Τον δρόμο της ψήφισης μέτρων που δεν εξαντλούνται στο δημοσιονομικό πεδίο έδειξαν χθες στην Ελλάδα ΔΝΤ και Eurogroup αφήνοντας άλλη μια φορά στο αέρα τη δεύτερη αξιολόγηση και απειλώντας εμμέσως την κυβέρνηση με επανάληψη του 2015 στον ίδιο χρόνο και με τα ίδια αδιέξοδα.

Η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στο κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, η αλλοπρόσαλλη στρατηγική απέναντι στο ΔΝΤ και ο εκλογικός κύκλος στον οποίο εισέρχονται σε λίγες μέρες πρώτη η Ολλανδία και στη συνέχεια η Γαλλία και η Γερμανία καθιστά πλέον τα περιθώρια ελιγμών για μια ευνοϊκότερη λύση ανύπαρκτα.

Πλέον η κυβέρνηση μπορεί να ελπίζει ότι θα έχει πρόγραμμα και μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος αν δεχθεί να φέρει ένα ακόμη βαρύ πακέτο μέτρων με κυρίαρχα τη μείωση του αφορολογήτου και των υφιστάμενων συντάξεων. Το πακέτο αυτό με βάση τις εκτιμήσεις του οικονομικού επιτελείου θα φτάνει τα 4,5 δισ. ευρώ αλλά δεν θα εξαντλείται στη δημοσιονομική διαχείριση.

Θα επεκτείνεται και στα εργασιακά, τη λειτουργία του Δημοσίου αλλά και τις αλλαγές που θα πρέπει να γίνουν σε προϊόντα και υπηρεσίες που θα περιλαμβάνονται κατ’ αρχήν στην αξιολόγηση του άρθρου IV που θα συζητηθεί μαζί με το άδοξο τέλος του δεύτερου μνημονίου με την Ελλάδα στο ΔΣ του οργανισμού στις 6 Φεβρουαρίου. Στη συνέχεια όμως θα ενταχθούν και με το μνημόνιο που θα πρέπει να συνυπογράψει με την Ελλάδα πριν ξεκινήσει το τρίτο πρόγραμμα του Ταμείου με τη χώρα μας.

Χθες το Ταμείο προχώρησε σε μια επίδειξη δύναμης διαρρέοντας τα στοιχεία της έκθεσης για τη βιωσιμότητα του χρέους που περιλαμβάνονται στο αξιολόγηση του άρθρου IV . Το Ταμείο διαπίστωνε για άλλη μια φορά ότι το ελληνικό χρέος είναι εξαιρετικά μη βιώσιμο και χρειάζεται ρύθμιση.

Εκτιμήσεις

Η ανάλυση του ΔΝΤ βασίζεται σε χαμηλότερες εκτιμήσεις για την ανάπτυξη στην Ελλάδα, που υπολογίζει ότι θα είναι κατά μισή μονάδα του ΑΕΠ χαμηλότερα από τις εκτιμήσεις των ευρωπαϊκών θεσμών, και το πρωτογενές πλεόνασμα, που προβλέπει στο 1,5% του ΑΕΠ για το 2018 και μετά. Οπως γράφει χαρακτηριστικά η έκθεση, «οι αισιόδοξες προβλέψεις για την ανάπτυξη και τα πρωτογενή πλεονάσματα προτείνονται (από τους Ευρωπαίους) αντί της περαιτέρω ελάφρυνσης του χρέους».

Το Ταμείο τονίζει την ανάγκη σημαντικά μεγαλύτερης ελάφρυνσης του χρέους, με επέκταση της περιόδου χάριτος και αναβολές καταβολής τόκων έως το 2040, επέκταση των ωριμάνσεων των ευρωπαϊκών δανείων έως το 2070 και τη μείωση των επιτοκίων των δανείων του EFSF και του ESM σε επίπεδα χαμηλότερα του 1,5% για μία περίοδο 30 ετών. Αυτή η λύση υπολογίζεται ότι θα διατηρήσει τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες εντός του εύρους του 15-20% του ΑΕΠ που θεωρείται βιώσιμο.