Ντρέπομαι την αρματολίτικη ρίζα πίσω απ’ την οποία η οικογενειακή γραμμή χάνεται – δημοτολόγια τότες δεν υπήρχαν.
Ντρέπομαι τον τετράκις προπάππο μου, αγωνιστή με μητρώο του 1821 δίπλα σε έναν απ’ τους μεγάλους.
Ντρέπομαι όλους εκείνους, κοντινούς ή μακρινούς, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, συγγενείς που συμμετείχαν με βαρύ τίμημα υγείας ή έπεσαν, στους αγώνες που δόθηκαν για την πατρίδα.
Ντρέπομαι τον παππού μου, που γύρισε ανάπηρος απ’ την Αλβανία.
Αλλά περισσότερο απ’ όλους ντρέπομαι εσένα, Στρατηγέ Γεώργιε Καραϊσκάκη.
Έπεσες άνανδρα από δόλιο βόλι, άλλος ένας κορυφαίος που μάς «έφαγαν» οι Εγγλέζοι, επειδή ήθελες Ελλάδα μεγαλύτερη, ήθελες τη Ρούμελη ελεύθερη – και την απελευθέρωσες. Ενώ εκείνοι ήθελαν μια Ελλάδα-προτεκτοράτο μόνο στο Μωριά, για να ελέγχουν τους θαλάσσιους δρόμους από Ανατολή σε Δύση που περνούσαν νότια και δυτικά απ’ τις ακτές του.
Έπεσες στον αγώνα για τη δική μου -μέχρι πρότινος- Ελευθερία. Βγαλμένη απ’ την κόψη του σπαθιού σου την τρομερή, από το αίμα σου το άγιο κι απ’ τα κόκκαλά σου τα ιερά.
Και ελευθερία σήμαινε μόνον ένα πράγμα : να εκδιωχθεί δια παντός το Ισλάμ απ’ την Ελλάδα. Σ’ αυτά τα μέρη, εκατέρωθεν της Ελληνικής Λίμνης, κατοικεί ο ίδιος λαός εδώ και χιλιάδες χρόνια. Οι Τούρκοι νομάδες δεν έφεραν μαζί τους «λαό» από τα βάθη της Ασίας. Ήταν που οι περισσότεροι, παλαιότεροι όμαιμοι μας, στην απέναντι ακτή του Αιγαίου εξισλαμίστηκαν.
Δεν είμαστε παρά εκείνοι οι ξεροκέφαλοι, απείθαρχοι, επίμονοι που παρέμειναν Ορθόδοξοι.
Έπεσες για να φύγουν από την ιερή μας γη ιμάμηδες, μιναρέδες και μαντήλες. Έπεσες δυο χιλιόμετρα μακριά από ‘κει που μίλησε προχθές ο μαυροπερικλής. Και τον τάφο σου τον μαγάρισαν οι μουσουλμανικές μαντήλες τις οποίες έφεραν για κοινό στον αστραφτερό πλασιέ, για να επιβάλουν μέσω πολυπολιτισμικών επικλήσεων την παλινόρθωση του Ισλάμ στον τόπο μας, τη σκοταδιστική θρησκεία και υπαρξιακό μας εχθρό, που για να φύγει εσύ μαρτύρησες εκεί παραδίπλα.
Γιατί ποτέ δεν συμβιβάστηκε η λάμψη στην ατμόσφαιρα της γης μας με δυναστικές συνήθειες που έρχονται από τη σκοτεινή Κεντρασία και τη δεσποτική Αραβία. Το αττικό φως από την αρχαιότητα θώπευε την ακάλυπτη καλλονή των γυναικών μας και η αύρα ανέμιζε τα μαλλιά τους.
Γι’ αυτό ντρέπομαι, Στρατηγέ.
Γιατί δεν μπόρεσα να αποτρέψω τη βεβήλωση της θυσίας σου.
Όπως και γιατί δεν μπόρεσα να αποτρέψω, εγώ και οι όποιοι όμοιοι την μεταπολιτευτική κατρακύλα. Η οποία μέσα σε σαρανταδύο χρόνια δεν έχει μόνον ακυρώσει όσα επέτυχαν οι θυσίες σας – «γι’ αυτό τζάκισεν ο Στρατηγός Μακρυγιάννης τη χέρα του, για να χορεύουν σέϊκ τα κωλόπαιδα;», που έγραφε ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος.
Έχει εξατμίσει όλη τη ζωτική ορμή που συσσώρευε ο Ελληνισμός αν όχι από παλαιότερα τουλάχιστον από το 1204, από την αναγέννηση και νέα συνειδητοποίηση της ελληνικής ταυτότητος, με αποτέλεσμα και να αντέξει τη μουσουλμανική δουλεία και να την αποτινάξει και να δημιουργήσει κράτος.
Ρωτάς τί συνέβη αυτά τα σαρανταδύο χρόνια; Κι εσείς είχατε πλέμπα, Στρατηγέ. Μειονεκτικούς, ανεπίδεκτους, κακορίζικους, ανεπρόκοπους, μισερούς. Αλλά τους στέλνατε να βόσκουν αμνοερίφια, δεν τους κάνατε καπεταναίους και προεστούς. Για να επιβιώσει η κοινωνία στις σκληρές συνθήκες μεσ’ στις οποίες ζούσατε, έσπρωχνε μπροστά τους καλύτερους, έδινε τα ηνία στους ικανότερους, ο προβιβασμός της μετριότητας και της χαμέρπειας σε θέση ευθύνης ήταν άγγελος θανάτου γι’ αυτούς που θα εξαρτιόνταν από τις αποφάσεις του. Είχατε με τον τρόπο σας κράτος των αρίστων. Κι όταν ξέσπασε η Παλιγγενεσία οι άριστοι βγήκαν μπροστά. Και μόλις απολαύσατε δυο δράμια ελευθερία, την αριστεία και την προκοπή σκεφτήκατε.
Στην Τρίπολη, έξι μήνες μετά την άλωση, λειτούργησε δωρεάν το πρώτο, σε ελεύθερο έδαφος, δημόσιο ελληνικό σχολείο. Την ίδρυσή του ανακοίνωσε η Πελοποννησιακή Γερουσία τον Μάρτιο του 1822. Στην ιδρυτική πράξη αναφέρεται:
«Τριπολιτσά 16.3.1822
Σύστασις σχολείου
Η Πελοποννησιακή Γερουσία προκηρύττει ότι : Κάθε πεφωτισµένη Διοίκησις έχει χρέος να φροντίζη δια την ανατροφήν των πολιτών, δια την ηθικήν και δια την καλήν νοµοθεσίαν, καθότι δι’ αυτών ο άνθρωπος εξ απαλών ονύχων ταυτίζεται µε την αρετήν, γνωρίζει τα καθήκοντά του προς τον Θεόν, προς την πατρίδα και προς τους οµοίους του, και χειραγωγείται προς την οδόν της ευδαιµονίας. Οι Λυκούργοι και Σόλωνες επλαστούρργησαν Σωκράτας, Φωκίωνας, Θεµιστοκλέας, Αριστείδας, Δηµοσθένεις, Πλάτωνας και όλους τους αθανάτους ήρωας της Ελλάδος.
Ο δε Μωάµεθ κατεβύθισε την µητέρα της αρετής και της φιλοσοφίας εις τον ζόφον της αµάθειας, της κακοήθειας και του εγκλήµατος. […] Δια τούτο η σεβαστή Πελοποννησιακή Γερουσία, µ’ όλας τας πολυµερίµνους και κατεπειγούσας ανάγκας της πατρίδος, έλαβε πατριωτικήν κηδεμονίαν διά τήν αγωγήν τής νεολαίας προθυμουμένη να συστήση σχολείον είς αυτήν τήν πόλιν ανάλογον της παρούσης περιστάσεων, δια του διωρισµένου επί τούτου Εφόρου Αρχιµανδρίτου κυρίου Γρηγορίου Δικαίου του και Γερουσιαστού. Προσκαλεί αξίους διδασκάλους διά να διδάξουν διά τής Λανκαστερίου μεθόδου κοινά γράμματα, ελληνικά, μαθηματικά, και πρός τούτοις τήν γαλλικήν καί τήν ιταλικήν διάλεκτον, προσκαλεί δέ και τήν φιλομαθή νεολαίαν αφ’ όλην τήν Πελοπόννησον να συντρέξη εδώ διά νά διδαχθή αμισθί…»
To σχολείο στεγάστηκε μέσα σ’ ένα τζαμί, που μετατράπηκε σε διδακτήριο. Πρώτος δάσκαλος ο Νικήτας Νικητόπουλος, καλόγερος από τη Δημητσάνα. Μέθοδος διδασκαλίας η αλληλοδιδακτική μέθοδος, αυτή που η Γερουσία αποκαλεί Λανκαστέριο μέθοδο, από το όνομα του Ιωσήφ Λάνκαστερ, ο οποίος πρώτος τη θεμελίωσε και η οποία συνίστατο στο να διδάσκονται οι μαθητές των κατωτέρων τάξεων από τους καλύτερους μαθητές των ανωτέρων τάξεων.
[Πηγή : Αρχείον Έλληνικης Παλιγγενεσίας, μέχρι της έγκαταστάσεως της Βασιλείας, Άθήναι 1857 τ. Α ‘α 452]
Και η φιλομαθής νεολαία προσέτρεχε έκτοτε και μάθαινε τη γλώσσα του Ομήρου. Και το σχολείο λειτουργούσε σαν αλάνθαστη κοινωνική κρησάρα, ωθούσε προς τα πάνω τους αρίστους, οδηγούσε σε τέχνες και επιτηδεύματα τους λιγότερο ικανούς, έσπρωχνε την χαμηλότερη αξιακά βαθμίδα στα χαμηλότερης κοινωνικά βαρύτητας επαγγέλματα.
Αλλά εκατό χρόνια μετά που πέθανες Στρατηγέ, η πλέμπα, οι μειονεκτικοί και οι ανεπίδεκτοι, αυτοί που δεν είχαν όσο μυαλό χρειαζόταν για να κλείσει μέσα τον πλούτο της γλώσσας που κληρονομήσαμε, γι’ αυτό και την «μαλλιάρεψαν» απλοποιώντας την τόσο ώστε να χωράει στην περιορισμένη τους διανοητική ικανότητα, οργανώθηκε σε κόμμα κι αντί να πάει στα γίδια ζήτησε την εξουσία, κάποτε και με τα όπλα.
Για πενήντα χρόνια κρατήθηκαν υπό έλεγχο και το έθνος επέζησε. Αλλά το 1974 ήρθε κάποιος που μετέπειτα τον είπαν «εθνάρχη» και τους άφησε ελεύθερους να διαλύσουν κάθε συνεκτικό δεσμό της κοινωνίας. Γλώσσα, Παιδεία, Θρησκεία, Ιστορία. Κουτσούρεψαν τη Γλώσσα όσο να μπορούν οι τενεκέδες να εμφανίζονται γραμματιζούμενοι, γιατί πού να θυμούνται εφτά «ι» -άφησαν ένα, πού να θυμούνται που χρειάζεται διπλό σύμφωνο, όλα ίσιωμα. Ακόμα κι εσύ Στρατηγέ, με τα κολυβογράμματα που έμαθες στα μοναστήρια έγραφες με τόνους και πνεύματα, οξεία, περισπωμένη, ψιλή, δασεία, υπογεγραμμένη. Αλλά αυτά τα κατήργησε ένας που πολύ θα ήθελα να δω πως θα τον στόλιζε η αθυροστομία σου.
Κι ύστερα ήρθε ένας πολιτικός τυχοδιώκτης και πήρε το κόμμα της πλέμπας ακολούθους, έτσι διέλυσαν και την Οικονομία και γινήκαμε ξανά σκλάβοι, όπως πριν εμφανισθείτε εσείς.
Αυτό συνέβη Στρατηγέ, αφού ρώτησες. Αν και περισσότερο θα άρεσε στην ατίθαση φύση σου όπως το περιέγραψε ο ποιητής Γ. Σουρής:
Τ’ αγγειά γινήκαν θυμιατά
και τα σκατά λιβάνι
οι γύφτοι γίναν δήμαρχοι
κι κλέφτες καπετάνιοι
Έτσι τα σχολεία σταμάτησαν να μαθαίνουν τα ελληνόπουλα γλώσσα και ιστορία. Να διδάσκονται «όλους τους αθανάτους ήρωας της Ελλάδος». Και δεν καταλαβαίνουν πλέον ούτε τη γλώσσα της Πελοποννησιακής Γερουσίας, πολλώ δε μάλλον «Σωκράτας, Φωκίωνας, Θεµιστοκλέας, Αριστείδας, Δηµοσθένεις, Πλάτωνας».
Γι’ αυτό προχθές οι ας πούμε σημερινοί προεστοί μας, έμειναν έκθαμβοι με το εμπόρευμα που τους πούλησε ο μαυροπερικλής. Και τι ήταν αυτό; Αυτά που παλιά όλοι οι Έλληνες μαθητές διδάσκονταν στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Για Θουκυδίδη τους είπε, αλλά ανάθεμα κι αν οι μισοί απ’ αυτούς είχαν διαβάσει τον Επιτάφιο. Κι έτσι πλημμύρισε ο τόπος από ενεούς με τη σοφία του ξένου, ο οποίος, αναμφισβήτητα ευφυής και καλλιεργημένος, αντέστρεψε ένα ιστορικό στερεότυπο.
Συνήθως, στις ιστορίες αποικισμών και κτήσεως νέων εδαφών, υπάρχει η εικόνα ενός λευκού που απευθύνεται σε μια ομήγυρη μελαψών ιθαγενών προσπαθώντας να εξασφαλίσει την αποδοχή τους με αντικείμενα, τα οποία έμειναν στην παραφιλολογία με τον όρο «χάντρες και καθρεφτάκια». Προχθές συνέβη το αντίθετο, ένας μελαψός απευθύνθηκε σε ένα πλήθος λευκών ιθαγενών.
Το μελαγχολικά ενδιαφέρον ήταν ότι επεδίωξε την αποδοχή τους επικαλούμενος αξίες που ανήκαν στην ιστορία των ιθαγενών, αλλά εκείνοι ούτε τις γνώριζαν ούτε τις χρησιμοποιούσαν. Βλέπετε, αυτοί οι προεστοί που ήταν από κάτω, εκεί που δίδασκε ο Πλάτωνας αντί να φτιάξουν ένα παγκόσμιο φιλοσοφικό κέντρο, προσκυνητήριο για όλους τους επί της γης θεράποντές της, σχεδίασαν να κατασκευάσουν ένα κλωτσητήριο κι ένα εμπορικό κέντρο όπου θα πωλούνταν εισαγόμενες χάντρες και καθρεφτάκια, και από την πατρίδα του καλλιεργημένου επισκέπτη μας.
Γι’ αυτό κανένας «προεστός» δεν σηκώθηκε να φύγει μόλις εμφανίσθηκαν οι μαντήλες και κανένας δεν σηκώθηκε κατόπιν να του πει «Ο δε Μωάµεθ κατεβύθισε την µητέρα της αρετής και της φιλοσοφίας εις τον ζόφον της αµάθειας, της κακοήθειας και του εγκλήµατος».
Γιατί όταν το έθνος προοριζόταν να ζήσει, έκανε τα τζαμιά ελληνικά σχολεία. Σήμερα, η πλέμπα που κυβερνά κάνει το αντίθετο.
Δεν λιγοψυχάω, Στρατηγέ. Ούτε σπέρνω φόβο κι αμφιβολία. Αλλά δεν είμαι τυφλός. Και βλέπω ότι με τέτοιους προεστούς μπορεί να σκλαβωθώ.
Και τότε τι γράφεις, διαβόλου καλαμαρά, θα μου έλεγες.
Γράφω για τη φύτρα που θα βγάλει εκείνους οι οποίοι αν ο μη γένοιτο συμβεί θα ξανα-απελευθερώσουν την πατρίδα. Και θα ξανακάνουν τα τζαμιά διδακτήρια για ελληνόπουλα.