εργασίας τους και τον χρόνο εργασίας.
Επιπλέον, στην παρούσα έρευνα καταγράφονται οι επιπτώσεις της ακρίβειας στο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και, ειδικότερα, στη μείωση της κατανάλωσης βασικών ειδών διατροφής, στον περιορισμό των δαπανών τους για θέρμανση, καθώς και στις δαπάνες ψυχαγωγίας.
Τέλος, αποτυπώνονται οι απόψεις τους σχετικά με το ύψος του κατώτατου μισθού, καθώς και τους τρόπους αντιμετώπισης της προστασίας του βιοτικού επιπέδου τους.
Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την έρευνα:
«Το 59% των εργαζομένων δηλώνει ότι η άνοδος των τιμών τους έχει οδηγήσει σε μείωση της κατανάλωσης βασικών ειδών διατροφής. “Πολύ” απαντά το 26% και “Αρκετά” το 33%. Αντίστοιχα, το 32% στην αντίστοιχη ερώτηση δηλώνει “Λίγο” και το 9% “Καθόλου”.
Το 74% των εργαζομένων δηλώνει ότι η άνοδος των τιμών τους έχει οδηγήσει σε περιορισμό των δαπανών για θέρμανση. “Πολύ” απαντά το 33% και “Αρκετά” το 41%. Αντίστοιχα, το 16% στην αντίστοιχη ερώτηση δηλώνει
“Λίγο” και το 10% “Καθόλου”.
Το 80% των εργαζομένων δηλώνει ότι η άνοδος των τιμών τους έχει οδηγήσει σε περιορισμό των δαπανών για ψυχαγωγία. “Πολύ” απαντά το 48% και “Αρκετά” το 32%. Αντίστοιχα, το 14% στην αντίστοιχη ερώτηση δηλώνει “Λίγο” και το 6% “Καθόλου”.
Το 85% των εργαζομένων συμφωνεί με την πρόταση της ΓΣΕΕ να επανέλθει άμεσα το ύψος του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ και, στη συνέχεια, να γίνει διαπραγμάτευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, ενώ το 10% δηλώνει ότι διαφωνεί.
Το 54% των εργαζομένων πιστεύει ότι ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να διαμορφώνεται, μετά από συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ οργανώσεων εργοδοτών και της ΓΣΕΕ, ενώ το 42% δηλώνει ότι θα πρέπει να είναι απόφαση της κυβέρνησης.
Ως το αποτελεσματικότερο μέσο για την προστασία του βιοτικού τους επιπέδου από τις ανατιμήσεις, το 49% επιλέγει τη μείωση των ειδικών φόρων και φόρων κατανάλωσης, το 43% την αύξηση του κατώτατου μισθού, ενώ το 3% επιλέγει τη λύση των επιδομάτων.
Από τα υπόλοιπα ευρήματα της έρευνας πολύ σημαντική είναι η διαφοροποίηση του δείκτη αισιοδοξίας (η ερώτηση που διατυπώνεται είναι “είστε ή όχι αισιόδοξοι για την πορεία της χώρας στους μήνες που έρχονται;”), όπου το 61% των εργαζομένων ιδιωτικού τομέα δηλώνουν απαισιόδοξοι και το 30% αισιόδοξοι. Επισημαίνεται ότι ο δείκτης αισιοδοξίας βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο του από τον Σεπτέμβριο του 2019.
Τέλος, σε σχέση με τον δείκτη ασφάλειας της απασχόλησης, το 60% δηλώνει σίγουρο ότι θα διατηρήσει τη θέση εργασίας του και το 35% δηλώνει όχι».
Σύμφωνα με τη Συνομοσπονδία, «είναι αναγκαίο να υλοποιηθεί άμεσα ένα μείγμα παρεμβάσεων, έτσι ώστε να προστατευτεί στον μέγιστο δυνατό βαθμό το βιοτικό επίπεδο μισθωτών και κυρίως των χαμηλότερα αμειβόμενων. Η ελληνική οικονομία και κοινωνία, μετά την πολυετή λιτότητα, βρίσκεται μπροστά σε ένα νέο κύμα ακρίβειας και ανατιμήσεων σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες και στασιμότητας των εισοδημάτων, που απειλεί την αγοραστική δύναμη πολλών νοικοκυριών και κοινωνικών ομάδων. Η διάρκεια δε της ακρίβειας και μη αντιστάθμισή της με αποτελεσματικές παρεμβάσεις και μέτρα προστασίας του διαθέσιμου εισοδήματος θα οδηγήσουν σε συρρίκνωση της εγχώριας ζήτησης, ενώ θα αυξήσει την πιθανότητα εκδήλωσης φαινομένων στασιμοπληθωρισμού».
Για τους λόγους αυτούς, όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, η ΓΣΕΕ προτείνει τις εξής εισοδηματικές και δημοσιονομικές παρεμβάσεις:
«Άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ ανά μήνα.
Στη συνέχεια, προσαρμογή του κατώτατου μισθού στο επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης (60% του διάμεσου μισθού πλήρους απασχόλησης) και συζήτηση με τους εργοδοτικούς φορείς για τον καθορισμό χρονοδιαγράμματος, μέσω της επαναφοράς του προσδιορισμού του στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.
Σημαντική αύξηση του ποσοστού κάλυψης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, με στόχο το 70% των μισθωτών και θωράκισή τους με παράταση της ισχύος όλων των όρων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, μέχρι την ολοκλήρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την υπογραφή νέων.
Μείωση ειδικών φόρων κατανάλωσης στην ενέργεια και τα βασικά είδη διατροφής.
Εισαγωγή φόρου επί των έκτακτων κερδών των εταιρειών παροχής ενέργειας και διάθεση του ποσού για τη στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.
Να οριστεί μια περίοδος χάριτος αποπληρωμής λογαριασμών ενέργειας για τα φτωχότερα νοικοκυριά».