ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΣΤ. ΠΟΝΗΡΟΣ Δρ Θ., Μ.Φ.
Σχολικός σύμβουλος θεολόγων
Πειραιῶς, Δ΄ Ἀθηνῶν, Κυκλάδων
ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ
ΤΥΧΟΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΘΕΣΜΟΘΕΤΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΩΣ ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΟΥ
Ἀντικρύσαμε γιά μιά ἀκόμη φορά (17/1/2017) τήν ἀντισυνταγματική πρόταση γιά θεσμοθέτηση τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν ὡς ἐπιλεγομένου.
Καί λέμε «γιά μιά ἀκόμη φορά», διότι ἡ πρόταση δέν εἶναι κατά κανένα τρόπο καινούργια. Τήν εἴχαμε ξαναδεῖ καί ἀνασκευάσει ὡς πλήρως ἀντισυνταγματική πρό ἑπταετίας, δηλαδή τό 2010!!! Ἐνημερώνουμε λοιπόν γιά μία ἀκόμη φορά τούς ὑπευθύνους, γιά τούς λόγους οἱ ὁποῖοι τήν καθιστοῦν ἀντισυνταγματική καί συνεπῶς πλήρως ἀκατάλληλη γιά τά παιδιά μας.
Θά δοῦμε πρῶτα τόν θεσμό τῶν ἐπιλεγομένων μαθημάτων καί κατόπιν θά ἐξετάσουμε τήν εἰδική περίπτωση τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν.
α΄. Περί «ἐπιλεγομένων» μαθημάτων ἐν γένει
Δημοσιεύεται λοιπόν καί πάλι ὡς πρόταση, ἡ διεύρυνση στά ἑλληνικά λύκεια ἑνός θεσμοῦ ὁ ὁποῖος ἔχει πρό πολλοῦ ἀποτύχει: τοῦ θεσμοῦ τῶν λεγομένων «ἐπιλεγομένων» μαθημάτων[1]. Εἶναι δέ γνωστό ὅτι, τό ζήτημα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν «ἐπιλεγομένων» μαθημάτων εἶχε τεθεῖ στόν διάλογο γιά τήν παιδεία, τόν ὁποῖο διοργάνωσε ἡ κυβέρνηση ἡ ὁποία κυβερνούσε πρίν ἀπό τίς ἐκλογές τοῦ 2009. Καί τότε ἐκφράσθηκαν ἐνδοιασμοί, καί τότε ἐπισημάνθηκαν κίνδυνοι, ἀλλά οὐδέποτε ἐλήφθησαν ὑπ΄ ὄψη.
Ἄς δοῦμε ὅμως πῶς ἔχει μέχρι σήμερα στήν Ἑλλάδα τό ζήτημα τῶν «ἐπιλεγομένων» μαθημάτων: Τά μαθήματα αὐτά γνωρίσαμε κατ΄ ἀρχήν στά ἑλληνικά πανεπιστήμια. Οἱ καθηγητές οἱ ὁποῖοι τά δίδασκαν, ἀγωνίζονταν νά φανοῦν ἐπιεικεῖς, ὥστε νά ἔχουν ἀκροατήριο. Ἐλάφρυναν τήν ὕλη, μοίραζαν μεγαλύτερους βαθμούς, ὥστε νά μή δυσαρεστοῦνται οἱ φοιτητές καί νά ἐπιλέγουν τό μάθημα τοῦ ἐπιεικοῦς καθηγητῆ. Ὑπῆρχαν βεβαίως καί κάποιοι καθηγητές, οἱ ὁποῖοι δέν ἔκαμαν κανενός εἴδους παραχωρήσεις, κατά τό κοινῶς λεγόμενο «δέν ἔβαζαν νερό στό κρασί τους». Αὐτοί δίδασκαν τό ἐπιλεγόμενο μάθημα στό χῶρο τοῦ γραφείου τους σέ ἀκροατήριο μετρημένο κυριολεκτικά στά δάκτυλα τοῦ ἑνός χεριοῦ.
Ὅμως ὁ φοιτητής τοῦ πανεπιστημίου εἶναι ἤδη ἐνήλικος καί ἔχει πλήρη εὐθύνη τῶν πράξεών του, γι΄ αὐτό καί συχνά συνειδητοποιεῖ τί στ΄ ἀλήθεια τόν συμφέρει. Οἱ δέ συμμετέχοντες στά μαθήματα δέν χωρίζονται σέ τμήματα ἀνάλογα μέ τόν ἀριθμό τους, πράγμα τό ὁποῖο θά αὐξομείωνε τόν ἀριθμό τῶν διδασκόντων, ἑνιαῖο ἀκροατήριο ἀποτελοῦν καί οἱ τριακόσιοι συμμετέχοντες στό ἐπιλεγόμενο μάθημα, ἑνιαῖο ἀκροατήριο καί οἱ πέντε συμμετέχοντες.
Ἐδῶ καί δεκεννέα χρόνια, εἰσήχθη ἀπό τήν τότε «ἐκπαιδευτική μεταρρύθμιση»[2](1998), ὁ θεσμός τῶν ἐπιλεγομένων μαθημάτων καί στά ἑλληνικά λύκεια. Ὁ θεσμός αὐτός εἶχε ὡς συνέπεια, οἱ καθηγητές τῶν μαθημάτων αὐτῶν νά βαθμολογοῦν ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς μαθητές τους μέ ἄριστα εἴκοσι (20), ὥστε νά ἐπιλέγουν οἱ μαθητές τό μάθημά τους καί νά ἔχουν οἱ καθηγητές ἀκροατήριο, διότι ἀλλιῶς ἐπρόκειτο νά καταργηθεῖ ἡ ὀργανική τους θέση καί νά βρεθοῦν νά ἐργάζονται στό ὁποιοδήποτε ἀπομεμακρυσμένο σχολεῖο, ἤ σέ κάποια θέση διοικητικοῦ ὑπαλλήλου, τήν ὁποία δέν ἐπιθυμοῦσαν. Ἔτσι λοιπόν δύο καθηγητές ἐπιλεγομένων μαθημάτων, ἀπό τά ὁποῖα ἔπρεπε ὁ μαθητής νά ἐπιλέξει τό ἕνα, μοίραζαν ἀφειδῶς εἰκοσάρια καί κανένας ἀπό τούς δύο δέν τολμοῦσε νά ὑποχωρήσει, διότι ἡ ὑποχώρηση αὐτή θά καταργοῦσε τήν ὀργανική του θέση.
Καί γεννᾶται τό ἐρώτημα: τί μάθαιναν ἀπό τά ἐπιλεγόμενα μαθήματα αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ «ἀριστοῦχοι»; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλῆ: μάθαιναν ὅσοι ἤθελαν νά μάθουν, καί ὅσοι δέν ἤθελαν νά μάθουν, ἁπλῶς λάμβαναν τούς ἴδιους βαθμούς καί ἀμείβονταν τό ἴδιο μέ ὅσους μάθαιναν. Ὅμως τό φαινόμενο, παρά τήν ἀποτυχία τοῦ θεσμοῦ, ἦταν περιορισμένο, διότι τά «ἐπιλεγόμενα» μαθήματα παρέμεναν μικρό ποσοστό τοῦ συνόλου τῶν μαθημάτων.
Τό φαινόμενο αὐτό ἀπειλεῖ νά γιγαντωθεῖ, ἐάν προγραμματισθεῖ ὁ πολλαπλασιασμός τῶν ἐπιλεγομένων μαθημάτων. Ἕνας θεσμός ὁ ὁποῖος ἔχει ἀποτύχει, θά διευρυνθεῖ ἀντί νά καταργηθεῖ; Ἔτσι σέ ἀκόμη περισσότερα μαθήματα θά ἔχουμε γενική, πλήν ὅμως πλασματική, ἀριστεία τῶν μαθητῶν. Οἱ περισσότεροι καθηγητές τοῦ σχολείου θά ἀνησυχοῦν μήπως καταργηθεῖ ἡ ὀργανική τους θέση λόγῳ μή ἐπιλογῆς τοῦ μαθήματός τους ἀπό τούς μαθητές, θά ἐπιχειροῦν ὅσο τό δυνατόν νά ἐλαφρύνουν τίς ἀπαιτήσεις τους καί θά κολακεύουν μαθητές καί γονεῖς, ὥστε νά ἔχουν βέβαιο ἀκροατήριο καί βέβαιη ὀργανική θέση. Κατ΄ αὐτόν τόν τρόπο θά λειτουργεῖ τό σχολεῖο σωστά; Θά προσφέρει σωστή μόρφωση; Θά διαμορφώνει σωστούς ἀνθρώπους, σωστούς χαρακτῆρες, σωστούς πολίτες; Θά λύσει ὅσα προβλήματα ἤδη ὑπάρχουν στά ἑλληνικά σχολεῖα ἤ θά προσθέσει περισσότερα; Οἱ συνήθειες στίς ὁποῖες οἱ καθηγητές λυκείου θέλοντας καί μή θά ὁδηγηθοῦν, θά ἀποτελέσουν καλό παράδειγμα ζωῆς γιά τούς μαθητές τους;
Ἐμεῖς πιστεύουμε, ὅτι τό σύστημα αὐτό θά ἀποσαθρώσει τίς σχέσεις μαθητῶν – καθηγητῶν. Διότι ὁ ἔφηβος ἀφ΄ ἑνός εἶναι ἀνήλικος, καί δέν ἔχει πλήρη ὡριμότητα, ἀφ΄ ἑτέρου δέν εἶναι πλέον παιδί, πράγμα τό ὁποῖο τοῦ δίνει τή δυνατότητα συχνά νά ἀντιδρᾶ στίς προτροπές τῶν γονέων του γιά μάθηση καί πρόοδο. Ἑπομένως, ἐπειδή πλέον τό σύστημα θά δίνει στούς μαθητές τή δυνατότητα νά νομιμοποιοῦν τυχόν ράθυμη διάθεσή τους, θά καταναγκάζονται οἱ καθηγητές, ἀντί νά λειτουργοῦν ὡς παιδαγωγοί, νά καταντοῦν κόλακες, νά ἀνταμοίβουν τή φυγοπονία. Τό σχολεῖο θά διαλυθεῖ, ἀφοῦ θά ὑπάρχει ὁλόκληρη ὁμάδα μαθημάτων, ὅπου μεγάλο ποσοστό ἤ ἴσως τό σύνολο τῶν μαθητῶν, δέν θά μαθαίνει ἀπολύτως τίποτε, ἀλλά θά βαθμολογεῖται μέ ἄριστα εἴκοσι (20).
β΄. Ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική παιδεία «ἐπιλεγόμενο» μάθημα;
Ἐπειδή ἔχουμε φθάσει σέ μία ἐποχή, ὅπου ἀπαιτοῦνται ἀπό μερικούς ἐξηγήσεις γιά τά πάντα, ἀκόμη καί γιά ὅσα ἦταν γνωστά ἐδῶ καί αἰῶνες, ἐξηγοῦμε κατ΄ ἀρχήν γιατί εἶναι ὀρθόδοξο χριστιανικό τό μάθημα θρησκευτικῶν τό ὁποῖο ἐδῶ καί ἑκατόν ἑνενήντα χρόνια διδάσκεται στά σχολεῖα τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους.
Σύμφωνα μέ τό ἰσχύον Σύνταγμα (1975/2008), ἄρθρο 3, παράγραφος 1 «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού». Βάσει αὐτῆς τῆς πραγματικότητας θεσμοθετήθηκε τό μάθημα θρησκευτικῶν ὡς ὀρθόδοξο χριστιανικό. Ἐπειδή ἡ πλειοψηφία τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν εἶναι ὀρθόδοξοι χριστιανοί. Γιά τόν ἴδιο λόγο ἄλλωστε ὁλόκληρο τό Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδας ἔχει συνταχθεῖ «εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος». Ἡ ἐπιγραφή αὐτή δέν εἶναι τυχαία, ὅπως δέν εἶναι τίποτε τυχαῖο σέ ἕνα κείμενο νόμου – καί μάλιστα στό Σύνταγμα. Τό Σύνταγμα καί οἱ νόμοι δέν περιέχουν πλεονασμούς καί λογοτεχνικές περιγραφές. Ἀπεικονίζει δηλαδή ἡ ἐπιγραφή αὐτή τήν ἀπό αἰώνων διαμορφωμένη πίστη τοῦ λαοῦ μας στήν Ἁγία Ὁμοούσιο καί Ἀδιαίρετο Τριάδα καί βάσει αὐτῆς τῆς πίστεως ἔχει συνταχθεῖ τό Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδας.
Γιά νά δοῦμε εἰδικότερα, ἄν ἡ θεσμοθέτηση τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ μαθήματος θρησκευτικῶν ὡς «ἐπιλεγομένου» μαθήματος στό λύκειο εἶναι νόμιμη, θά ἀνατρέξουμε στό ἰσχύον σύνταγμα, (1975/2008), ἄρθρο 16, παράγραφος 2. Ἀναφέρει τό ἐν λόγῳ ἄρθρο: «Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες.»
Εἶναι ἐμφανέστατο τό γεγονός ὅτι ὁ συντακτικός νομοθέτης συνδέει τήν ἐθνικότητα καί τήν θρησκευτικότητα μέ τήν συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως ἔχουμε ἤδη ἐπισημάνει, τό παιδί ἔχει συνείδηση ὅτι εἶναι Ἕλληνας, καί ἔχει ἐπίσης συνείδηση ὅτι εἶναι ὀρθόδοξος χριστιανός καί ἡ κρατική παιδεία, ἀλλά καί ἡ ἰδιωτική[3]ἡ ὁποία χορηγεῖ ἀπολυτήρια ἰσότιμα μέ τά κρατικά, ὑποχρεοῦται κατά τό Σύνταγμα νά τοῦ ἀναπτύσσει τήν συνείδησή του αὐτή. Ἑπομένως κατά τό Σύνταγμα δέν ἐπιτρέπεται ἡ κρατική παιδεία νά ἀφαιρεῖ, ναρκώνει, παραποιεῖ, στρεβλώνει, κατευθύνει κατά ἀνοίκειο τρόπο τή συνείδησή αὐτή τοῦ παιδιοῦ.
Τό ὀρθόδοξο χριστιανικό μάθημα θρησκευτικῶν δέν χορηγεῖ ἁπλῶς ἐγκυκλοπαιδικές γνώσεις, οὔτε ὁδηγεῖ σέ ἐπαγγελματική κατάρτιση, ἀλλά καλλιεργεῖ καί ἀναπτύσσει τήν ἤδη ὑπάρχουσα χριστιανική συνείδηση τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανοῦ μαθητῆ.
Τυχόν χορήγηση στούς ὀρθοδόξους χριστιανούς τῆς δυνατότητας ἐπιλογῆς τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ μαθήματος θρησκευτικῶν μεταξύ ἄλλων μαθημάτων ἀσχέτων πρός τήν ὀρθόδοξη χριστιανική ταυτότητα τῶν μαθητῶν θά θεωρηθεῖ κρατική ἀπόπειρα κατευθύνσεως τῆς συνειδήσεως τῶν ἀνηλίκων μαθητῶν. Θά κατηγορηθεῖ τό Ὑπουργεῖο Παιδείας, ὅτι ἀποπειρᾶται νά κατευθύνει ἀνηλίκους μαθητές νά πράξουν παρά συνείδηση, ἐνῷ ἔχουν τή συνείδηση ὅτι εἶναι ὀρθόδοξοι χριστιανοί. Τέτοιου εἴδους δυνατότητα ἐπιλογῆς εἶναι πράξη ἀγωγῆς, στρεβλή καί ἐσφαλμένη μέν, ἀλλά εἶναι. Κατ΄ οὐσίαν τό κράτος θά προτρέπει τόν ἀνήλικο μαθητή: «ναί μέν ἔχεις τή συνείδηση ὅτι εἶσαι χριστιανός ὀρθόδοξος, ἀλλά ἐγώ σέ προτρέπω νά πράξεις παρά συνείδηση.»
Κατ΄ αὐτόν τόν τρόπο θά παραβιάζεται καί τό ἄρθρο 13 παράγραφος 1 τοῦ Συντάγματος, τό ὁποῖο ὁρίζει ὅτι «η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη». Διότι τό κράτος θά ὠθεῖ τόν ἀνήλικο ὀρθόδοξο χριστιανό μαθητή, νά πράξει παρά συνείδηση, ἄρα θά ἐπηρεάζει ἀρνητικῶς τήν ὀρθόδοξη χριστιανική του συνείδηση καί δέν θά τήν ἀφήνει ἐλεύθερη νά ὑφίσταται, πολλῷ μᾶλλον δέν θά συμβάλλει τό κράτος στήν ἀνάπτυξή της, ὡς κατά τό ἄθρο 16 παράγραφός 2 ὀφείλει.
Ἐάν ὁ μαθητής καί ἡ οἰκογένειά του ἀποφασίσουν π.χ. νά ἀλλάξουν θρησκευτική συνείδηση, δηλαδή νά ἀλλαξοπιστήσουν, τότε πλέον θά ἔχουν, κατά τά εἰωθότα, καί τή δυνατότητα ἀπαλλαγῆς ἀπό τό ὀρθόδοξο χριστιανικό μάθημα θρησκευτικῶν. Ὅμως ἡ ἀπόφαση αὐτή θά εἶναι δική τους, καί κατά κανένα τρόπο δέν ἐμπίπτει στή δικαιοδοσία τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας νά προτρέπει ὀρθοδόξους χριστιανούς νά ἀποποιηθοῦν τήν θρησκευτική τους συνείδηση. Εἶναι φανερό, ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἴδους τά σχέδια, ἐάν καί ἐφ΄ ὅσον λάβει ἡ ἡγεσία τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας τήν ἀπόφαση νά ὑλοποιηθοῦν, θά προσβληθοῦν στήν ἑλληνική δικαιοσύνη, ὅπου καί θά ληφθοῦν ὑπ΄ ὄψη οἱ ὡς ἄνω ἀλήθειες καί ἐν τέλει θά κριθοῦν ἐξ ὁλοκλήρου ἀντισυνταγματικά.
Τά αὐτά ἐπιχειρήματα δύνανται νά ἰσχύσουν καί γιά ὅσα μαθήματα ἀναπτύσσουν τήν ἐθνική ἑλληνική συνείδηση. Ὡς τέτοια δύνανται νά θεωρηθοῦν ἡ νέα ἑλληνική γλώσσα, ἡ ἀρχαία ἑλληνική γλώσσα ἀπό τήν ὁποία ἡ νέα ἑλληνική γλώσσα προέρχεται καί ἀπό τήν ὁποία ἀμέσως καί ἀρρήκτως ἐξαρτᾶται ὁ ἐμπλουτισμός καί ἡ πρόοδός της[4], καθώς καί ἡ ἑλληνική ἱστορία.
Εἶναι ποτέ δυνατόν νά ὁρισθεῖ ἡ ἑλληνική γλώσσα, ἡ ἀρχαία ἤ ἡ νέα, ὡς ἐπιλεγόμενο μάθημα καί νά τίθεται στόν Ἕλληνα μαθητή τό ἐρώτημα νά τήν ἐπιλέξει μεταξύ τῆς γαλλικῆς ἤ τῆς γερμανικῆς; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἡ διδασκαλία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἀνήκει στίς βασικές ὑποχρεώσεις τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, ἐάν καί ἐφ΄ ὅσον αὐτό ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ἑλληνικό καί νά τηρεῖ τό Σύνταγμα τό ὁποῖο τό συνιστᾶ.
Παρακαλοῦμε λοιπόν νά προβληματισθοῦν ἀπό ὅλα τά ἀνωτέρω οἱ ὑπεύθυνοι καί νά προσέχουν τί εἴδους μεταρρυθμιστικά σχέδια προτείνουν ἤ υἱοθετοῦν, ὥστε νά μή ἐπέλθει νέα ἀναστάτωση συνοδευόμενη ἀπό τίς συνήθεις ἀντιδράσεις: προσφυγές στή δικαιοσύνη, ἀπεργίες ἐκπαιδευτικῶν, διαδηλώσεις καί καταλήψεις σχολείων, πράγματα τά ὁποῖα συνέβησαν πολλές φορές στό παρελθόν, πρόσφατο καί μή.
[1] Καί βεβαίως τονίζουμε, ὅτι ὅσα θά ἀναφέρουμε, δέν ἀποτελοῦν κατά κανένα τρόπο ἀντιπολιτευτική κίνηση πρός τόν ὁποιονδήποτε.
[2] Μία ἀπό τίς ἀναρίθμητες, ἀλλεπάλληλες καί ἀλληλοαναιρούμενες.
[3] Γι΄ αὐτό καί ἐάν τυχόν ὑπάρξει ποτέ ἰδιοκτήτης ἰδιωτικοῦ σχολείου, ὁ ὁποῖος θά προτρέπει ὀρθοδόξους χριστιανούς μαθητές νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τό ὀρθόδοξο χριστιανικό μάθημα θρησκευτικῶν, θά πρέπει νά γνωρίζει ὅτι διαπράττει ἀντισυνταγματική ἐνέργεια, γιά τήν ὁποία θά κινδυνεύσει νά ἀπολέσει τήν ἄδεια λειτουργίας τοῦ σχολείου του.
[4] Γι΄ αὐτό δέν ἐπιτρέπεται ὁ ὑποβιβασμός τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς στά σχολεῖα: διότι ὁ πλοῦτος τῆς ἀρχαίας τρέφει καί τήν νέα καί ἄν ὁ πλοῦτος τῆς ἀρχαίας ξεχασθεῖ, θά ζημιωθεῖ ἀναπόφευκτα καί ἡ νέα.