της Sharmine Narwani
Είπατε ψέματα για το Ιράκ. Είπατε ψέματα για το Αφγανιστάν. Είπατε ψέματα για τη Λιβύη. Λέτε ψέματα για τη Συρία και το Ιράν.
Στις 23 Μαρτίου 2011, στην αρχή αυτού που σήμερα αποκαλούμε «συριακό πόλεμο», δύο νέοι άντρες – ο Σάερ Γιαχία Μερχέτζ και ο Χαμπήλ Άνις Νταγιούμπ- δέχτηκαν πυρά και σκοτώθηκαν στην πόλη Ντάραα της νότιας Συρίας.
Ο Μερχέτζ και ο Νταγιούμπ δεν ήταν ούτε άμαχοι, ούτε αντίθετοι με την κυβέρνηση του Προέδρου της Συρίας Μπασάρ Αλ-Άσαντ. Ήταν δύο στρατιώτες που υπηρετούσαν στις τάξεις του Αραβικού Συριακού Στρατού.
Δολοφονημένοι από ένοπλους αγνώστους, ο Μερχέτζ και ο Νταγιούμπ ήταν οι πρώτοι από τους ογδόντα οκτώ στρατιώτες που σκοτώθηκαν σε όλη τη Συρία κατά τον πρώτο μήνα της σύρραξης – σε Ντάραα, Λαττάκεια, Ντούμα, Μπάνιας, Χομς, Μουανταμίγιατ, Ιντλίμπ, Χαράστα, Σουγουέιντα, Ταλκάλαχ και στα προάστια της Δαμασκού.
Σύμφωνα με την Ανεξάρτητη Διεθνή Επιτροπή Έρευνας του ΟΗΕ για τη Συρία, ο συνολικός αριθμός των νεκρών από την πλευρά των κυβερνητικών δυνάμεων της χώρας ήταν 2.569 μέχρι τον Μάρτιο του 2012, δηλαδή κατά το πρώτο έτος των συγκρούσεων. Εκείνη την περίοδο, ο συνολικός αριθμός απωλειών που έδινε ο ΟΗΕ για όλα τα θύματα της πολιτικής βίας στη Συρία ήταν 5.000 νεκροί.
Αυτοί οι αριθμοί αποκαλύπτουν μια εντελώς διαφορετική εικόνα των γεγονότων στη Συρία. Σίγουρα δεν πρόκειται για τη σύρραξη για την οποία διαβάζαμε στα πρωτοσέλιδα – αν μη τι άλλο, η “ισορροπία” στους θανάτους μεταξύ των δύο πλευρών υποδεικνύει τουλάχιστον ότι η κυβέρνηση ακολούθησε την αρχή της αναλογικότητας στη χρήση ισχύος για την αντιμετώπιση της βίας.
Όμως οι θάνατοι του Μερτζέχ και του Νταγιούμπ αγνοήθηκαν. Κανένα από τα Δυτικά μέσα ενημέρωσης δεν αφηγήθηκε την ιστορία τους – ή των άλλων νεκρών στρατιωτών. Οι θάνατοι αυτοί απλώς δεν ευθυγραμμίζονταν με τη δυτική “αφήγηση” των αραβικών εξεγέρσεων και ούτε βέβαια εναρμονίζονταν με τους πολιτικούς στόχους των δυτικών κυβερνήσεων.
Για τους φορείς χάραξης πολιτικής στις ΗΠΑ, η «Αραβική Άνοιξη» πρόσφερε μια μοναδική ευκαιρία να ανατραπούν οι κυβερνήσεις των εχθρικών κρατών στη Μέση Ανατολή. Η Συρία, το πιο σημαντικό αραβικό κράτος στον υπό την ηγεσία του Ιράν “Άξονα της Αντίστασης”,ήταν ο υπ’ αριθμόν 1 στόχος.
Για να επιτευχθεί αλλαγή καθεστώτος στη Συρία, το μοτίβο της «Αραβικής Άνοιξης» έπρεπε να εφαρμοστεί καιροσκοπικά – και επομένως χρειαζόταν να πεθάνουν Σύριοι.
Ο “δικτάτορας” έπρεπε απλώς να “σκοτώνει το λαό του” – και όλα τα υπόλοιπα θα ακολουθούσαν.
Πώς οι λέξεις σκοτώνουν
Τέσσερις βασικές αφηγήσεις επαναλαμβάνονταν συνεχώς από κάθε καθεστωτικό μέσο στηΔύση από τον Μάρτιο του 2011 και κερδίζοντας έδαφος κατά τους προσεχείς μήνες.
– «Ο δικτάτορας σκοτώνει το λαό του».
– «Οι διαμαρτυρίες είναι ειρηνικές».
– «Η αντιπολίτευση είναι άοπλη».
– «Είναι μια λαϊκή επανάσταση».
Οι φιλοδυτικές κυβερνήσεις στην Τυνησία και την Αίγυπτο είχαν μόλις εκδιωχθεί μέσα από μία ραγδαία αλληλουχία γεγονότων τους προηγούμενους δύο μήνες και έτσι το “πλαίσιο” της αλλαγής καθεστώτος από τα κάτω κατά το μοτίβο της «Αραβικής Άνοιξης» υπήρχε στη συλλογική ψυχή των λαών της περιοχής. Αυτές οι τέσσερις προσεκτικά στημένες “αφηγήσεις” που είχαν αποκτήσει νόημα στην Τυνησία και την Αίγυπτο ήταν πλέον έτοιμες να απονομιμοποιήσουν και να υπονομεύσουν οποιαδήποτε κυβέρνηση εναντίον της οποίας θα χρησιμοποιούνταν.
Αλλά για να υπάρξει πλήρης και δυναμική εφαρμογή τους στη Συρία, οι Σύριοι έπρεπε να κατέβουν στους δρόμους μαζικά και άμαχοι έπρεπε να χάσουν τη ζωή τους στα χέρια των βάναυσων δυνάμεων ασφαλείας. Η συνέχεια θα μπορούσε να παρουσιαστεί ως μια “επανάσταση” μέσω του τεράστιου δικτύου των ξένων και περιφερειακών μέσων ενημέρωσης που είχαν ταχθεί σε έναν διάλογο περί «Αραβικής Άνοιξης».
Διαδηλώσεις, ωστόσο, δεν ξέσπασαν στη Συρία με τον ίδιο τρόπο όπως στην Τυνησία και την Αίγυπτο. Σε αυτούς τους πρώτους μήνες, είδαμε συγκεντρώσεις που περιορίζονταν σε μερικές εκατοντάδες άτομα – μερικές φορές σε χιλιάδες – να εκφράζουν διαφορετικούς βαθμούς πολιτικής δυσαρέσκειας. Οι περισσότερες από αυτές τις συγκεντρώσεις πραγματοποιούνταν μετά την προσευχή της Παρασκευής κατά την οποία σε τεμένη υπό την επιρροή του ουαχαβιτισμού γίνονταν εκκλήσεις για συμμετοχή σε διαμαρτυρίες ή μετά από κατά τόπους δολοφονίες που κινητοποιούσαν εξαγριωμένα πλήθη να παραβρεθούν στις δημόσιες κηδείες.
Μέλος εξέχουσας οικογένειας της Ντάραα μου εξήγησε ότι υπήρχε αρκετή σύγχυση σχετικά με το ποιος σκότωνε πολίτες στην περιοχή – η κυβέρνηση ή κάποια «αφανής πλευρά». Πρόσθεσε ότι εκείνη την περίοδο οι πολίτες της Ντάραα ήταν διχασμένοι: «Κάποιοι πίστευαν ότι οι κυβερνητικές δυνάμεις ανοίγουν πυρ εναντίον όλο και περισσοτέρων για να τους σταματήσουν και να τους προειδοποιήσουν να διακόψουν τις διαδηλώσεις και τις συγκεντρώσεις. Η άλλη άποψη ήταν ότι αθέατες πολιτοφυλακές ήθελαν να συνεχιστεί αυτό διότι αν δεν γίνονται κηδείες δεν θα είχε κανένα λόγο ο κόσμος να διαδηλώνει».
Με το πλεονέκτημα της χρονικής απόστασης, ας δούμε αυτές τις αφηγήσεις για τη Συρία μετά από πέντε χρόνια συγκρούσεων:
Γνωρίζουμε πλέον ότι αρκετές χιλιάδες μέλη των συριακών δυνάμεων ασφαλείας σκοτώθηκαν κατά το πρώτο έτος, αρχής γενομένης από τις 23 Μαρτίου του 2011. Γνωρίζουμε συνεπώς ότι η αντιπολίτευση ήταν ένοπλη από την αρχή της σύγκρουσης. Έχουμε οπτικές αποδείξεις για ενόπλους που εισήλθαν στη Συρία από τα σύνορα του Λιβάνου τον Απρίλιο και τον Μάιο του 2011. Γνωρίζουμε από μαρτυρίες ουδέτερων παρατηρητών ότι ένοπλοι στόχευαν αμάχους σε τρομοκρατικές ενέργειες και ότι οι “διαμαρτυρίες” δεν ήταν όλες “ειρηνικές”.
Η αποστολή του Αραβικού Συνδέσμου, που διεξήγαγε πολύμηνη έρευνα εντός της Συρίας από τα τέλη του 2011, αναφέρει:
«Στη Χομς, στο Ιντλίμπ και στη Χάμα η αποστολή των παρατηρητών υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας σε βίαιες ενέργειες εναντίον κυβερνητικών δυνάμεων και αμάχων που κατέληξαν σε πολυάριθμους θανάτους και τραυματισμούς. Παραδείγματα τέτοιων βιαιοτήτων περιλαμβάνουν τον βομβαρδισμό ενός λεωφορείου με πολίτες όπου σκοτώθηκαν οκτώ άτομα και τραυματίστηκαν πολλά άλλα μεταξύ των οποίων γυναίκες και παιδιά, και ο βομβαρδισμός ενός τρένου που μετέφερε πετρέλαιο ντίζελ. Σε ένα άλλο περιστατικό στη Χομς ένα λεωφορείο της αστυνομίας ανατινάχτηκε με αποτέλεσμα το θάνατο δύο αστυνομικών. Ένας αγωγός καυσίμων και κάποιες μικρές γέφυρες χτυπήθηκαν επίσης».
Ο Ολλανδός ιερέας Fransvander Lugt, επί μακρόν κάτοικος Συρίας που σκοτώθηκε στη Χομς τον Απρίλιο του 2014, είχε σημειώσει τον Ιανουάριο του 2012:
«Από την αρχή τα κινήματα διαμαρτυρίας δεν ήταν αποκλειστικά ειρηνικά. Από την αρχή είδα ένοπλους διαδηλωτές να κινούνται παράλληλα με τους υπόλοιπους συγκεντρωμένους και να πυροβολούν πρώτοι τους αστυνομικούς. Πολύ συχνά η βία των δυνάμεων ασφαλείας ήταν η αντίδραση στη βία των ένοπλων ανταρτών».
Λίγους μήνες νωρίτερα, τον Σεπτέμβριο του 2011, είχε παρατηρήσει:
«Από την αρχή είχαμε το πρόβλημα των ενόπλων ομάδων που αποτελούσαν επίσης μέρος της αντιπολίτευσης… Η αντιπολίτευση στο δρόμο είναι πολύ ισχυρότερη από κάθε άλλη μορφή εναντίωσης. Και αυτή η αντιπολίτευση είναι οπλισμένη και συχνά κτηνώδης και βίαιη, μόνο και μόνο για να ρίξει το φταίξιμο στην κυβέρνηση».
Εκτός αυτών, γνωρίζουμε πλέον πως ό,τι κι αν συνέβη στη Συρία, σίγουρα δεν ήταν “λαϊκή επανάσταση”. Ο συριακός στρατός παρέμεινε ακέραιος, ακόμη και μετά τις πολυάριθμες αναφορές στον τύπο περί μαζικών λιποταξιών. Εκατοντάδες χιλιάδες Σύριοι συνέχισαν να διαδηλώνουν εκφράζοντας τη στήριξή τους στον Πρόεδρο της χώρας, αν και αυτές οι διαδηλώσεις αποσιωπήθηκαν. Οι κρατικοί θεσμοί και η κυβέρνηση και η επιχειρηματική ελίτ έχουν σε μεγάλο βαθμό παρεμείναν πιστοί στον Άσαντ. Οι μειονοτικές ομάδες -Αλαουίτες, Χριστιανοί, Κούρδοι, Δρούζοι, Σιίτες και το κόμμα Μπάαθ που είναι πλειοψηφικά σουνιτικό – δεν στράφηκαν ενάντια στην κυβέρνηση και δεν συμμετείχαν στην αντιπολίτευση. Οι μεγάλες αστικές περιοχές και τα πληθυσμιακά κέντρα παραμένουν υπό την προστασία και τον έλεγχο του κράτους, με λίγες εξαιρέσεις.
Άλλωστε, μια γνήσια επανάσταση δεν μπορεί να έχει κέντρα επιχειρήσεων στην Ιορδανία και στην Τουρκία. Ούτε μπορεί μια λαϊκή επανάσταση να χρηματοδοτείται, να εξοπλίζεται και να ενισχύεται από το Κατάρ, τη Σαουδική Αραβία, τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία.
Διασπορά «αφηγήσεων» για γεωπολιτικό όφελος
Το εγχειρίδιο Ανορθόδοξου Πολέμου των Ειδικών Δυνάμεων του στρατού των ΗΠΑ του 2010 αναφέρει:
«Ο σκοπός των προσπαθειών Ανορθόδοξου Πολέμου των ΗΠΑ είναι να εκμεταλλεύονται τα πολιτικά, στρατιωτικά, οικονομικά και ψυχολογικά τρωτά σημεία μιας εχθρικής ηγεσίας μέσω της ανάπτυξης και διατήρησης δυνάμεων αντίστασης για την επίτευξη των στρατηγικών στόχων των ΗΠΑ… Για το προσεχές μέλλον, οι δυνάμεις των ΗΠΑ θα εμπλακούν κυρίως σε επιχειρήσεις ασύμμετρου πολέμου».
Ένα απόρρητο τηλεγράφημα του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ του 2006 αποκαλύπτει ότι η κυβέρνηση Άσαντ ήταν, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, πιο ισχυρή τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και σε περιφερειακό επίπεδο και προτείνει τρόπους για να αποδυναμωθεί: «Τα ακόλουθα παρέχουν μία σύνοψη των δυνητικών τρωτών σημείων και τα πιθανά μέσα για την εκμετάλλευσή τους…» Στη συνέχεια δίνεται ένα κατάλογος “τρωτών σημείων” – πολιτικών, οικονομικών, εθνικών, θρησκευτικών, στρατιωτικών, ψυχολογικών – και συνιστώνται “δράσεις” για το πώς μπορεί κανείς να τα “εκμεταλλευτεί”.
Αυτό είναι σημαντικό. Το δόγμα ανορθόδοξου πολέμου των ΗΠΑ προϋποθέτει ότι οι πληθυσμοί των εχθρικών κρατών συνήθως περιλαμβάνουν ενεργές μειονότητες που αντίστοιχα εναντιώνονται ή υποστηρίζουν την κυβέρνησή τους, αλλά για να πετύχει ένα “κίνημα αντίστασης” πρέπει να κυριαρχήσει στις αντιλήψεις του μεγαλύτερου τμήματος που είναι οι “ανένταχτοι μέσοι πολίτες” προκειμένου να στραφούν εναντίον των ηγετών τους.Συμπληρώνει το εγχειρίδιο (και δανείζομαι γενναιόδωρα από ένα δικό μου προηγούμενο άρθρο):
Για να στραφεί ο “ανένταχτος μέσος πολίτης” στην υποστήριξη της εξέγερσης, το εγχειρίδιο συνιστά «τη δημιουργία ατμόσφαιρας ευρύτερης δυσαρέσκειας μέσα από προπαγάνδα και πολιτικές και ψυχολογικές προσπάθειες να δυσφημιστεί η κυβέρνηση».
Όσο η διένεξη κλιμακώνεται, τόσο «εντατικοποιείται και η προπαγάνδα με την ψυχολογική προετοιμασία του πληθυσμού για εξέγερση».
Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπάρξει τοπική και εθνική “αναστάτωση” – με την οργάνωση μποϊκοτάζ, με απεργίες και με άλλες κινήσεις που φανερώνουν δημόσια δυσαρέσκεια. Στη συνέχεια ακολουθεί «η διείσδυση ξένων υποκινητών και συμβούλων και ξένης προπαγάνδας, υλικής ενίσχυσης, χρημάτων, όπλων και εξοπλισμού».
Το επόμενο επίπεδο των διεργασιών θα πρέπει να είναι η ίδρυση «εθνικού μετώπου οργανώσεων [δηλαδή το Εθνικό Συμβούλιο Συρίας] και απελευθερωτικών κινημάτων [δηλαδή ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός]» που θα οδηγήσουν μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού στην αποδοχή «αυξημένης πολιτικής βίας και δολιοφθοράς» και θα ενθαρρύνουν την καθοδήγηση «ατόμων ή ομάδων που θα διαπράξουν δολιοφθορές σε αστικά κέντρα».
Έγραψα για ξενοκίνητες τακτικές ασύμμετρου πολέμου που εφαρμόστηκαν στη Συρία το πρώτο έτος της κρίσης – όταν οικυρίαρχες αφηγήσεις στα μέσα ενημέρωσης μιλούσαν ακόμη για το “δικτάτορα που σκοτώνει το λαό του”, τις “ειρηνικές διαμαρτυρίες”, την “ως επί το πλείστον άοπλη αντιπολίτευση”, την “γνήσια λαϊκή επανάσταση” και τους χιλιάδες “πολίτες” που γίνονταν στόχος αποκλειστικά των δυνάμεων ασφαλείας του κράτους.
Όλες αυτές οι αφηγήσεις ήταν επινοημένες; Οι εικόνες που είδαμε ήταν όλες στημένες; Ή αρκούσε απλώς να κατασκευαστούν ορισμένα μόνο πράγματα – επειδή η “αντίληψη” της μεγάλης πλειοψηφίας που είναι ο μέσος πολίτης, ήδη διαμορφωμένη, θα μπορούσε να δημιουργήσει τη δική της φυσική ορμή προς την αλλαγή καθεστώτος;
Και τι κάνουμε εμείς, σε αυτήν εδώ την περιοχή,μετά από αυτές τις τρομακτικές νέες πληροφορίες σχετικά με το πώς διεξάγονται οι πόλεμοι εναντίον μας – χρησιμοποιώντας τους πληθυσμούς μας ως στρατιώτες στο πεδίο της μάχης για την εξυπηρέτηση ξένων συμφερόντων;
Δημιουργώντας το δικό μας “παιχνίδι ”
Δύο είναι οι παίχτες σε αυτό το παιχνίδι αφηγήσεων.
Το πρώτο που μάθαμε είναι ότι οι ιδέες και οι στόχοι μπορούν να κατασκευαστούν, να προσαρμοστούν, να εξωραϊστούν και να εφαρμοστούν με μεγάλη αποτελεσματικότητα.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι πρέπει να καθιερώσουμε περισσότερα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και δίκτυα διανομής πληροφοριών για τη διάδοση των δικών μας απόψεων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης.
Οι Δυτικές κυβερνήσεις μπορούν να βασιστούν σε ένα γελοιωδέστατα συκοφαντικό στρατό δυτικών και περιφερειακών δημοσιογράφων που μας εκτοξεύουν την προπαγάνδα τους μέρα και νύχτα. Δεν χρειάζεται να είμαστε ισοδύναμοι με αυτούς σε αριθμούς ή μέσα: μπορούμε απλώς να αναπτύξουμε στρατηγικές για να αποτρέψουμε τις εκστρατείες παραπληροφόρησης στις οποίες επιδίδονται. Δυτικοί δημοσιογράφοι που επανειλημμένα δημοσιεύουν ψευδείς, ανακριβείς και επιβλαβείς πληροφορίες θέτοντας σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές πρέπει να αποκλείονται από την περιοχή.
Αυτοί δεν είναι δημοσιογράφοι – προτιμώ να τους αποκαλώ μαχητές των ΜΜΕ – και δεν τους αξίζουν οι ελευθερίες που παρέχονται στους πραγματικούς επαγγελματίες του τομέα της ενημέρωσης. Αν αυτοί οι δυτικοί δημοσιογράφοι είχαν, κατά το πρώτο έτος της συριακής σύγκρουσης, αμφισβητήσει τα δεδομένα οποιασδήποτε εκ των τεσσάρων αφηγήσεων που αναφέρθηκαν, θα είχαν σκοτωθεί ως σήμερα περισσότεροι από 250.000 Σύριοι; Θα καταστρεφόταν η Συρία και θα είχαν μείνει άστεγοι 12 εκατομμύρια Σύριοι; Θα υπήρχε καν το ISIS;
Ελευθερία του λόγου; Όχι ευχαριστώ – όχι, αν πρέπει να πεθάνουμε για τους στόχους της εθνικής ασφάλειας κάποιου άλλου.
Η Συρία άλλαξε τον κόσμο. Έφερε τους Ρώσους και τους Κινέζους (BRICS) στο επίκεντρο και μετέτρεψε την παγκόσμια τάξη από μονοπολική σε πολυπολική μέσα σε μια νύχτα. Και δημιούργησε έναν κοινό σκοπό για μια ομάδα σημαντικών κρατών της περιοχής που αποτελούν πλέον τη ραχοκοκαλιά ενός αναδυόμενου «Τόξου Ασφαλείας» από την Εγγύς Ανατολή ως τον Περσικό Κόλπο. Τώρα έχουμε τεράστιες δυνατότητες να μετασχηματίσουμε τον κόσμο και τη Μέση Ανατολή σύμφωνα με το δικό μας όραμα. Νέα σύνορα; Θα τα χαράξουμε από μέσα. Οι τρομοκράτες; Εμείς οι ίδιοι θα τους νικήσουμε. Οι ΜΚΟ; Θα δημιουργήσουμε τις δικές μας, με τους δικούς μας ανθρώπους και τα δικά μας σχέδια. Οι αγωγοί πετρελαίου; Εμείς θα αποφασίσουμε τη διαδρομή τους.
Αλλά ας αρχίσουμε να οικοδομούμε αυτές τις νέες αφηγήσεις πριν έρθουν οι “Άλλοι”να καλύψουν το κενό.
Και προσοχή! Το χειρότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να σπαταλήσουμε το χρόνο μας απορρίπτοντας τις ξένες αφηγήσεις. Αυτό ακριβώς θα μας κάνει να είμαστε οι “απορριπτικοί” στο παιχνίδι τους. Και αυτό δίνει ζωή στο παιχνίδι τους. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να δημιουργήσουμε το δικό μας παιχνίδι – ένα πλούσιο λεξιλόγιο τοπικών αφηγήσεων – που καθορίζει τον εαυτό μας, την ιστορία μας και τις προσδοκίες μας, με βάση τη δική μας πολιτική, οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα. Ας αφήσουμε τους “Άλλους” να απορρίψουν τη δική μας εκδοχή, ας αφήσουμε αυτούς να γίνουν οι “απορριπτικοί” στο δικό μας παιχνίδι… και ας του δώσουν ζωή.
πηγή:https://athens.indymedia.org