Ρέθυμνο, 16 Νοεμβρίου 2016
Ποια ανάγκη δίνει «ώθηση» στην εκπόνηση
και εφαρμογή του ΝΠΣ του ΜτΘ;
του Χρήστου Μπονατάκη
Ανάμεσα στο ‶σμήνος″ των ψευδοεπιχειρημάτων που ακούγονται και διαδίδονται γύρω απ’ το ζήτημα του ΝΠΣ του ΜτΘ, είναι έντονα και εκείνα του ότι τα ΝΠΣ πλέον, σε αντίθεση υποτίθεται με τα προηγούμενα, προωθούν το διάλογο με τον θρησκευτικά ‶διαφορετικό″, την ευαισθητοποίηση επί των κοινωνικών προβληματισμών,
την ενημέρωση σχετικά με άλλες θρησκευτικές παραδόσεις (δήθεν θρησκειολογία, τη στιγμή που το ίδιο το πρόγραμμα αναφέρει ότι η νέα αυτή προσέγγιση, δεν «το μετατρέπει σε τυπική θρησκειολογική ενημέρωση» ΠΣ σελ. 12-13). Την διαχριστιανική επίσης και διαθρησκευτική επικοινωνία, την καταλλαγή, την αντιμετώπιση της μισαλλοδοξίας και του φανατισμού κτλ.
την ενημέρωση σχετικά με άλλες θρησκευτικές παραδόσεις (δήθεν θρησκειολογία, τη στιγμή που το ίδιο το πρόγραμμα αναφέρει ότι η νέα αυτή προσέγγιση, δεν «το μετατρέπει σε τυπική θρησκειολογική ενημέρωση» ΠΣ σελ. 12-13). Την διαχριστιανική επίσης και διαθρησκευτική επικοινωνία, την καταλλαγή, την αντιμετώπιση της μισαλλοδοξίας και του φανατισμού κτλ.
Εκείνο τώρα όμως το οποίο δεν γνωρίζουν γονείς και εκπαιδευτικοί (δυστυχώς και πολιτικοί), θύματα όντες οι περισσότεροι της επικρατούσας για το ζήτημα άγνοιας, της σύγχυσης αλλά και της έντονης προπαγάνδας, είναι ότι όλα τα παραπάνω επιτυγχάνονται ήδη με το υπάρχων (παλαιό) Πρόγραμμα Σπουδών του ΜτΘ! Αυτό άλλωστε, εκτός του ότι για όποιον έχει στοιχειώδη γνώση των παλαιών προγραμμάτων είναι μια αλήθεια ‶εξόφθαλμη″, το ομολογούν σαφώς και οι εισηγητές του ΝΠΣ κατά το οποίο, η σκοποθεσία των παλαιών (2003) Αναλυτικών Προγραμμάτων (ΠΣ σελ. 10-11):
·«παρουσιάζεται αρκετά εκσυγχρονισμένη»,
·«επιδιώκει την ευαισθητοποίηση και έμπρακτη δέσμευση των μαθητών απέναντι στους σύγχρονους κοινωνικούς προβληματισμούς»,
·«υπογραμμίζει …τις διαπιστώσεις γύρω από την πολυπολιτισμική, πολυφυλετική και πολυθρησκευτική δομή των σύγχρονων κοινωνιών και, τέλος, καταλήγει στη συνειδητοποίηση της ανάγκης για διαχριστιανική και διαθρησκειακή επικοινωνία».
Το δε υπάρχων ΜτΘ (και το σύνολο εννοείται των βιβλίων που ήδη έχουν στα χέρια τους οι μαθητές), επίσης κατά τους ιδίους τους εισηγητές του ΝΠΣ:
·«απομακρύνεται από τον κατηχητικό χαρακτήρα του και μετατρέπεται σε ένα μάθημα εγκεντρισμένο μεν στην Ορθόδοξη παράδοση αλλά με σαφή γνωσιακό, μορφωτικό και παιδαγωγικό χαρακτήρα».
·Ενώ, «σχετικά με τις άλλες ομολογίες και θρησκείες, εκτός από τη διδασκαλία τους στη Β΄ τάξη του Λυκείου», σχετικές θρησκειολογικές διδακτικές ενότητες υπάρχουν ήδη και «στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου…», και
·«η θρησκευτική ύλη προσεγγίζεται με πνεύμα διαλόγου, ελευθερίας και καταλλαγής, χωρίς ομολογιακή εμμονή, κατηχητισμό, φανατισμό ή μισαλλοδοξία»!
Αυτά υπενθυμίζεται ότι γράφονται στο Νέο Πρόγραμμα Σπουδών, αναφορικά με το παλαιό πρόγραμμα! Πράγματι, μετά τα παραπάνω εύλογα κανείς αναρωτιέται:
Ποια ανάγκη στ’ αλήθεια εξυπηρετεί η μετατροπή του ΜτΘ τη στιγμή που όλα σχεδόν τα δήθεν προτάγματα αυτού του εγχειρήματος περί θρησκειολογικών μαθημάτων, διαλόγου και ‶ανοίγματος″ στο ‶διαφορετικό″, τα περί καταλλαγής, κοινωνικοποίησης και καταπολέμησης του φανατισμού κτλ, όλα όπως καταδείχθηκε, εξυπηρετούνται ήδη απ’ τα υπάρχοντα ΠΣ; Ποια άραγε ανάγκη δίνει ‶ώθηση″ σε τόση αδιαλλαξία, προχειρότητα, έντονο –αλλά και ένοχο- παρασκήνιο, σε παραβίαση πλήθος νόμων, αποφάσεις δικαστηρίων και διεθνών συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα;
Σκόπιμο επίσης εδώ, θα ήταν να τεθεί και το εξής πολύ ουσιώδες ερώτημα: Μήπως άραγε η ορθή διδασκαλία της ορθοδόξου πίστεως, οι εντολές αγάπης, οι παραβολές και τα παραδείγματα από το Ευαγγέλιο, μήπως όλα αυτά οδηγούν στα αντίθετα με τις παραπάνω σκοποθεσίες των προγραμμάτων αποτελέσματα; Μήπως δηλαδή για κάποιους το Ευαγγέλιο, όταν διδάσκεται και βιώνεται ορθά, οδηγεί για παράδειγμα τον άνθρωπο σε φανατισμό, απομόνωση και μισαλλοδοξία;
Κάτι τέτοιο, εκτός από κακόβουλη ίσως βλασφημία και πρόκληση στις συνειδήσεις των χριστιανών, αποτελεί στην καλύτερη των περιπτώσεων βαθιά άγνοια της χριστιανικής διδασκαλίας και ιεράς παραδόσεως, ενώ ‶μαρτυράει″ λήθη, έως και κάποια αχαριστία απέναντι σε ότι ευθύνεται για την εξάπλωση, επικράτηση και απόλαυση των χρηστών ηθών, αξιών, ελευθεριών και εν γένει των χριστιανικών αρχών, που αποτέλεσαν το ‶δομικό υλικό″ πάνω στο οποίο και εκ του οποίου, θεμελιώνονται και διέπονται τα συντάγματα και οι νόμοι όλων των πολιτισμένων κοινωνιών.
Εν τέλει, σε κείμενο ίσως το οποίο προτείνεται από τα Αναλυτικά Προγράμματα στην ενότητα 1, 2 της ΑˊΛυκείου, ‶απηχείται″ εν πολλοίς και η προβληματική του όλου ζητήματος. Στο εν λόγω κείμενο, ο συγγραφέας αναφέρεται στο διάλογο του Ιησού με τη Σαμαρείτιδα (Ιωαν. δˊ1-27) και ειδικότερα στους λόγους Του: «έρχεται ώρα ότε ούτε εν τω όρει τούτω ούτε εν Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τω πατρί …..αλλ’ έρχεται ώρα, και νυν έστιν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τω πατρί εν πνεύματι και αληθεία(στιχ. 21-23)».
Σχολιάζοντας λοιπόν τον μεταξύ τους διάλογο αναφέρει ότι:
«Μιλώντας για την Ιερουσαλήμ και το όρος η γυναίκα αυτή αναρωτιέται ποια είναι η αληθινή θρησκεία. Ο Ιησούς της απαντά: καμία»(!)».
Ότι «πριν την έλευση του Χριστού, όλες οι θρησκείες δεν έχουν το ίδιο επίπεδο γνώσης του Θεού ή του Απόλυτου, αλλά ότι όλες τείνουν προς τη σχέση με το Άρρητο. Η λατρεία-δηλαδή η βασική θρησκευτική συμπεριφορά- είναι παντού η ίδια, ακόμη και αν ορισμένες θρησκευτικές κουλτούρες(!) εμβαθύνουν περισσότερο από άλλες στη γνώση και την εξήγηση του θεού ή του θείου».
Ενώ αναφορικά με τις σημερινές μεγάλες θρησκείες, επίσης αναφέρει:
«Καθεμία από αυτές είναι πεπεισμένη ότι είναι λίγο- ή πολύ- ανώτερη από τις άλλες. Χωρίς να είναι το ίδιο αδιάλλακτες(!) όπως ήταν στο παρελθόν, είναι πεπεισμένες, όπως και ένας μεγάλος αριθμός των πιστών τους, ότι έχουν κάτι παραπάνω, ότι είναι ο τόπος συνάντησης του ανθρώπου με τον θεό, ότι κατέχουν το nec plus ultra της θείας Αποκάλυψης (ιουδαϊσμός, χριστιανισμός(!), ισλάμ)…
Και παρερμηνεύοντας στη συνέχεια τελείως το νόημα των λόγων του Χριστού προς τη Σαμαρείτιδα, διδάσκει-κατηχεί τους μαθητές και παιδιά μας ότι ο Ιησούς Χριστός:
«…κάνει ένα εκπληκτικό βήμα σε σχέση με την ιστορία των θρησκειών. Τα λόγια που βάζει ο Ιωάννης στα χείλη του Χριστού σημαίνουν ότι στο εξής καμία θρησκεία δεν είναι ανώτερη από μια άλλη μπροστά στον Θεό. Δεν έχει σημασία αν είσαι Ιουδαίος ή Σαμαρείτης (θα μπορούσαμε σήμερα να προσθέσουμε χριστιανός, ινδουιστής, βουδιστής ή μουσουλμάνος)! εφόσον, πέρα από την ποικιλομορφία των θρησκειών, αυτό που μετράει είναι η αλήθεια της ιδιαίτερης σχέσης με τον Θεό. Ο Ιησούς διαλύει τη θρησκευτική αποκλειστικότητα»!!
Αν αυτό δεν είναι παραχάραξη της πίστεως, «έτερο ευαγγέλιο» και προσηλυτισμός …τότε τι είναι; Θα μπορούσαν επίσης τα προαναφερθέντα να αποτελούν και μία παραστατική απόδοση, ή συνοπτική δογματική διατύπωση-‶εκδοχή″, περί του ‶διαχριστιανικού και διαθρησκειακού συγκρητισμού″• δόγμα το οποίο και επιχειρείται τελικά να ενσταλαχτεί στις συνειδήσεις των παιδιών. Και παρά το ότι οι εισηγητές του προγράμματος διατείνονται ότι οι μαθητές δεν «διαποτίζονται σε μία θρησκευτική άποψη» (ΟΕ σελ. 15), η αλήθεια παρά ταύτα είναι ότι: ο σχεδιασμός του ΝΠΣ στο σύνολό του, όπως τουλάχιστο αποτυπώνεται σε ποικίλα σημεία, διέπεται εν πολλοίς από αυτό ακριβώς το δόγμα.