Τη μερική προληπτική νομοθέτηση των μέτρων, που ζητά το ΔΝΤ, εξετάζει η ελληνική κυβέρνηση, οπισθοχωρώντας και αποδεχόμενη τα αιτήματα των θεσμών, προκειμένου τα κλιμάκια των ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ και ESM να δεχθούν να εμφανιστούν και πάλι στην Αθήνα.
Ανώτερο στέλεχος του οικονομικού επιτελείου δήλωσε «Βήμα» ότι μετά την αποστολή της λεπτομερούς πρότασης του υπουργού Οικονομικών, στο τελευταίο Eurogroup η ελληνική κυβέρνηση συνάντησε τη μεγάλη διαφωνία όλων των θεσμών, όχι επί της ουσίας αλλά επειδή ήθελαν τη συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα. Έτσι, η υπόθεση κόλλησε στην απαίτηση του ΔΝΤ για προληπτική νομοθέτηση μέτρων που θα ισχύουν από το 2019.
«Προβληματιστήκαμε αν μπορούμε να πάμε σε προληπτική νομοθέτηση τμήματος των μέτρων. Εδώ υπάρχουν δύο βασικά ερωτήματα: πρώτον, αν μπορεί να δεχθεί η Βουλή την προληπτική νομοθέτηση και, δεύτερον, αν μια τέτοια μερική προληπτική νομοθέτηση θα ξεκλειδώσει το ΔΝΤ. Το δεύτερο δεν έχει απάντηση, γιατί είναι πολύ δυσμενής η έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και το Ταμείο απαιτεί μεγαλύτερη αναδιάρθρωση χρέους από τους Ευρωπαίους», ανέφερε το στέλεχος του οικονομικού επιτελείου.
Κατά τον ίδιο εάν το Ταμείο δεν κάνει μια μεγάλη τούμπα και δεν δεχθεί τη μερική προληπτική νομοθέτηση τότε θα πάμε σε καινούργια εποχή, χωρίς το Ταμείο, το οποίο θα υποκατασταθεί από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM).
«Αυτό όμως απαιτεί νομοθέτηση από τα κοινοβούλια και έτσι χάνουμε χρόνο» προσθέτει το στέλεχος, εκτιμώντας ότι αυτό δεν εξυπηρετεί χρονικά την ανάγκη επιστροφής στις αγορές πριν λήξει το πρόγραμμα.
Κατά το ίδιο στέλεχος, το κόστος αν δεν κλείσει η αξιολόγηση είναι προφανές. «Αν ολοκληρωθεί, θα κερδιθεί το 2017, θα μπούμε στην ποσοτική χαλάρωση και θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για να συνεχίσουμε σε πορεία ανάπτυξης. Η σχέση κόστους – οφέλους είναι συντριπτική, η συζήτηση είναι δύσκολη βέβαια, αλλά η ρήξη δεν υπάρχει ως λύση για εμάς», ανέφερε.
«Η παρούσα κατάσταση δεν έχει καμία σχέση με το 2015», κατέληξε και αναμένει ότι τη Δευτέρα, μετά τη συνεδρίαση του Εκτελεστικού Συμβουλίου του ΔΝΤ, θα υπάρξουν «οι προϋποθέσεις για την επανεκκίνηση της διαδικασίας».