Έχει ανάψει τις τελευταίες ημέρες η συζήτηση για το αν το ΔΝΤ θα βάλει εκ νέου χρήματα στο ελληνικό πρόγραμμα ή θα συνεχίσει με δευτερεύοντα ρόλο, ως τεχνικός σύμβουλος.
Η ελληνική κυβέρνηση, η οποία προ μηνών είχε στείλει δια του υπουργού οικονομικών δύο φορές επιστολή προς τους θεσμούς εκφράζοντας την επιθυμία της να παραμείνει ενεργό το ταμείο στο πρόγραμμα, σήμερα πετάει τη σκούφια της για τη διακριτική αποχώρησή του. Η αιτία αυτής της μεταστροφής έγκειται ασφαλώς στην άκαμπτη στάση που υιοθετεί το ταμείο για θέσπιση νέων δημοσιονομικών μέτρων, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος του 3,5% (€6,1 δις) πρωτογενούς πλεονάσματος το 2018.
Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι το ΔΝΤ εδώ και 2,5 χρόνια (από τον Ιούνιο 2014) δεν έχει δώσει στην Ελλάδα ούτε ένα ευρώ. Μάλιστα από τον περασμένο Φλεβάρη η συμμετοχή του έχει επισήμως τερματιστεί. Κι όμως η στάση του και η γνώμη του παραμένει ιδιαίτερα βαρύνουσα κατά την εξέλιξη της εκάστοτε αξιολόγησης. Θεωρείται δε από τους ευρωπαίους αναντικατάστατο και βασική προϋπόθεση για να συνεχίσουν τα κοινοβούλιά τους να εγκρίνουν τη χρηματοδότηση προς την Ελλάδα.
Για το ίδιο το ταμείο η Ελλάδα είναι μακράν η σημαντικότερη και μεγαλύτερη υπόθεση που έχει αναλάβει αυτό το διάστημα. Λαμβάνει από τη χώρα τόκους πάνω από €600 εκ ετησίως, ενώ κάθε χρόνο εισπράττει δόσεις αποπληρωμής των δανείων του (αρχικά €32 δις, σήμερα το υπόλοιπο είναι περί τα €17 δις). Επιπλέον είναι η πρώτη φορά που παρεμβαίνει σε ευρωπαϊκό οικονομικό ζήτημα. Γίνεται λοιπόν εύκολα αντιληπτό ότι τα συμφέροντά του που διακυβεύονται είναι πολύ μεγάλα για να τα αφήσει στην τύχη τους.
Σε αυτά τα 7 χρόνια συμμετοχής του στο ελληνικό πρόγραμμα έχει στιγματιστεί για τις κατά καιρούς λάθος εκτιμήσεις του και τη μονόπλευρη εμμονή του σε αυστηρά δημοσιονομικά μέτρα. Από την άλλη όμως λόγω της πολυετούς πείρας του είναι το μόνο από τους θεσμούς που προσπαθεί να δει το πρόβλημα σε μακροχρόνια βάση, εν αντιθέσει με τους ευρωπαίους, οι οποίοι συχνά για πολιτικούς εσωτερικούς λόγους ενδιαφέρονται απλά να σπρώξουν το τενεκεδάκι πιο κάτω. Επίσης είναι ο μόνος σύμμαχος τη Ελλάδας στο θέμα της ελάφρυνσης του χρέους. Αν δεν ήταν η δική του αφόρητη πίεση, δε θα συζητούσαμε σήμερα τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, που θα προστατεύσουν την Ελλάδα από πιθανή αύξηση των επιτοκίων στο μέλλον.
Το ΔΝΤ όμως βάσει καταστατικού απαγορεύεται να συμμετέχει σε μια χώρα, της οποίας το χρέος δεν είναι βιώσιμο. Παραβίασε τον όρο αυτό το 2010 με την Ελλάδα, όπου δεν απαίτησε εκ των προτέρων ελάφρυνση χρέους, λάθος που δηλώνει πως δεν πρόκειται να επαναλάβει. Εδώ δημιουργείται η τριβή με τους Γερμανούς και τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες δε θέλουν να ακούσουν για γενναία ρύθμιση των δανείων που έχουν δώσει μέσω των προϋπολογισμών τους, φοβούμενες εσωτερικές αντιδράσεις.
Γι αυτό το λόγο οι δηλώσεις προ ημερών του Γερμανού υπουργού οικονομικών κ. Σόιμπλε ότι αν φύγει το ΔΝΤ τη θέση του θα πάρει ο ESM και η Ευρώπη θα διαπραγματευτεί νέο μνημόνιο με την Ελλάδα, είναι μήνυμα και προς το ταμείο και προς τη χώρα μας. Προς το ταμείο υπαινίσσεται πως αν επιμείνει στην απαίτησή του για εδώ και τώρα μεγάλη ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, η Ευρώπη θα αναγκαστεί να ακολουθήσει το σχέδιο Β και να συνεχίσει μόνη της. Προς την Ελλάδα δηλώνει ανοιχτά ότι καλό θα είναι να προτιμήσει την ενεργό συμμετοχή του ταμείου, γιατί η εναλλακτική λύση είναι να ξεκινήσουν μακρές και επίπονες διαδικασίες για ένα 4ο μνημόνιο, κάτι που προφανώς θα αποτελέσει θρυαλλίδα εσωτερικών πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων με άγνωστες συνέπειες για τη χώρα.
Αν τελικώς το ΔΝΤ παραμείνει απλά σε ρόλο συμβούλου οι θετικές συνέπειες θα είναι:
• Ο ESM θα αγοράσει το υπόλοιπο των δανείων του ΔΝΤ προς την Ελλάδα. Η ανακούφιση για τη χώρα μας θα είναι τεράστια, καθώς δάνεια που θα έπρεπε να αποπληρώσει σταδιακά μέχρι το 2024 θα πάνε πίσω πάνω από 30 χρόνια, ενώ το επιτόκιο θα μειωθεί από 3,65% σε 1%, εξοικονομώντας μεγάλα ποσά τόκων.
• Μειώνεται η διάσταση απόψεων μεταξύ των θεσμών και το ελληνικό ζήτημα γίνεται αμιγώς ευρωπαϊκή υπόθεση.
• Ένας σκληρός και άκαμπτος παίχτης στις διαπραγματεύσεις μένει απέξω
Αντίθετα οι αρνητικές επιπτώσεις είναι οι εξής:
• Το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους παγώνει επ’ αόριστον
• Η Γερμανία μέσω του ESM αναλαμβάνει και επίσημα το ρόλο του σκληρού στις διαπραγματεύσεις.
• Ενδεχόμενη έναρξη των διαπραγματεύσεων για νέο μνημόνιο απειλεί να τινάξει στον αέρα την προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Η διαδικασία θα είναι μακρά και επαχθής, ιδίως εν μέσω εκλογών σε Γαλλία, Ολλανδία, Γερμανία και άνοδο των ευρωσκεπτικιστών. Θα προκαλέσει δε αβεβαιότητα και θα αναζωπυρώσει τα σενάρια περί εξόδου της χώρας από το ευρώ.
Οι παραπάνω επιπτώσεις τείνουν να εξαλείψουν τα οφέλη από την αποχώρηση του ΔΝΤ και να καταστήσουν εξίσου περίπλοκη και δύσκολη την κατάσταση για την Ελλάδα.
*Ο Δημήτρης Γκιόκας είναι Οικονομολόγος, μέλος της Δημοκρατικής Ευθύνης