Η κυβέρνηση έχει προχωρήσει στην αναστολή μέχρι και το 2024 – Η αναστολή του ΦΠΑ στην οικοδομή, απόφαση που ελήφθη από την κυβέρνηση το 2019, ώθησε τις αγοραπωλησίες ακινήτων αλλά και την κατασκευή καινούργιων.

Αναλυτικότερα, με αίτηση του κατασκευαστή οικοδομών αναστέλλεται μέχρι το τέλος του 2024 η εφαρμογή του ΦΠΑ στα ακίνητα και .

Η αναστολή αφορά το σύνολο των αδιάθετων ακινήτων του κατασκευαστή.

Παράλληλα, αναστολές που χορηγήθηκαν με ισχύ έως τις 31 Δεκεμβρίου 2022, παρατείνονται έως τις 31 Δεκεμβρίου 2024. Με τα τωρινά δεδομένα, από το 2025 η κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να μειώσει τον ΦΠΑ στα ακίνητα από το 24% στο 13% ακόμα και να τον μηδενίσει.

Η οικοδομή, κόντρα στο τσουνάμι της πανδημίας κρατήθηκε «ζωντανή» λόγω της αναστολής του ΦΠΑ όπως λένε οι ειδικοί της αγοράς.

Οι άνθρωποι της κτηματαγοράς προβλέπουν αύξηση στην έκδοση νέων ιδιωτικών οικοδομικών αδειών και όπως λένε η αναστολή του ΦΠΑ 24% στις νέες οικοδομές, αποτελεί πολύ βασικό σύμμαχο και κίνητρο για τον εκάστοτε κατασκευαστή – επενδυτή που επιθυμεί να επενδύσει στην ελληνική κτηματαγορά.

Ας δούμε ένα παράδειγμα:

Για ένα διαμέρισμα αξίας 200.000 ευρώ:

Το κόστος για τον αγοραστή πριν από την αναστολή του ΦΠΑ έφτανε στα 248.000 ευρώ (φόρος μεταβίβασης και ΦΠΑ).

Με το ειδικό καθεστώς στην αξία του διαμερίσματος θα προστεθεί μόνο ο φόρος μεταβίβασης 3% και η τελική αξία του θα διαμορφωθεί στα 206.000 ευρώ.

Ετσι, η τελική τιμή του ακινήτου είναι μειωμένη κατά 42.000 ευρώ ή κατά 17%.

Ο ΦΠΑ δεν επιβαρύνει τις μεταβιβάσεις α’ κατοικίας, οπότε η ρύθμιση αυτή δεν αφορά αυτές τις μεταβιβάσεις.

Το καθεστώς είναι προαιρετικό και αφορά οικοδομικές άδειες που έχουν εκδοθεί από το 2006 και μετά. Το δημοσιονομικό κόστος από τη νέα αυτή παράταση ανέρχεται σε 18 εκατ. ευρώ.

Σημειώνεται ότι από τον Ιανουάριο του 2025 ο ΦΠΑ στα νεόδμητα μπορεί να περιορισθεί είτε στο 13% είτε η χώρα να ζητήσει να ενταχθεί στις παρεκκλίσεις για τα ακίνητα ακολουθώντας το παράδειγμα του Λουξεμβούργου που έχει μηδενικό συντελεστή.

Ο φόρος υπεραξίας στα ακίνητα

Η αναστολή της επιβολής του φόρου υπεραξίας 15% στις αγοραπωλησίες ακινήτων για δύο ακόμα έτη, έως και το 2024, δίνει ανάσα στους ιδιοκτήτες και στην αγορά ακινήτων γενικότερα.

Πρόκειται για έναν φόρο ο οποίος επιβαρύνει τους πωλητές των ακινήτων. Το συγκεκριμένο μέτρο, αν και νομοθετήθηκε το 2013, την περίοδο των Μνημονίων, δεν εφαρμόστηκε ποτέ καθώς από την αρχή εντοπίστηκαν δυσκολίες στην εφαρμογή του, οι οποίες θα προκαλούσαν περισσότερα προβλήματα και στρεβλώσεις στην αγορά ακινήτων από τα έσοδα που θα έφερνε στα κρατικά ταμεία.

Ο φόρος υπεραξίας προκύπτει από την πώληση ακινήτου σε τιμή ανώτερη της τιμής κτήσης και επιβάλλεται στον πωλητή του ακινήτου. Η υπεραξία επί της οποίας υπολογίζεται ο φόρος προσδιορίζεται με βάση συντελεστές απομείωσης ανάλογα με τα έτη διακράτησης του ακινήτου από τον φορολογούμενο.

Για παράδειγμα, για ένα διαμέρισμα που αγοράστηκε το 2014 με δηλωθέν τίμημα 80.000 ευρώ το οποίο πωλείται σήμερα σε τιμή 130.000 ευρώ, ο φόρος υπεραξίας ανέρχεται σε 2.707 ευρώ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025