Συναδέλφισσες, -οι.
Δεν μας διαφεύγει ότι η πολιτική του υπουργείου παιδείας με την περσινή εμπειρία των σχεδόν μηδενικών διορισμών δεν έχει προσδιορίσει αν θα κάνει πραγματικά μεταθέσεις φέτος, ούτε βέβαια σε τι είδους οργανικές θα πραγματοποιηθούν οι εν λόγω μεταθέσεις. Με την εφαρμογή του νέου ολοήμερου σχολείου και του νέου ολοήμερου νηπιαγωγείου έχουν εξαφανιστεί χιλιάδες θέσεις εργασίας και έχουν δημιουργηθεί τεχνητά πλεονάσματα σε εκπαιδευτικούς.
Η άμεση συνέπεια ήταν η αδυναμία των συναδέλφων να μετατεθούν στις περιοχές που επιθυμούν και μάλιστα σε μια περίοδο κρίσης και αφαίμαξης του εισοδήματος των εκπαιδευτικών. Ταυτόχρονα, διαρκώς δημιουργούνται λειτουργικές υπεραριθμίες, ενώ είναι κοινό μυστικό ότι προοπτικά θα οδηγηθούμε σε μαζικές καταργήσεις οργανικών θέσεων, προκειμένου να υπάρξει η “αναγκαία” αντιστοιχία μεταξύ των οργανικών θέσεων και της νέας μνημονιακής λειτουργίας των σχολείων. Αν λάβουμε υπόψη μας και τις επιλογές του ΟΟΣΑ για την αυτονομία των σχολικών μονάδων, γίνεται σαφές ότι το κάθε σχολείο θα επιλέγει τους εκπαιδευτικούς.
Αυτή είναι η πραγματικότητα στο πεδίο των τοποθετήσεων των εκπαιδευτικών, η οποία δεν επιλύεται με καμιά αναμοριοδότηση των σχολικών μονάδων. Ένας μεγάλος αριθμός συναδέλφων ουσιαστικά τίθεται στη διάθεση της διοίκησης, χωρίς ουσιαστική οργανική τοποθέτηση και μπορεί να μετακινηθεί σε ένα ολόκληρο ΠΥΣΠΕ ή Περιφέρεια, καλύπτοντας τα λειτουργικά κενά με βάση τις ανάγκες του υπουργείου, χωρίς καμιά μέριμνα για τα εργασιακά δικαιώματα των συναδέλφων και τον σχετικό προγραμματισμό που έχει κάνει ο κάθε εκπαιδευτικός.
Τέλος, σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα με μηδενικούς διορισμούς την τελευταία επταετία και με μαζική αξιοποίηση της μόνιμης ευέλικτης απασχόλησης των αναπληρωτών, είναι σαφές ότι τα αποτελέσματα της όποιας διαδικασίας αναμοριοδότησης παραπέμπει σε μια προηγούμενη περίοδο υπηρεσιακής ομαλότητας που έχει ήδη υπονομευθεί από την πολιτική της λιτότητας, των περικοπών και της μονιμοποίησης της μνημονιακής διαχείρισης.
Με την έκδοση του Π.Δ 111/2016 για τις μεταθέσεις και τοποθετήσεις εκπαιδευτικών, το υπουργείο ζητά από όλα τα υπηρεσιακά συμβούλια να κάνουν προτάσεις για την αναμοριοδότηση των σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Η μοριοδότηση σχολικών μονάδων αποτελεί εξαιρετικά σημαντική διαδικασία, αφού αφορά υπηρεσιακές μεταβολές (μεταθέσεις), οι οποίες επηρεάζουν τη ζωή των συναδέλφων. Η εμπειρία από το παρελθόν απέδειξε ότι η διαδικασία προτάσεων μοριοδότησης σε επίπεδο ΠΥΣΠΕ, μεγάλωσε το πρόβλημα αντί να το λύσει, αφού ή εκτίμηση γινόταν σε τοπικό επίπεδο και παρέβλεπε το πανελλαδικό. Έτσι είχαμε φαινόμενα περιοχές ίδιων συνθηκών να μοριοδοτούνται με διαφορετικό τρόπο. Ένα άλλο ζήτημα δημιουργεί η απόκλιση της αριθμητικής κλίμακας των μορίων, που δημιουργεί μεγάλες ανισότητες ανάμεσα σε συναδέλφους, αφού συνάδελφοι με πολλά χρόνια υπηρεσίας μπορεί να έχουν τα ίδια μόρια με κάποιους συναδέλφους με λιγότερα χρόνια, ανάλογα με το που υπηρετούν. Οι στρεβλώσεις είναι πάρα πολλές και απαιτούν:
- Ενιαίο κεντρικό σχεδιασμό μοριοδότησης.
- Θέσπιση ενιαίων κριτηρίων (πχ. νησιωτικές περιοχές, υψόμετρο, πληθυσμιακά κριτήρια, συνθήκες μετακίνησης ) πανελλαδικά
- Τεχνική επεξεργασία από το υπουργείο.
- Έλεγχος τελικός από τα συνδικάτα.
- Κοινή συνδιαμόρφωση με την ΟΛΜΕ, όπου είναι δυνατό, αφού οι μονάδες της Α/θμιας βρίσκονται περισσότερο διασκορπισμένες.
Στην κατεύθυνση αυτή:
Καλούμε τη ΔΟΕ και την ΟΛΜΕ να συνδιαμορφώσουν ενιαίο σύστημα κριτηρίων για να βοηθήσουν τους συλλόγους και τις ΕΛΜΕ να καταλήξουν σε πρόταση.
Καλούμε το υπουργείο να παρατείνει τη διαδικασία, αφού η προσαρμογή αφορά μελλοντική εφαρμογή.