Νέα δεδομένα δημιουργεί για χιλιάδες ελεύθερους επαγγελματίες ή κατ’ ουσίαν μισθωτούς που αμείβονται όμως με Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών (ΔΠΥ), εργάζονται δηλαδή ως ελεύθεροι επαγγελματίες, η εγκύκλιος του υπουργείου Εργασίας για τις εισφορές.

Πρακτικά επισημοποιεί ότι όσοι είναι νέοι ασφαλισμένοι (ασφαλίστηκαν για πρώτη φορά μετά το 1992) και διατηρούν παράλληλα ΔΠΥ καλούνται να πληρώσουν διπλές εισφορές.

Η εγκύκλιος αφορά τις εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών που αμείβονται με δελτίο (ΔΠΥ) από έναν ή το πολύ δύο εργοδότες, και για τους οποίους ο νόμος Κατρούγκαλου προβλέπει τον επιμερισμό των εισφορών κατά 13,33% στον εργοδότη και 6,67% στον εργαζόμενο (σύνολο 20% για κύρια ασφάλιση).

Ταυτόχρονα εισάγεται μια πολυδαίδαλη και γραφειοκρατική διαδικασία για ελεύθερους επαγγελματίες που έχουν έως δύο εργοδότες καθώς οι τελευταίοι καλούνται ακόμη και να καταγγείλουν τον εργοδότη τους.

Η εγκύκλιος βάζει δύο προϋποθέσεις προκειμένου ο ασφαλισμένος – ελεύθερος επαγγελματίας να διεκδικήσει τον επιμερισμό των εισφορών με τον εργοδότη: το εισόδημά του να προέρχεται α) από την απασχόληση σε ένα ή και δύο πρόσωπα (φυσικά και νομικά) και β) από διαρκή και όχι ευκαιριακή επαγγελματική δραστηριότητα, χωρίς να διευκρινίζεται πως γίνεται η διάκριση.

Παράλληλα, ξεκαθαρίζει ότι για τους ελεύθερους επαγγελματίες που υπογράφουν ετήσια σύμβαση και εντάσσονται στη ρύθμιση για να ασφαλιστούν ως μισθωτοί, ισχύει το ετήσιο ανώτατο όριο των 70.320 ευρώ. Δηλαδή οι εισφορές υπολογίζονται στο συνολικό ποσό του ΔΠΥ ακόμα και αν αυτό υπερβαίνει ανά μήνα το ποσό των 5.860,8 ευρώ, υπό την προϋπόθεση πως δεν γίνεται υπέρβαση του ανωτάτου ετησίου ορίου.

Αντίθετα αν η σύμβαση είναι μικρότερη του έτους, το σύστημα χρησιμοποιεί το μηνιαίο ανώτατο πλαφόν ήτοι τα 5.860,80 ευρώ επί του οποίου υπολογίζονται οι εισφορές. Στην περίπτωση δε που ο «μισθωτός» εισπράττει από τον 1 ή τους 2 εργοδότες λιγότερα από 586 ευρώ το μήνα αθροιστικά, τότε οι εισφορές θα πληρωθούν από εργοδότη και εργαζόμενο στο πραγματικό εισόδημα και στο τέλος του έτους, ο εργαζόμενος θα πληρώσει μόνος του ολόκληρη την εισφορά για το ποσό που υπολείπεται ώστε να συμπληρωθεί το κατώτατο όριο εισοδήματος των 586 ευρώ.

Δεν προβλέπεται η πλατφόρμα

Παρά τις εξαγγελίες των στελεχών του υπουργείου Εργασίας, στην εγκύκλιο δεν προβλέπεται η δημιουργία ηλεκτρονικής πλατφόρμας στην οποία θα πρέπει να αναγγέλλονται οι συγκεκριμένες συμβάσεις. Αντίθετα, ορίζει μια γραφειοκρατική διαδικασία με το βάρος της απόδειξης για την συγκεκριμένη σχέση εργασίας να πέφτει εξολοκλήρου στον εργαζόμενο.

Συγκεκριμένα, ο ασφαλισμένος «που απαιτεί την ένταξή του στο καθεστώς επιμερισμού των εισφορών με τον εργοδότη του», θα πρέπει να το αναγράφει στο δελτίο του. Αντίστοιχα, ο εργοδότης θα πρέπει να υποβάλλει Αναλυτική Περιοδική Δήλωση με την πλήρη καταγραφή των εισφορών που αντιστοιχούν σε αυτόν και τον εργαζόμενο. Αν δεν το κάνει, ο ασφαλισμένος θα πρέπει να υποβάλει υπεύθυνη δήλωση στον ΕΦΚΑ, δηλώνοντας το ΑΦΜ του εργοδότη και όποια άλλα στοιχεία αποδεικνύουν ότι θα έπρεπε να υπαχθεί στο συγκεκριμένο καθεστώς ασφάλισης.

Στη συνέχεια, ο εργοδότης, αν εξακολουθήσει να αρνείται την καταβολή εισφορών, θα πρέπει να υποβάλει ένσταση και τελικά ο ΕΦΚΑ θα κρίνει ποιος έχει δίκιο. Στο μεσοδιάστημα, ο εργαζόμενος θα καταβάλλει το σύνολο των εισφορών και η εκκαθάριση – επιμερισμός θα γίνεται στο τέλος κάθε χρόνου.

Κατά τα λοιπά, η εγκύκλιος διευκρινίζει ότι αν εντός του έτους ο εργαζόμενος βρει και άλλους εργοδότες ή χάσει κι αυτούς που είχε για το εναπομείναν διάστημα, θα καταβάλει εισφορές ως ελεύθερος επαγγελματίας (με το εισόδημα του 2015) και η εκκαθάριση θα γίνει και πάλι στο τέλος της χρονιάς.

Επίσης, ξεκαθαρίζεται ότι ο επιμερισμός της εισφοράς δεν αφορά τους μισθωτούς με παράλληλη απασχόληση ως ελεύθεροι επαγγελματίες.

Τέλος, ορίζει – χωρίς να υπάρχει σχετική διάταξη στο νόμο Κατρούγκαλου – ότι σε περίπτωση που κάποιος μισθωτός αμείβεται για επιπλέον εργασία, από την ίδια επιχείρηση, με ΔΠΥ, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει εργοδοτική εισφορά για το σύνολο των αμοιβών.

Παραδείγματα

Φως στις νέες γκρίζες ζώνες που δημιουργεί η εγκύκλιος επιδιώκουν να ρίξουν τα παραδείγματα μέσω των οποίων φαίνεται πότε κάποιος εργαζόμενος – ελεύθερος επαγγελματίας ασφαλίζεται ως μισθωτός γιατί έχει διαρκή σχέση εργασίας με έως 2 εργοδότες οι οποίοι καλούνται να πληρώσουν εργοδοτική εισφορά (παρ. 9 του άρθρου 39), πότε ασφαλίζεται μόνο ως ελεύθερος επαγγελματίες και πληρώνει το σύνολο των εισφορών από μόνος του (άρθρο 39) και πότε ασφαλίζεται ως μισθωτός με επιμερισμό εισφορών μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου (άρθρο 38).

Μηχανικός παρέχει υπηρεσίες σε μία τεχνική εταιρία και σε μία τράπεζα για διάστημα 10 μηνών κι εκδίδει δελτίο παροχής υπηρεσιών (ΔΠΥ), 20.000 και 10.000 ευρώ αντίστοιχα. Εφόσον αυτές δεν είναι ευκαιριακής μορφής (απαιτούν διαρκή απασχόληση), ο μηχανικός υπάγεται στη διάταξη που προβλέπει τον επιμερισμό της εισφοράς μεταξύ εργοδότη και ασφαλισμένου (παρ. 9 του άρθρου 39).

Συνεπώς, για κάθε μία από τις δύο δραστηριότητες υπολογίζονται εισφορές ως εξής: Για την πρώτη δραστηριότητα το ποσό της συμφωνηθείσας αμοιβής επιμερίζεται στους 10 μήνες που διαρκεί η σύμβαση, και επί της αμοιβής των 2.000 ευρώ υπολογίζονται εισφορές ύψους 20% για τον κλάδο κύριας σύνταξης, κατανεμημένο κατά 6,67% σε βάρος του ασφαλισμένου και κατά 13,33% σε βάρος του αντισυμβαλλόμενου (τεχνικής εταιρείας).

Για τη δεύτερη, το αντίστοιχο ποσό της μηνιαίας αμοιβής ανέρχεται σε 1.000 ευρώ, στο οποίο και θα υπολογιστούν εισφορές κατά όμοιο τρόπο. Σύμφωνα με το υπουργείο, κατά τον ίδιο τρόπο επιμερίζονται οι εισφορές για τον κλάδο περίθαλψης, επικουρικής ασφάλισης και εφάπαξ παροχής.

Γιατρός παρέχει υπηρεσίες σε ιδιωτική κλινική, με σύμβαση ετήσιας διάρκειας και αμοιβή 80.000 ευρώ, για την οποία εκδίδει τρία ΔΠΥ. Η κλινική αποτελεί τον μόνο αντισυμβαλλόμενο του ιατρού, οπότε υπάγεται στην παρ. 9 του άρθρου 39.

Ανεξαρτήτως του αριθμού των ΔΠΥ στις οποίες επιμερίζεται η συμφωνηθείσα αμοιβή, καταβάλλονται εισφορές με βάση το ανώτατο ετήσιο όριο των 70.320 ευρώ, με δεδομένο ότι η οικεία σύμβαση είναι ετήσιας διάρκειας. Βέβαια, εάν η σύμβαση ήταν διάρκειας 10 μηνών, η συμφωνηθείσα αμοιβή θα αντιστοιχούσε σε 8.000 ευρώ ανά μήνα, συνεπώς οι εισφορές θα υπολογίζονται επί της ανώτατης μηνιαίας βάσης υπολογισμού των 5.860,8 ευρώ. Σε αυτήν την περίπτωση για τους υπόλοιπους 2 μήνες του έτους που ο γιατρός εμφανίζεται χωρίς αμοιβή θα πρέπει να καταβάλει από μόνος του εισφορές, ως μη μισθωτός και μάλιστα με βάση το εισόδημα του 2015.

Σε άλλο παράδειγμα, γιατρός παρέχει υπηρεσίες σε ιδιωτική κλινική, με σύμβαση διάρκειας 10 μηνών για την οποία εκδίδει ΔΠΥ αξίας 5.000 ευρώ. Το ποσό της συμφωνηθείσας αμοιβής επιμερίζεται στους μήνες που διαρκεί η σύμβαση, επομένως σε κάθε μήνα αντιστοιχεί αμοιβή ύψους 500 ευρώ. Επ’ αυτής υπολογίζονται εισφορές αντιστοίχως κατανεμημένες σε βάρος του ασφαλισμένου και σε βάρος του αντισυμβαλλόμενου. Όμως, για τα 86,08 ευρώ, το ποσό δηλαδή που υπολείπεται της ελάχιστης μηνιαίας βάσης υπολογισμού των εισφορών (586,08-500=86,08 ευρώ), ο γιατρός θα πρέπει να καταβάλλει εισφορές από μόνος του, ως μη μισθωτός.

Λογιστής εργάζεται ως μισθωτός σε εταιρεία και παρέχει παράλληλα υπηρεσίες σε άλλη εταιρεία με ΔΠΥ. Δεν υπάγεται στην επίμαχη διάταξη αλλά στο άρθρο 36 που ορίζει τις εισφορές στην περίπτωση της παράλληλης απασχόλησης. Στην πράξη, για τις μισθωτές του υπηρεσίες θα επιμερίζεται κανονικά το 20% (άρθρο 38) για το δε εισόδημά του από την ελεύθερη άσκηση επαγγέλματος (ΔΠΥ) θα καταβάλλει από μόνος του το σύνολο των εισφορών (άρθρο 39).

Εάν ο ίδιος Λογιστής που εργάζεται ως μισθωτός σε εταιρεία, λαμβάνει και επιπλέον αποδοχές από την ίδια εταιρεία με ΔΠΥ, δεν υπάγεται στη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 39, αλλά για το σύνολο του εισοδήματος από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα θα καταβάλλονται εισφορές μισθωτού (άρθρο 38). Επομένως, η εταιρεία θα πληρώνει τις εισφορές εργοδότη που αντιστοιχούν στο σύνολο του εισοδήματος (αποδοχές από μισθωτή εργασία και εισόδημα από ΔΠΥ).