Παράρτημα της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων Ν. Κορινθίας
Το παράρτημα της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων (Π.Ε.Θ.) Νομού Κορινθίας συνήλθε σε Έκτακτη Γενική Συνέλευση την Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016 και αφού συζήτησε διεξοδικά (μεταξύ των άλλων) τα σοβαρά προβλήματα που προέκυψαν και προκύπτουν από την προσπάθεια εφαρμογής Νέου Προγράμματος Σπουδών (Ν.Π.Σ.) στο μάθημα των Θρησκευτικών, εξέδωσε (κατά πλειοψηφία) το παρακάτω:
ΨΗΦΙΣΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ
1ον) Θεωρούμε βεβιασμένη
και απροετοίμαστη την προσπάθεια επιβολής του νέου προγράμματος σπουδών (Ν.Π.Σ) στο μάθημα των θρησκευτικών (M.Τ.Θ.), ενώ ήδη είχε αρχίσει το τρέχον σχολικό έτος, είχαν διανεμηθεί τα βιβλία του προηγούμενου προγράμματος σπουδών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και η ροή της ύλης είχε ξεκινήσει κανονικά. Εκπαιδευτικοί, μαθητές και γονείς βρεθήκαμε ξαφνικά σε ένα εντελώς νέο πλαίσιο σπουδών, χωρίς καμία αντιστοιχία (του Ν.Π.Σ.) με τα διανεμηθέντα σχολικά βιβλία Θρησκευτικών, χωρίς ουσιαστική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και κυρίως χωρίς διάλογο με τους εμπλεκόμενους φορείς της εκπαιδευτικής κοινότητας.
Αποτέλεσμα όλης αυτής της χωρίς προηγούμενο στα εκπαιδευτικά χρονικά αναστάτωσης, ήταν να δεχθούμε τις έντονες διαμαρτυρίες γονέων μαθητών. Παράλληλα, δημιουργήθηκαν αμφιβολίες και ερωτηματικά στους μάχιμους θεολόγους καθηγητές, οι οποίοι κλήθηκαν να τα υλοποιήσουν, από την προχειρότητα του εγχειρήματος , αλλά και την αδιαλλαξία εκ μέρους του υπουργείου. Μιας εμμονής για την «πάση θυσία» εφαρμογή ενός εισαγόμενου «θρησκευτικού γραμματισμού», μιας ακαθόριστης δηλαδή θρησκευτικού τύπου παιδείας άγνωστης και αδοκίμαστης έως τώρα. Μοιάζει με πείραμα, μόνο που οι αποδέκτες των συνεπειών θα είναι οι μαθητές μας, και κατ’ επέκταση ολόκληρη η κοινωνία. Το Ν.Π.Σ, ως προς το περιεχόμενο, τη διάρθρωση της ύλης και τον εκπαιδευτικό προσανατολισμό, υστερεί παιδαγωγικά και γνωστικά. Παραθέτει πληροφορίες και όχι ουσιαστικές γνώσεις. Έρχεται σε σύγκρουση με τις αρχές που τα παιδιά έχουν ήδη αναπτύξει ως τώρα από την οικογένεια και το σχολείο,αλλά και με την Ορθόδοξη συνείδηση του διδάσκοντα. Ισοπεδώνει τον ορθόδοξο ανθρωπισμό του χριστιανισμού με κάθε άλλη θρησκεία και προβάλλει νέα ήθη και αξίες ασύμβατες με τον Ελληνορθόδοξο πολιτισμό μας.
Παράλληλα προκλήθηκε, δικαιολογημένα στο θέμα πού δημιουργήθηκε (με το ΝΠΣ), η εμπλοκή και της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως συναρμόδιας (από τον καταστατικό της χάρτη που αποτελεί και νόμο του Ελληνικού κράτους, τον 590/1977) για το περιεχόμενο της παρεχόμενης θρησκευτικής Παιδείας.
Όλα αυτά όμως τα γεγονότα και η προβολή τους από τα Μ.Μ.Ε, διετάραξαν το ομαλό Παιδαγωγικό κλίμα που οφείλει να επικρατεί στην εκπαιδευτική διαδικασία, αναστάτωσαν την εκπαιδευτική κοινότητα και προβλημάτισαν σοβαρά την Ελληνική κοινωνία.
2ον) Συμφωνούμε και αποδεχόμαστε ως παιδαγωγοί την εναλλαγή παλαιών και νέων εκπαιδευτικών μεθόδων διδασκαλίας (βιωματική, ομαδοσυνεργατική, μετωπική κ.ά), τις οποίες ήδη εφαρμόζαμε και εφαρμόζουμε παρά τις δυσκολίες στην υλικοτεχνική υποδομή των σχολείων της Ελληνικής περιφέρειας και της ανεπάρκειας των πόρων εν μέσω κρίσης. Είμαστε όμως έντονα προβληματισμένοι με τον αντιπαιδαγωγικό κατακερματισμό της ύλης, την ασυνέχεια, την αποσπασματικότητα και κυρίως το περιεχόμενο διδασκαλίας και το στόχο του Ν.Π.Σ, το οποίο όπου εφαρμόστηκε πιλοτικά τα προηγούμενα έτη είχε ως αποτέλεσμα την σύγχυση γνώσεων , όρων, εννοιών και συμπεριφορών εκ μέρους των μαθητών, οι οποίοι έμειναν χωρίς ουσιαστική μόρφωση, περιέπεσαν σε θρησκειολογική σύγχυση συγκρητιστικού τύπου και παρουσίασαν μια ακαθόριστη θρησκευτική συνείδηση.
Πιστεύουμε ότι «είτε εν γνώσει, είτε εν αγνοία» των εισηγητών του Ν.Π.Σ των Θρησκευτικών, η εφαρμογή τους οδηγεί σε μία συγκεκαλυμμένη αποδόμηση της Ορθοδοξίας σε βάθος χρόνου. Για παράδειγμα, τονίζεται ο Θεός ως έννοια και ιδέα, ενώ υποβαθμίζεται η έννοια του Θεού ως πρόσωπο καθώς και οι αναφορές στην Τριαδολογία, την Χριστολογία, την Σωτηριολογία και την Εκκλησιολογία. Η συνάντηση όμως Ελληνισμού και Χριστιανισμού ήταν η βάση η οποία γέννησε αυτόν τον Ελληνορθόδοξο πολιτισμό, που βλέπουμε καθημερινά γύρω μας και για τα μνημεία του οποίου (γραπτά και μη) καυχόμαστε και θαυμαζόμαστε παγκόσμια. Παρατηρούμε επίσης ότι οι Θρησκειολογικές αναφορές του Ν Π Σ υπερτονίζονται σε κάθε ευκαιρία, σαν να αποτελεί η Θρησκειολογία τον κορμό της Θεολογικής επιστήμης και όχι κλάδο της.
Ως θεολόγοι καθηγητές, ουδέποτε διδαχθήκαμε, στο πλαίσιο των ακαδημαϊκών μας σπουδών, τέτοιο θρησκειολογικό συνοθύλευμμα. Το αντικείμενο που καλούμαστε να διδάξουμε στους μαθητές μας, δεν υφίσταται με τέτοια σύνθεση και με τέτοιο προσανατολισμό ούτε στα ακαδημαϊκά ούτε στα αναλυτικά σχολικά προγράμματα καμιάς χώρας του κόσμου ( ούτε καν στην ουδετερόθρησκη Γαλλία ).
3ον)Επιπροσθέτως η εφαρμογή του Ν.Π.Σ, εγείρει θέμα συνταγματικότητας και νομιμότητας, καθώς έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 16 του Ελληνικού Συντάγματος, που επιτάσσει ως σκοπό της Παιδείας την «ανάπτυξη εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης» (όπως αυτή ερμηνεύθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ότι εννοείται η Ορθόδοξη θρησκευτική συνείδηση). Επίσης εγείρει θέμα νομιμότητας, καθώς σύμφωνα με τον ισχύοντα εκπαιδευτικό Νόμο 1566/85 ορίζεται ότι η διδασκαλία θα πρέπει να προσανατολίζει τους μαθητές «να διακατέχονται από πίστη στην πατρίδα και τα γνήσια στοιχεία της Ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης».
4ον) Ως μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος συμμεριζόμαστε και επικροτούμε την θέση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ.κ. Ιερωνύμου, ο οποίος αναφερόμενος στο Νέο Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά δήλωσε ότι είναι «απαράδεκτο», «επικίνδυνο» και ακατάλληλο για την Ελληνική κοινωνία στην οποία μόνο προβλήματα θα δημιουργήσει. Θεωρούμε την πρόταση της Ιεραρχίας (την οποία εισηγήθηκε ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου ) ρεαλιστική, τεκμηριωμένη και προς την σωστή κατεύθυνση επιστημονικά και παιδαγωγικά. Προτείνουμε να αξιοποιηθεί κι αυτή στον συμφωνηθέντα διάλογο που ξεκίνησε μεταξύ των επιτροπών της Εκκλησίας και του Υπουργείου Παιδείας.
5ον) Στηρίζουμε την θέση της Εκκλησίας, της πλειονότητας της επιστημονικής και εκπαιδευτικής κοινότητας και της Π.Ε.Θ για διάλογο από μηδενική βάση.
Μέχρι ολοκληρώσεως αυτού του διαλόγου, ζητούμε να τροποποιηθεί ο νόμος ώστε να έχουμε πάγωμα του Ν.Π.Σ στό μάθημα των Θρησκευτικών και επαναφορά του μέχρι τώρα ισχύοντος, για το οποίο ήδη υπάρχουν τα διανεμηθέντα στους μαθητές σχολικά εγχειρίδια. Κι αυτό γιατί θεωρούμε γεγονός παιδαγωγικά απαράδεκτο κι επικίνδυνο για την προοπτική και την ισοτιμία οποιουδήποτε μαθήματος, το να μην υπάρχει σχολικό εγχειρίδιο τουλάχιστον στην υποχρεωτική εκπαίδευση.
Είναι αναγκαίο πιστεύουμε να επανέλθει το ήρεμο παιδαγωγικό κλίμα που διαταράχθηκε (ως μη όφειλε), ώστε να προετοιμαστεί καλύτερα οποιαδήποτε αλλαγή του Προγράμματος Σπουδών στα Θρησκευτικά.
Κάνουμε ως Έλληνες πολίτες και μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας έκκληση για ουσιαστικό διάλογο από μηδενική βάση με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Οποιαδήποτε αλλαγή προκύψει ελπίζουμε να είναι κατά το δυνατόν προσαρμοσμένη και συμβατή με την Ελληνική σχολική πραγματικότητα,το Σύνταγμα και τους Νόμους του Ελληνικού κράτους και κυρίως αντάξια του πολιτισμού και της Ιστορίας του.