Καλαμπάκα, Σάββατο 26-11-2016
ΔΟΓΜΑ ΚΑΙ ΖΩΗ, ΜΙΑ ΑΔΙΑΡΡΗΚΤΗ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ
Δημήτριος Τσελεγγίδης
Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
Σήμερα, θά ἐπιχειρήσουμε νά ἐμβαθύνουμε λίγο στή σχέση τῆς ὀρθῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ ἐντός τῆς Ἐκκλησίας.
Καταρχήν, πρέπει νά προσδιορίσουμε μέ κάθε δυνατή ἀκρίβεια, τί εἶναι ἡ ἀλήθεια καθεαυτήν. Ἡ ἀλήθεια –στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας– εἶναι πρόσωπο καί ὄχι κάποια ἰδέα ἤ κάποια ἄποψη. Ἡ ἀλήθεια εἶναι καθεαυτήν ὑποστατική. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἀποκαλυπτόμενος μέσα στήν ἱστορία καί στή ζωή τοῦ πιστοῦ. Ἡ γνώση τῆς ἀλήθειας δέν εἶναι διανοητική, ἀλλά εἶναι ἐμπειρική-βιωματική, γιατί προϋποθέτει τήν μετοχή στήν ἀλήθεια.
Καταρχήν, πρέπει νά προσδιορίσουμε μέ κάθε δυνατή ἀκρίβεια, τί εἶναι ἡ ἀλήθεια καθεαυτήν. Ἡ ἀλήθεια –στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας– εἶναι πρόσωπο καί ὄχι κάποια ἰδέα ἤ κάποια ἄποψη. Ἡ ἀλήθεια εἶναι καθεαυτήν ὑποστατική. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἀποκαλυπτόμενος μέσα στήν ἱστορία καί στή ζωή τοῦ πιστοῦ. Ἡ γνώση τῆς ἀλήθειας δέν εἶναι διανοητική, ἀλλά εἶναι ἐμπειρική-βιωματική, γιατί προϋποθέτει τήν μετοχή στήν ἀλήθεια.
Ἡ Ὀρθοδοξία κατέχει καί βιώνει τήν πληρότητα τῆς ἀλήθειας. Ἀλήθεια καί ζωή νοοῦνται πρωτίστως ἐπί ὑπαρξιακοῦ πεδίου. Ἡ ἀλήθεια δέν μπορεῖ νά διαχωριστεῖ ἀπό τή ζωή στήν πληρότητα καί τήν αὐθεντικότητά της, χωρίς ὀλέθριες συνέπειες. Ἡ ζωή γιά τήν Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἄλλη ὄψη τῆς ἀλήθειας. Εἶναι ἡ ἄκτιστη, ἡ ἀΐδια καί αἰώνια ζωή, γιά τήν ὁποία γίνεται λόγος στό Εὐαγγέλιο. Στήν προκειμένη περίπτωση, εἶναι πολύ διαφωτιστική καί ἐκφραστική ἡ σύνδεση, πού κάνει ὁ Χριστός ἀνάμεσα στήν αὐθεντική ἀλήθεια καί τήν ἀληθινή ζωή. Ὁ Χριστός, ὡς αὐτοαλήθεια, μᾶς διαβεβαιώνει, ὅτι «αὕτή ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκουσί σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν»[1]. Ἡ αἰώνια ζωή εἶναι γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἀλλά, ὅπως γνωρίζουμε, στή βιβλική, πατερική καί ἐκκλησιαστική γλώσσα ἡ γνώση εἶναι ὑπόθεση βιωματική. Γνώση σημαίνει βιωματική ἐμπειρία. Ἐμπειρία πού προκύπτει ἀπό τή μετοχή τῆς ἀλήθειας. Στήν ἱστορική καί ἐμπειρική φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὀρθοδοξία της συγκεκριμενοποιεῖται στήν ἀκρίβεια καί τήν ἀκεραιότητα τῆς δογματικῆς διδασκαλίας της, ἐνῶ ἡ ὀρθοπραξία της φανερώνεται κατεξοχήν στήν ἁγιοπνευματική ζωή τῶν θεουμένων μελῶν της. Καί, ὅπως εὔστοχα σημειώνει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, ἡ θεοσεβής ζωή συνίσταται ἀπό δόγματα εὐσεβῆ καί ἀπό πράξεις ἀγαθές. Καί οὔτε τά δόγματα χωρίς ἀγαθά ἔργα εἶναι εὐπρόσδεκτα ἀπό τόν Θεό, ἀλλά οὔτε καί τά ἔργα πού δέ συνοδεύονται ἀπό εὐσεβῆ δόγματα, τά δέχεται ὁ Θεός[2]. Οἱ ἠθικές ἀρετές, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ζωοποιοῦνται ἀπό τήν ψυχή[3], ἡ ὁποία ἁγιάζεται μέ τά ὀρθά δόγματα[4] πού εἶναι καί φορεῖς ἁγιαστικῆς ἐνεργείας. Ἀλλά καί κατά τόν ἅγιο Μάξιμο, «ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται διά τῆς ἀκριβοῦς ὁμολογίας τῆς πίστεως»[5].
Κατά συνέπεια, ἡ ἀλήθεια στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι θεωρητική, νοητική δηλαδή ἀποδοχή τοῦ διά τῆς ἀκοῆς ἤ μελέτης γνωστοποιηθέντος περιεχομένου τῆς πίστεως, ἀλλά, κυρίως, μυστήριο, πού βιώνεται μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[6]. Χωρίς τή μετοχή αὐτῆς τῆς ἐνέργειας, εἶναι ἀδύνατο νά γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος τή σοφία τοῦ Θεοῦ καί νά κοινωνήσει σέ θεῖα μυστήρια τῆς πίστεώς μας[7]. Στό πλήρωμα τῆς ἀλήθειας οἱ πιστοί ὁδηγοῦνται ἀπό τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, κατά τρόπο βιωματικό. Γι’ αὐτό καί παραμένουν ἀκλόνητοι σ’ αὐτήν μή φοβούμενοι ἀπειλές, διωγμούς ἤ θάνατο. Στήν περίπτωση αὐτή μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά τήν πνευματική ὡριμότητα, πού ὑπαινίσσεται ὁ Μ. Βασίλειος, σ’ ὅσους τρέφονται μέ τή στερεά τροφή τῶν δογμάτων, «ὡς διαβεβηκότες τήν ἐν Χριστῷ νηπιότητα, καί οὐκέτι δεόμενοι γάλακτος, ἀλλά δυνάμενοι τῇ στερεᾷ τῶν δογμάτων τροφῇ τόν ἔσω ἄνθρωπον τελειοῦσθαι…»[8].
Ἡ πνευματική τελειότητα, ὅταν χαρακτηρίζει τόν ὀρθόδοξο πιστό, εἶναι συνυφασμένη μέ τό ὀρθόδοξο φρόνημα καί τή δογματική ἀκρἰβεια.
Ἀλλά, ἐνῶ ἡ ζῶσα Ὀρθοδοξία συνυπάρχει ὀργανικά μέ τήν ὀρθοπραξία, ἡ αἵρεση δέν εἶναι καθόλου συμβατή μέ τήν εὐσέβεια. Εἶναι ἀδύνατον ὁ αἱρετικός νά εἶναι εὐσεβής καί ἐνάρετος. «Ἀδύνατον ἐκ χιόνος προϊέναι φλόγα, ἀμηχανώτερον δέ ἐν ἑτεροδόξῳ ταπεινοφροσύνην ὑπάρχειν», σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, «πιστῶν καί εὐσεβῶν τό κατόρθωμα, καί τοῦτο τοῖς λοιπόν κεκαθαρμένοις»[9]. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς οἱ αἱρετικοί χαρακτηρίζονται ὡς ἀσεβεῖς καί ἡ αἵρεση ὡς ἀσέβεια[10].
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ποτέ δέν αὐτονόμησε τήν ἀλήθεια καί τό δόγμα ἀπό τή ζωή καί τήν εὐσέβειά της. Ἡ θεολογία καί τά δόγματα ἦταν πάντοτε συνδεδεμένα μέ τή ζωή τῶν πιστῶν. Ἡ δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί τό ἦθος τῶν πιστῶν ὀφείλουν νά βρίσκονται σέ λειτουργική σχέση, οὕτως ὥστε τό ἕνα νά ἐπιβεβαιώνει τό ἄλλο, ὡς δύο ὄψεις τῆς ἴδιας ἀκριβῶς πραγματικότητας. Σέ καμία περίπτωση δέν ἐπιτρέπεται νά αὐτονομεῖται ἡ ζωή τῶν πιστῶν ἀπό τό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί ὅταν ἀκυρώνεται τό ἕνα, παύει νά ἰσχύει καί τό ἄλλο.
Ὁ καθαρός βίος κρίνεται καί καταξιώνεται μόνο ἀπό τήν ὀρθή πίστη. Καί ἡ ὀρθή πίστη ἔχει τήν φερεγγυότητα καί τό ἀντίκρισμά της στήν καθαρότητα τῆς ζωῆς.
Μάλιστα, ἡ μονομερής προβολή ἑνός ἀπό τά θεμελιώδη αὐτά χαρακτηριστικά τῆς Ὀρθοδοξίας θεωρήθηκε πάντοτε ὡς διάψευση τῆς ὅλης ταυτότητάς της. «Οὐδέν ὄφελος βίου καθαροῦ, δογμάτων διεφθαρμένων», σημειώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «ὥσπερ οὐδέ τοὐναντίον, δογμάτων ὑγιῶν, ἐάν ὁ βίος ᾖ διεφθαρμένος»[11]. Ἡ ζωή τῶν πιστῶν ἔχει γνησιότητα, ὅταν βεβαιώνει τή θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἀποτελεῖ δηλαδή τή βιωματική ἐμπειρία τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως. Ἀλλά καί ἡ δογματική ἀλήθεια ἔχει πρακτική καί σωτηριολογική ἀξία, ὅταν βιώνεται καί φανερώνεται ὡς ἐν Χριστῷ ζωή, ὅταν ὑπάρχει ἁγιοπνευματική καθαρότητα τοῦ βίου. Ὁ χρυσορρήμονας Πατέρας εἶναι κατηγορηματικός: «Μηδέ νομίζωμεν ἀρκεῖν ἡμῖν πρός σωτηρίαν τήν πίστιν, ἐάν μή βίον ἐπιδειξώμεθα καθαρόν»[12], παρατηρεῖ χαρακτηριστικά.
Τό ἐκκλησιαστικό ἦθος, ὡς ἐν Χριστῷ ἦθος, δέν ἀποτελεῖ ἐπιμέρους ἐκδήλωση τοῦ πιστοῦ, ἀλλά ἐκφράζει καθολικά τήν ὕπαρξή του. Γι’ αὐτό ἄλλωστε καί ὁ Χριστός στήν Ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία του συνέζευξε τήν πίστη πρός αὐτόν μέ τήν τήρηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ: «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»[13].
Ἡ σύζευξη τοῦ δόγματος καί τοῦ ἤθους, τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς, δέν εἶναι μηχανιστική, εἶναι ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού προϋποθέτει ὅμως τήν ἐλεύθερη συνεργία τοῦ ἀνθρώπου. Γιά νά μένει ἡ πίστη ἄσειστη, χρειάζεται ἡ βοήθεια καί ἡ ἐνεργός παραμονή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν πιστό. Ἡ ἐνεργός ὅμως παραμονή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διασφαλίζεται μέ τήν καθαρότητα τοῦ βίου καί τήν ἄριστη ζωή. Ὁ καθαρός βίος πείθει, κατά κάποιο τρόπο, τό Ἅγιο Πνεῦμα νά παραμένει ἐνεργό καί νά ἐνισχύει τή δύναμη τῆς πίστεως. Γι’ αὐτό εἶναι ἀδύνατο νά μή κλονίζεται ἡ πίστη ἐκείνου πού ἔχει ἀκάθαρτο βίο[14], γιατί ὁ ἀκάθαρτος βίος γίνεται ἐμπόδιο στήν ἀκρίβεια βιώσεως τῶν δογμάτων καί μάλιστα σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε τά δόγματα αὐτά νά διαστρέφονται καί νά ἀντιστοιχοῦν στήν ἀκάθαρτη ζωή του[15].
Ἡ ἐσφαλμένη καί ἀκάθαρτη ζωή ἐμποδίζει τήν κατανόηση τῶν ὑψηλῶν δογμάτων τῆς πίστεως, ἐπειδή πρακτικῶς συσκοτίζει τή διορατικότητα τοῦ νοῦ. Καί, ὅπως δέν εἶναι δυνατόν ποτέ κάποιος, πού βρίσκεται στήν πλάνη καί ζεῖ σωστά, νά μείνει τελικά στήν πλάνη, ἔτσι δέν εἶναι εὔκολο καί ἐκεῖνος, πού παραμένει στήν πονηρία, νά ἀναχθεῖ γρήγορα στό ὕψος τῶν δογμάτων. Ἐκεῖνος, πού ἀναζητᾶ τήν ἀλήθεια, πρέπει νά διατηρεῖ τόν ἑαυτό του καθαρό ἀπό ὅλα τά πάθη. Ὅποιος ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά πάθη καί ἀπό τήν πλάνη θά ἀπαλλαγεῖ καί τήν ἀλήθεια θά γνωρίσει. Ὁ Θεός καλεῖ καί ὁδηγεῖ στήν ἀλήθεια ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος συμβαίνει νά ἔχει φόβο Θεοῦ καί ἐνάρετη ζωή. Δέν ὑπάρχει δηλαδή περίπτωση, λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, κάποιος ἑτερόθρησκος νά παραμένει στήν πλάνη, ὅταν εἶναι καλός καί φιλάνθρωπος. Ἄν συμβαίνει ὅμως νά παραμένει στήν πλάνη του, τότε ὑπάρχει σίγουρα κάποιο ἄλλο πάθος του, ὅπως ἡ κενοδοξία, ἡ ραθυμία τῆς ψυχῆς, ἡ ἔλλειψη φροντίδας γιά τή σωτηρία του κ.τ.λ. Ὁ Θεός ἕλκει αὐτούς, πού βρίσκονται στήν πλάνη, ὅταν ἔχουν καθαρό βίο[16]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἦταν φοβερός πολέμιος καί διώκτης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδή ὅμως εἶχε ἄμεμπτη ζωή, ὄχι μόνο ἔγινε δεκτός στήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ὅλους τούς ξεπέρασε[17].
Ὡς πρός τό θέμα τῆς σχέσεως πίστεως καί ζωῆς, στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, θά σημειώσουμε τό ἑξῆς παράδοξο καί τραγικό φαινόμενο. Στίς μέρες μας πολλοί ὀρθόδοξοι πιστοί ἐμφανιζόμαστε νά πιστεύουμε Ἀνατολικῶς, ἀλλά νά ζοῦμε Δυτικῶς. Αὐτό εἶναι κάτι πάρα πολύ σοβαρό, γιατί πιστοποιεῖ ἕναν ἐσωτερικό ὑπαρξιακό διχασμό. Ἔτσι ἄλλωστε ἑρμηνεύεται, γιατί στήν ἐποχή μας μεταβάλλονται ραγδαίως αἰώνιες ἀλήθειες, παρά τή σαφέστατη ἁγιογραφική καί πατερική σύσταση νά μή «μεταίρωμεν ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν»[18]. Ὁ Δυτικός τρόπος ζωῆς, πού πρωτογενῶς καί δομικά χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἔπαρση, τήν ὑπεροψία καί τόν τύφο, ἀποτελεῖ τή γενεσιουργό αἰτία κάθε ἑτεροδοξίας, ἀλλά καί τῆς σύγχρονης παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενικοῦ συγκρητισμοῦ. Ὁ κίνδυνος, ἡ ἐσφαλμένη ζωή νά ὁδηγήσει στήν ἐσφαλμένη πίστη, εἶναι βέβαιος. Ἁπλῶς, εἶναι θέμα χρόνου τό πότε καί πόσο θά συμβεῖ. Γι’ αὐτό, χρειάζεται πάντοτε ἡ σύζευξη, «ἵνα καί ὁ βίος μαρτυρῇ τοῖς δόγμασι, καί τά δόγματα τόν βίον ἀξιόπιστον ἐπιφαίνῃ»[19]. Δέν ἔχουμε κανένα ὄφελος ἀπό τά ὀρθά δόγματά μας, ἄν τά ἔργα μας εἶναι διεστραμμένα[20].
Ἄν ὅμως ἡ γνώση καί ἡ βίωση τῆς ἀλήθειας συνιστοῦν συνοπτικῶς τήν Ὀρθοδοξία, τότε ἡ αἵρεση εἶναι ἡ ἀπόκλιση ἀπό αὐτή τή γνώση καί μετοχή.
Κατά τήν Ἁγία Γραφή, ἡ αἵρεση εἶναι πρωτίστως διδασκαλία δαιμονίων, ἐμπνέεται δηλαδή ἀπό τά πονηρά πνεύματα[21]. Κατά τήν Ἀσκητική Γραμματεία τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἴδιος ὁ διάβολος ἔφερε στόν κόσμο κάθε κακοδοξία καί αἵρεση, ἐνῶ, κατά τόν στῦλο τῆς Ὀρθοδοξίας Μ. Ἀθανάσιο, ἡ αἵρεση «οὐκ ἔστι τῶν ἀποστόλων, ἀλλά τῶν δαιμόνων καί τοῦ πατρός αὐτῶν τοῦ διαβόλου καί μᾶλλον ἄγονος καί ἄλογος καί διανοίας ἐστίν οὐκ ὀρθῆς»[22]. Μέ τό ἴδιο πνεῦμα αὐτοῦ τοῦ χωρίου οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων χαρακτηρίζουν τούς αἱρετικούς ὡς φρενοβλαβεῖς (πνευματικῶς).
Μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποιοῦν βαρεῖς χαρακτηρισμούς γιά τήν αἵρεση καί τούς αἱρετικούς. Ὀνομάζουν τήν αἵρεση ἀπιστία καί ἀθεΐα καί τούς αἱρετικούς ὡς ἑτερόδοξους, ἀπίστους καί ἀθέους. Εἰδικότερα, ὁ Μ. Ἀθανάσιος χαρακτηρίζει τούς αἱρετικούς ὡς ἐχθρούς καί ἀρνητές τῆς ἀλήθειας, ἐνέργημα τοῦ διαβόλου[23] καί προδρόμους τοῦ Ἀντιχρίστου[24].
Ἡ αἵρεση συνδέεται ἄρρηκτα μέ τήν πλάνη στή διττή ἐκδοχή της, τήν ἐκτροπή δηλαδή ἀπό τήν ἀλήθεια καθεαυτήν καί τήν ἐκτροπή ἀπό τό πλήρωμα τῆς ζωῆς. «Ὥσπερ ὁ ἐξελθών ὁδοῦ εὐθείας πλανᾶται ἐν ἀλλοδαπῇ χώρᾳ, μή ἐπιστάμενος ποῦ πορεύεται», σημειώνει ὁ ἅγιος Νεῖλος (ὁ ἀσκητής), «οὕτω καί ὁ ἄνθρωπος πλανᾶται μή πιστεύων εἰς ὁμοούσιον Τριάδα»[25]. Ὅποιος ὅμως πλανᾶται, οὔτε στόν τελικό σκοπό φθάνει, ἀφοῦ εἶναι ἐκτός ὁδοῦ, οὔτε τήν ἀσφάλεια τῆς ὁδοῦ γεύεται, πορευόμενος μέ τρόπους ἀλλοτρίους καί ἀλλοτριωτικούς τῆς ὄντως ὑγιοῦς ζωῆς.
Εἶναι κοινός τόπος τῆς Πατερικῆς Γραμματείας, ὅτι ἀξιολογικῶς ἡ αἵρεση βρίσκεται πάνω ἀπό κάθε ἠθική ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή ἡ αἵρεση κατεξοχήν χωρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό. Τόν χωρισμό τῶν πιστῶν ἀπό τόν Θεό πιστοποιεῖ καί θεσμικῶς ἡ Ἐκκλησία στίς Οἰκουμενικές της Συνόδους μέ τούς ἀφορισμούς καί τά ἀναθέματα σ’ ὅσους δέν ἀποδέχονται τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι δογματική ἀπόφανσή της.
Ἀλλά, στά Πατερικά συγγράμματα εἶναι συχνή ἡ ἀναφορά καί στήν ἠθική πλευρά τῆς αἱρέσεως, ὡς ἀρρήκτως συνδεδεμένης μέ τή δογματική σημασία της. Σέ ἀντίθεση πρός τόν ἑνοποιητικό χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας, ὁ χαρακτήρας τῆς αἱρέσεως εἶναι διασπαστικός. Τίποτε ἄλλο δέν ἔκαναν οἱ αἱρέσεις καί οἱ αἱρετικοί στήν Ἐκκλησία, παρά τό νά μήν ἀγαποῦν ἐμᾶς, τό Θεό ἀλλά καί ἀλλήλους[26]. Ἡ ἐκτροπή τῶν αἱρετικῶν ἀπό τήν ὀρθή πίστη ἔχει ὡς φυσική συνέπεια καί τήν ἐκτροπή ἀπό τή γνήσια πνευματική ζωή. Γι’ αὐτό καί ἡ ζωή τους χαρακτηρίζεται ἀπό τή βία, τή συκοφαντία καί τά ἐγκλήματα.
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὁ Μ. Βασίλειος καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μᾶς καταθέτουν προσωπικές ἐμπειρίες ἀπό μιά τέτοια συμπεριφορά. Δέν ὑστεροῦν ὅμως σέ ἀνάλογες συμπεριφορές οἱ Ρωμαιοκαθολικοί καί οἱ Προτεστάντες, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ ἱστορία τῶν σταυροφοριῶν καί τῶν προσηλυτιστικῶν δραστηριοτήτων τους στή Μέση Ἀνατολή καί τήν Ἀνατολική Εὐρώπη.
Ὅταν κινδυνεύει ἡ ὀρθόδοξη πίστη, οἱ ὄντως πιστοί δείχνουν μεγάλη εὐαισθησία καί ἀναδεικνύονται ὑπέρμαχοι τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος καί τῆς ὀρθόδοξης εὐσέβειας. Ἄλλωστε, ἡ ἴδια εὐαισθησία, πού ἔχουν οἱ πιστοί γιά τή βίωση καί διαφύλαξη τῆς ἀκεραιότητας τῆς πίστεως, ἐνεργοποιεῖται καί γιά τήν καταπολέμηση τῆς πλάνης τῶν αἱρετικῶν. Εἶναι φυσικό οἱ ζωντανοί φορεῖς τῆς βιωμένης ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας νά εἶναι καί οἱ ὑπερασπιστές τῆς πίστεως καί οἱ ἀκατάβλητοι πολέμιοι τῆς αἱρέσεως, ἐπειδή ἡ αἵρεση ἀποτελεῖ στήν πράξη διάψευση τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ὅσοι ἀγωνίζονται γιά τήν κοινή ὀρθόδοξη πίστη, ἀγωνίζονται οὐσιαστικά γιά τή διασφάλιση τῆς χαρισματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι καί ἡ δική τους προσωπική ζωή. Στήν προκειμένη περίπτωση, οἱ ἐπιεικεῖς καί εἰρηνικοί πιστοί ἐμφανίζονται «πολεμικοί», θά μᾶς πεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος[27]. Ἐδῶ, ἡ ἀντιρρητική καί πολεμική στάση τῶν πιστῶν καί κατεξοχήν τῶν ἁγίων ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας μας δέν πρέπει νά παρανοηθεῖ, ἐπειδή στήν πραγματικότητα ἡ στάση αὐτή ἀποτελεῖ ἀγωνιστική ἄμυνα. Ὅταν δηλαδή ἡ Ἐκκλησία διατρέχει σοβαρό κίνδυνο ἀπό τή δράση τῶν αἱρετικῶν, οἱ συνειδητοποιημένοι ὀρθόδοξοι πιστοί ἀγωνίζονται ἀμυνόμενοι, δίνοντας ἔτσι τή μαρτυρία τῆς σταθερῆς παραμονῆς τους στήν παραδεδομένη πίστη. «Ἐστήκαμεν ἀγωνιζόμενοι ὑπέρ τοῦ κοινοῦ κτήματος, τοῦ πατρικοῦ θησαυροῦ τῆς ὑγιαινούσης πίστεως», θά διευκρινίσει ὁ ἀκριβολόγος καί οὐρανοφάντορας Μ. Βασίλειος[28].
Ὁ ἀγώνας τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν, ἀκόμη κι ὅταν ἔχει ὡς τίμημα τήν ἴδια τή ζωή τους, δέ στρέφεται κατά τῶν αἱρετικῶν, ἀλλά κατά τῆς αἱρέσεως, ἡ ὁποία ἀπειλεῖ νά διαβρώσει τήν ἀλήθεια καί κατ’ ἐπέκταση τή ζωή τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν υἱοθετεῖ ποτέ τή βία ἔναντι τῶν ἀντιφρονούντων αἱρετικῶν, ἀλλά ἀναπτύσσει τήν ἀντιρρητική θεολογία, γιά νά πείσει μέ τή λογικότητα καί τήν ὀρθότητα τῶν ἐπιχειρημάτων, παραπέμποντας ἐπιπροσθέτως στόν ἐκκλησιαστικό καί ἁγιοπνευματικό βίο συγκεκριμένων χαρισματικῶν φορέων της.
Ὁ στόχος τῆς στάσεως αὐτῆς τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπέναντι στήν πρόκληση τῶν αἱρετικῶν εἶναι διπλός. Ἀπό τή μία διασφαλίζεται τό ἐκκλησιαστικό σῶμα ἀπό διαβρωτικές καταστάσεις, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη δίνεται ἡ δυνατότητα νά ἐπανέλθουν οἱ πλανηθέντες στήν ὑγιαίνουσα πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό πιστοποιεῖται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ ἀντιρρητικοί Πατέρες, παρότι χρησιμοποιοῦν αὐστηρή γλώσσα ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, δέν αἰσθάνονται μίσος πρός αὐτούς[29]. Ἀπεναντίας, εἶναι ἀνεξίκακοι, πρᾶοι καί φιλανθρωπότατοι ἔναντι τῶν ἴδιων τῶν αἱρετικῶν, μολονότι ἐκεῖνοι φέρονται ἐριστικῶς πρός αὐτούς. Σαφῶς, ὅμως, θεωροῦν τή φιλία καί τή συναναστροφή μέ τούς αἱρετικούς ὡς «βλάβη» καί «ἀπώλεια» ψυχῆς[30]. Ἡ συζήτηση μέ τούς αἱρετικούς μπορεῖ καί πρέπει νά γίνεται μόνον στό πλαίσιο τῆς σύστασης τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει, ὤν αὐτοκατάκριτος»[31]. Ἡ συνομιλία ὀφείλει νά περιορίζεται «μόνον ἄχρι νουθεσίας τῆς πρός εὐσέβειαν μεταβολῆς», κατά τόν Μ. Ἀθανάσιο[32].
Κινούμενος μέσα στό ἴδιο πνεῦμα τῆς ἁγιογραφικῆς καί πατερικῆς πρακτικῆς, ὁ μεγάλος θεολόγος τῆς θεοπτίας τοῦ ἀκτίστου φωτός, ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, θέτει ὡς προϋπόθεση ἑνός θεολογικοῦ διαλόγου μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς τήν ἀφαίρεση τοῦ Filioqueἀπό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως[33]. Ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἔτσι καί οἱ ἅγιοί του πάντοτε ζητοῦν τή γνήσια πίστη ὡς ἐντελῶς ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τή θεραπεία καί τή σωτηρία. Εἶναι ἰδιαίτερα χαρακτηριστική ἡ προϋπόθεση, πού θέτει ὁ Μ. Ἀθανάσιος γιά τό διάλογο μέ τούς αἱρετικούς. Δέν μπορεῖ, λέει, νά γίνεται λόγος γιά κανένα ἄλλο πράγμα μέ αὐτούς, πρίν ἐξετασθεῖ τό θέμα τῆς πίστεως. Πρῶτα πρέπει νά προηγηθεῖ ἡ συμφωνία στήν πίστη. Τήν ἐκκλησιαστική αὐτή μέθοδο τήν θεμελιώνει στή μέθοδο τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος δέν θεράπευε τούς πάσχοντες, πρίν ἐκδηλώσουν τήν πίστη τους σ’ Αὐτόν[34].
Ἡ Ὀρθοδοξία -ὡς φρόνημα καί βίωμα τῆς πίστεως- ἀναδεικνύεται, κατεξοχήν, κατά τήν ἐποχή τῆς ἐμφανίσεως τῶν αἱρέσεων. Ὅμως καί σήμερα, χαρισματικές μορφές τῆς Ὀρθοδοξίας γίνονται σημεῖα ἀναφορᾶς, γιά ἕναν σταθερό προσανατολισμό ὀρθῆς πίστεως καί ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς, μέσα στή σύγχυση πού δημιουργοῦν οἱ ποικίλες ἑρμηνεῖες τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως, εἰδικότερα στό πλαίσιο τοῦ διεξαγομένου διαλόγου τῶν ὀρθοδόξων μέ τούς ἑτεροδόξους.
Ἡ Ὀρθοδοξία ἐκφράστηκε πάντοτε αὐθεντικά ἀπό τούς ἁγίους, ἀπό τούς θεσμικούς καί τούς χαρισματικούς φορεῖς τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς της. Μποροῦμε γι’ αὐτό νά εἴμαστε ἀσφαλεῖς καί αἰσιόδοξοι ὅτι δέν κινδυνεύουμε, μόνον ἐφόσον τούς ἀκολουθοῦμε, ἐφόσον εἴμαστε «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι».
[1] Ἰω. 17,3
[2] Βλ. Κατηχήσεις 4, P.G. 33, 456B
[3] Βλ. P.G. 60,745
[4] Βλ. P.G. 59, 443
[5] P.G. 90, 165A
[6] Βλ. Ἁγίου Μάρκου τοῦ ἐρημίτη, P.G. 65, 1001AB
[7] Βλ. Ἁγίου Μακαρίου, P.G. 34, 904B
[8] P.G. 31, 920A
[9] P.G. 88, 996B
[10] Βλ. Μ. Ἀθανασίου, P.G. 26, 1076C καί P.G. 25, 221-225
[11] P.G. 53,31 καί P.G. 59, 369
[12] P.G. 59, 77
[13] Μθ. 6, 21
[14] Βλ. P.G. 51, 280
[15] Βλ. P.G. 55,50 καί P.G. 62, 93
[16] Βλ. P.G. 61, 70 καί P.G. 57, 243-244
[17] Βλ. Ε.Π.Ε. 18, 222-224
[18] P.G. 59, 63 καί Παροιμ. 22,28: «Μή μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες σου»
[19] P.G. 64, 500C
[20] P.G. 59, 59-61
[21] Βλ. σχετικά Α΄Τιμ. 4,1
[22] P.G. 26, 960Β
[23] Βλ. P.G. 25, 541C–544C
[24] Βλ. P.G. 26, 25Β καί 941Α
[25] P.G. 79, 1237C
[26] Βλ. P.G. 87, 2925Β
[27] Βλ. P.G. 35, 1112Α
[28] Βλ. Ἐπιστολή 243, P.G. 32, 908C
[29] Βλ. Μ. Ἀθανασίου, P.G. 26, 937C
[30] Βλ. Μ. Ἀθανασίου, P.G. 26, 940C
[31] Τίτ. 3,10
[32] Βλ. P.G. 26, 940Β
[33] Βλ. Περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Α΄, 4, 27-31. Π. Χρήστου, τόμ. Α΄, σ. 31
[34] Βλ. Μ. Ἀθανασίου, Περί τῶν γεγενημένων παρ’ Ἀρειανῶν 36, Β.Ε.Π., 31, 260-261
meteoronlithopolis.gr
meteoronlithopolis.gr