Αυτή η ερώτηση είναι πολύ δύσκολο να απαντηθεί.
Μπορώ να απαντήσω με μισή πρόταση και να τελειώσει εδώ το άρθρο. Επειδή οι γονείς μου ήταν εκπαιδευτικοί. Όμως αυτή η μισή πρόταση δεν περιέχει την αλήθεια. Τουλάχιστον όχι όλη.
Ας γυρίσουμε το χρόνο πίσω.
Πράγματι και οι δύο γονείς μου ήταν εκπαιδευτικοί και μάλιστα φιλόλογοι. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα και εγώ και τα δυο μου αδέρφια ν’ αγαπήσουμε τόσο πολύ τα θεωρητικά μαθήματα, που και οι τρεις γίναμε φυσικοί!
Θυμάμαι με πόνο τη μητέρα μου να γυρίζει από το σχολείο κουβαλώντας τις στοίβες τα τετράδια των εκθέσεων. Όλη τη βδομάδα διόρθωνε. Κι αν δεν ήταν εκθέσεις, ήταν διαγωνίσματα. Και μετά ήταν η προετοιμασία του μαθήματος της επόμενης μέρας. Κάθε φορά ρώταγα: «Καλά τόσες φορές τα έχεις ξανακάνει, τι στα κομμάτια διαβάζεις κάθε φορά;» Μάταια προσπαθούσε να μου εξηγήσει, όπως μάταια προσπαθώ κι εγώ να το εξηγήσω στους γνωστούς μου που με ρωτάνε το ίδιο.
Οι αμοιβές των εκπαιδευτικών πριν από 40 χρόνια ήταν εξευτελιστικές. Με δύο μισθούς δεν μας έλειπε κάτι από τα βασικά αγαθά, αλλά σε όλα τα υπόλοιπα, σε σχέση με τους φίλους και τους συμμαθητές μας, ήμασταν πάντα οι «φτωχοί συγγενείς». Μην το πεις. Ναι, υπήρχαν και τότε ιδιαίτερα, όμως είχα την «ατυχία» να πέσω σε ιδεολόγους γονείς.
Προφανώς από οικονομική άποψη δεν συνέφερε να είσαι εκπαιδευτικός. Η αλήθεια είναι ότι ως παιδί δεν ονειρευόμουν μια ζωή μέσα στη μιζέρια και επομένως έπρεπε κάτι άλλο να κάνω για τα προς το ζην. Ήμουν καλός μαθητής. Οι συμμαθητές μου, που διαβάζουν αυτό το κείμενο, μπορούν να το επιβεβαιώσουν. Θεωρητικά αυτό σήμαινε ότι θα μπορούσα να κάνω όποια επιλογή σχολής ήθελα. Οι γονείς μου δεν προσπάθησαν να με επηρεάσουν καθόλου στο θέμα αυτό. Ακόμα όμως κι αν τολμούσαν, δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα. Εγώ ήξερα καλύτερα. Όπως σήμερα τα παιδιά μου ξέρουν καλύτερα από μένα.
Μπορώ να διαβεβαιώσω και θα συμφωνήσουν μαζί μου οι συνομήλικοί μου ότι τόσο στο γνωστικό αντικείμενο όσο και στην παιδαγωγική τους επάρκεια οι εκπαιδευτικοί της εποχής εκείνης, στην πλειοψηφία τους, υστερούσαν σε σχέση με τους σημερινούς εκπαιδευτικούς. Και όμως. Ακόμα και με εκείνους τους εκπαιδευτικούς μάθαμε γράμματα. Σίγουρα περισσότερα από αυτά που μαθαίνουμε στους μαθητές μας.
Φυσικά ο δάσκαλος και ο καθηγητής της εποχής δεν χρειαζόταν κάθε φορά να μας πείσει ότι έχει κάτι σημαντικό να μας πει, για να τον προσέξουμε. Ήταν αυτονόητο, κι ας μη καταλαβαίναμε για ποιο λόγο έπρεπε να μαθαίνουμε όλα αυτά τα πράγματα. Αν κάποιος δεν πρόσεχε ή αν έκανε φασαρία, μπορεί να έτρωγε καμιά σφαλιάρα. Κι αν τολμούσες, ας πήγαινες στο σπίτι να πεις ότι έφαγες σφαλιάρα. Θα έτρωγες άλλη μία.
Ωστόσο οι εκπαιδευτικοί έχαιραν μεγάλης εκτίμησης από τον κοινωνικό περίγυρο. Το έβλεπα όχι μόνο στους δικούς μου γονείς, αλλά και στους υπόλοιπους εκπαιδευτικούς. Στην κοινωνία της εποχής πιο ψηλά κι από τον γιατρό, το δικηγόρο, το μηχανικό ήταν ο δάσκαλος και ο καθηγητής. Αυτός που μαθαίνει στα παιδιά γράμματα.
Τους δασκάλους και τους καθηγητές τους σεβόμασταν. Βέβαια αυτός ο σεβασμός πήγαζε κυρίως από το φόβο. Που και που κάποιος χαρισματικός δάσκαλος ή καθηγητής ξεχώριζε, μας κέρδιζε. Τέτοιους εκπαιδευτικούς τους θυμάσαι για όλη σου τη ζωή.
Εννοείται ότι και τότε υπήρχαν φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα και ήταν μάλιστα πολύ διαδεδομένα. Ως καλός μαθητής βέβαια θεωρούσα ότι μπορώ να τα καταφέρω χωρίς βοήθεια. Τριάντα τρία χρόνια μετά ομολογώ ότι έκανα λάθος. Πράγματι, αν στην Γ΄ Λυκείου δεν είχα πάει φροντιστήριο, τα πράγματα στη ζωή μου θα ήταν πολύ διαφορετικά σήμερα.
Πριν απαντήσω όμως στο αρχικό ερώτημα, θα μου επιτρέψεις μία ακόμα μικρή παρένθεση, που έχει σχέση με την τελική απάντηση.
Στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο ήμουν απουσιολόγος. Ήμουν «καλός» απουσιολόγος, που σημαίνει ότι όποτε μπορούσα «έκρυβα» τις απουσίες των συμμαθητών μου, ειδικά εκείνων που κινδύνευαν να μείνουν στην ίδια τάξη. Γιατί στη δικιά μας την εποχή οι μαθητές έμεναν στην ίδια τάξη. Κι αυτό είτε λόγω απουσιών είτε λόγω των χαμηλών τους επιδόσεων σε κάποια μαθήματα.
Πρέπει να πω επίσης ότι όταν ο καθηγητής ξέχναγε να υπογράψει στο απουσιολόγιο, αναλάμβανα εγώ αυτή την υποχρέωση. Όποιος από τους καθηγητές μου ζει και διαβάσει αυτό το κείμενο, ελπίζω να συγχωρέσει αυτή τη μικρή λαθροχειρία, αφού στο κάτω κάτω στο πέρασμα των χρόνων έχει παραγραφεί. Αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστιν αμαρτία.
Όπως καταλαβαίνεις αγαπητέ αναγνώστη, το να υπογράφω απουσιολόγια μου είχε γίνει συνήθεια. Έξις δευτέρα φύσις. Ήταν γραφτό μου λοιπόν, μέσα στη φύση μου, αν θέλεις, να υπογράφω απουσιολόγια.
Υπήρχε όμως και κάτι ακόμα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που δεν καταλαβαίναμε γρι από όσα μας δίδασκαν. Στους περισσότερους δασκάλους ή καθηγητές δεν τολμούσες να ρωτήσεις. Προτιμότερο να μείνεις με την απορία. Όταν λοιπόν κάποια στιγμή έβγαζα άκρη, σχεδόν πάντα, ανεξάρτητα από το μάθημα, αναρωτιόμουν πόσο καλύτερα θα μπορούσα να το είχα πει εγώ, ώστε να το καταλαβαίνουν οι μαθητές. Και σχεδόν πάντα κατέληγα στο συμπέρασμα ότι, αν ήμουν εκπαιδευτικός, θα μπορούσα να διδάξω καλύτερα.
Άρα λοιπόν έχουμε και λέμε:
Οι οικονομικές απολαβές άθλιες. Η δουλειά πολλή και δύσκολη. Από την άλλη ο εκπαιδευτικός ήταν ένας μικρός Θεός. Έχαιρε εκτίμησης και σεβασμού. Και βέβαια ήταν κι αυτή ακατανίκητη επιθυμία να κάνω τους μαθητές να μαθαίνουν. Έτσι μέχρι να τελειώσω το σχολείο, για ένα πράγμα ήμουν σίγουρος. Δεν υπήρχε άλλο επάγγελμα για μένα εκτός από αυτό του εκπαιδευτικού. Το μόνο που έμενε, ήταν να διαλέξω ειδικότητα. Και τη διάλεξα. Θα γινόμουν φυσικός. Όπερ και εγένετο.
Τα χρόνια πέρασαν και τα σχέδια άλλαξαν. Σιγά μη γινόμουν καθηγητής. Θα έκανα μεταπτυχιακό, ίσως και διδακτορικό. Θα ασχολούμουν με την έρευνα. Ποιος ξέρει; Μπορεί να γινόμουν διάσημος επιστήμονας. Όταν όμως οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει. Η ζωή κάνει κι αυτή τα δικά της σχέδια, χωρίς να υπολογίζει τα δικά μας όνειρα.
Έτσι μετά το θάνατο του πατέρα μου, τα πλάνα άλλαξαν. Έπρεπε να βρω δουλειά. Τι δουλειά όμως; Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον. Ναι, έγινα καθηγητής. Άλλωστε οι σπουδές που είχα κάνει δεν άφηναν και πολλά περιθώρια για κάτι διαφορετικό.
Καλά το κατάλαβες. Τελικά έγινα εκπαιδευτικός για λόγους βιοπορισμού. Κουράστηκα πολύ, είναι αλήθεια. Ατελείωτες ώρες διαβάσματος, ελάχιστες ώρες ύπνου. Σημειώσεις, μεθοδολογίες, διαγωνίσματα. Ο ανταγωνισμός στην ιδιωτική εκπαίδευση σκληρός. Οι απαιτήσεις πολλές. Και τα λεφτά όμως ήταν καλά.
Περισσότερο όμως ήταν η επαφή με τους μαθητές. Η ικανοποίηση, που έπαιρνα κάθε φορά, που καταλάβαινα ότι ο κόπος μου δεν πήγαινε χαμένος. Οι επιτυχίες των μαθητών μου ήταν και δικές μου επιτυχίες. Και βέβαια στη συνέχεια ήταν και η αναγνώριση. Το ευχαριστώ, που κι αν ακόμα δεν στο ‘λεγαν με λόγια, το έβλεπες στα μάτια τους. Ήταν η απόδειξη ότι ήμουν στο σωστό δρόμο.
Φυσικά τους διορισμένους συναδέλφους μου τους είχα στην μπούκα. Δούλευαν λίγες ώρες σε σχέση μ’ εμένα και δεν φαινόταν να κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Για να μη μιλήσω και για τα ιδιαίτερα.
Είχα βέβαια μία αρχή. Όσο κι αν απεχθανόμουν τους διορισμένους καθηγητές, ποτέ μα ποτέ δεν είπα σε κάποιο μαθητή να μην παρακολουθεί στο σχολείο ή να είναι αυθάδης ή να προσπαθεί να φέρει σε δύσκολη θέση τον καθηγητή με εξυπνάδες ή στημένες ερωτήσεις. Έλεγα, και το λέω και σήμερα, ότι ακόμα κι απ’ τον χειρότερο δάσκαλο, απ’ τον χειρότερο καθηγητή κάτι θα μάθεις.
Φίλε αναγνώστη, στη ζωή είναι κανόνας. Ό,τι κατηγορείς, στο τέλος θα το λουστείς. Έτσι με τον ΑΣΕΠ του 2000 βρέθηκα στο δημόσιο σχολείο. Μόνο που τα πράγματα ήταν διαφορετικά από τότε που ήμουν μαθητής. Το μόνο που παρέμεινε ίδιο ήταν το απουσιολόγιο.
Τότε κατάλαβα τι πάει να πει να κάνεις μάθημα σε 27ρια τμήματα Άλλο το δημόσιο σχολείο, άλλο το φροντιστήριο και το ιδιαίτερο. Οι μαθητές μου στο σχολείο δεν έχουν καμία σχέση με τους μαθητές της γενιάς μου. Ο σεβασμός που θυμόμουνα, σταδιακά πήγε περίπατο. Για να καταφέρω το μαθητή να με προσέξει πρέπει κάθε στιγμή να του αποδεικνύω ότι του λέω κάτι σημαντικό, που θα του χρειαστεί στη ζωή του.
Το μάθημά μου δεν άλλαξε σε σχέση με τη θητεία μου στον ιδιωτικό τομέα. Θα τολμούσα μάλιστα να πω ότι, λόγω της εμπειρίας και της γνώσης, βελτιώθηκε κιόλας. Κι όμως. Ξαφνικά είμαι άχρηστος. Τεμπέλης. Οι ίδιοι, που πριν μερικά χρόνια με παρακαλούσαν και με καλοπλήρωναν, για να τους κάνω μάθημα, τώρα με θεωρούν ανεπαρκή. Οι μαθητές μου, αν είχαν τη δυνατότητα, δεν έρχονταν καθόλου στο σχολείο. Θα πήγαιναν μόνο φροντιστήριο.
Οι γονείς με κατηγορούν που αναγκάζονται να πληρώνουν, για να στέλνουν τα παιδιά τους στο φροντιστήριο και στα ιδιαίτερα. Μαζί με την υπόλοιπη κοινωνία με βρίζουν επειδή, κατά την άποψή τους, έπρεπε να δουλεύω το καλοκαίρι, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα ή έστω να μην πληρώνομαι. Ακόμα κι όταν χιονίζει και τα σχολεία κλείνουν, εγώ θα πρέπει να είμαι στο σχολείο!
Τι είπες; Η έρευνα της Unesco που λέει ότι μία ώρα μέσα στην τάξη ισοδυναμεί με 4 ώρες γραφείου; Τι βλακείες είναι αυτές; Μία ώρα είναι μία ώρα. 1=4. Ωραία μαθηματικά μαθαίνετε στους μαθητές σας.
Τι έγινε ρε παιδιά; Τι λάθος έκανα; Γιατί απέτυχα ως εκπαιδευτικός; Μήπως γιατί προσπαθώ να κάνω το μάθημά μου χωρίς το βούρδουλα; Μήπως επειδή απαντάω σε όλες τις απορίες των μαθητών μου, ακόμα κι αν έχω ήδη απαντήσει στην ίδια ερώτηση άλλες 10 φορές; Μήπως γιατί δεν τους εξετάζω με τον βάρβαρο κατάλογο; Μήπως γιατί βάζω μεγάλους βαθμούς και δεν αφήνω κανέναν μαθητή στην ίδια τάξη; Μήπως γιατί κάθε φορά προσπαθώ να τα πω λίγο καλύτερα, μπας και καταλάβει και κανένας τίποτα;
Ή μήπως απέτυχα ως εκπαιδευτικός, επειδή προηγουμένως απέτυχα ως γονιός; Μήπως προστάτευσα υπερβολικά τα παιδιά μου; Μήπως ασχολήθηκα υπερβολικά αν τους στραβοκοιτάξει ή κακομιλήσει ο δάσκαλος ή ο καθηγητής και ξέχασα ότι η ουσία είναι να μάθουν και πέντε γράμματα στο σχολείο; Μήπως ήταν λάθος μου που άφησα να εννοηθεί ότι κάποια μαθήματα είναι υποδεέστερα και άρα δεν τρέχει και τίποτα παιδί μου, αν δεν τα διαβάσεις; Μήπως απαξίωσα τον εκπαιδευτικό του δημόσιου σχολείου και του φόρτωσα την αποτυχία του παιδιού μου και τη δική μου ανεπάρκεια ως γονιός;
Ή μήπως απλά πληρώνω το γεγονός ότι, πριν διοριστώ, έβριζα τους διορισμένους καθηγητές;
Και τώρα κάνε μου την ερώτηση. Δεν πειράζει. Την κάνω μόνος μου. Αν γυρνούσα το χρόνο πίσω θα ξαναγινόμουνα εκπαιδευτικός; Ξέρω ότι ο περισσότεροι συνάδελφοι μου, ευτυχώς, θα απαντήσουν διαφορετικά.
Όμως, όσο κι αν αγαπάω αυτό που κάνω, η απάντησή μου είναι αρνητική. Όχι δεν θα ξαναγινόμουν εκπαιδευτικός, γιατί δεν αντέχω να με βρίζουν όλοι επειδή είμαι «τυχερός» και έχω ακόμα δουλειά. Γιατί δεν μπορώ καθημερινά να αποδεικνύω ότι δεν είμαι ελέφαντας. Γιατί στο κάτω κάτω υπάρχουν και βιοποριστικοί λόγοι. Δεν μου φτάνουν τα ψίχουλα που παίρνω για να ζήσω την οικογένειά μου.
Προτιμώ να είμαι απέναντι. Να βρίζω τους διορισμένους εκπαιδευτικούς. Να τους κατηγορώ, που είναι τεμπέληδες και αχάριστοι. Γιατί ενώ αυτοί πληρώνονται κάθε πρώτη και δεκαπέντε του μηνός, εγώ είμαι άνεργος ή πληρώνομαι τα μισά λεφτά για τις διπλάσιες ώρες δουλειάς. Ή ακόμα καλύτερα. Αν είμαι ελεύθερος επαγγελματίας, να μην κόβω αποδείξεις, να μην πληρώνω φόρους. Να δηλώνω μηδενικό εισόδημα και να το παίζω εξυπνάκιας στο facebook.
Εσύ συνάδελφε, τι θα απαντούσες;
Γιώργος Βαρδακώστας Εκπαιδευτικός