Σχολεία: Η Πανελλήνια Ένωση Συμβούλων Εκπαίδευσης (Π.Ε.ΣΥ.Ε.) θέτει σοβαρά ζητήματα για τη συγχώνευση τμημάτων στις σχολικές μονάδες και τις επιπτώσεις αυτής της διαδικασίας στη μαθητική κοινότητα, στους γονείς και στους εκπαιδευτικούς.
Οι συγχωνεύσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν μετακινήσεις μαθητών σε γειτονικά σχολεία και αύξηση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα, ενδέχεται να επηρεάσουν την ποιότητα της εκπαίδευσης και την ψυχική υγεία των παιδιών.
Η Ένωση υπογραμμίζει ότι αυτές οι πρακτικές μπορεί να δημιουργήσουν συναισθηματικές δυσκολίες στους μαθητές, λόγω του αποχωρισμού από το οικείο σχολικό περιβάλλον.
Επίσης, η συγχώνευση τμημάτων επιφέρει προκλήσεις σε επίπεδο υγιεινής, άνεσης και ασφάλειας, ιδίως σε αίθουσες σχεδιασμένες για συγκεκριμένο αριθμό μαθητών, ενώ αυξάνει και το φόρτο για τους εκπαιδευτικούς, μειώνοντας τη δυνατότητα εξατομικευμένης προσέγγισης.
Η Ένωση ζητά από το Υπουργείο Παιδείας να επανεξετάσει τις πολιτικές αυτές και να διασφαλίσει μικρότερα τμήματα και κατάλληλες δομές στήριξης για την ενίσχυση της ποιότητας και της ισοτιμίας στην εκπαίδευση.
Αναλυτικά η ανακοίνωση της ΠΕΣΥΕ:
Η Πανελλήνια Ένωση Συμβούλων Εκπαίδευσης (Π.Ε.ΣΥ.Ε.), μετά την πρώτη εφαρμογή συγχώνευσης τμημάτων Σχολικών Μονάδων, εκφράζει την έντονη ανησυχία της σχετικά με τις διαδικασίες συγκρότησης τμημάτων που επικεντρώνουν σε κατώτατα όρια, συγχωνεύσεις και σε υποχρεωτικές μετακινήσεις μαθητών σε όμορα σχολεία.
Η Π.Ε.ΣΥ.Ε. επισημαίνει ότι η μετακίνηση μαθητών/τριών σε όμορα σχολεία μπορεί να προκαλέσει σημαντικές συναισθηματικές δυσκολίες. Άλλωστε, είναι κοινά αποδεκτό ότι ο αποχωρισμός από τους συμμαθητές/τριες και από το οικείο σχολικό περιβάλλον εντείνει το άγχος και την ανασφάλεια. Η σταθερότητα και η συνέπεια θεωρούνται κρίσιμες για τη συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών, κάτι που αγνοείται στις τρέχουσες ρυθμίσεις. Επιπλέον, η μετακίνηση μαθητών σε απομακρυσμένα σχολεία ενδέχεται να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στις οικογένειές τους, που καλούνται να διαχειριστούν τις επιπλέον ανάγκες μετακίνησης ακόμη και σε άλλους νομούς. Παράλληλα οι σχολικές αίθουσες έχουν σχεδιαστεί για έναν συγκεκριμένο αριθμό μαθητών, λαμβάνοντας υπόψη παραμέτρους όπως η υγιεινή, η άνεση και η ασφάλεια. Η αύξηση των μαθητών/τριών ανά τμήμα μπορεί να οδηγήσει σε ανεπαρκή χώρο, θέτοντας σε κίνδυνο την ασφάλεια και την υγεία των παιδιών, ιδίως αν ληφθούν υπόψη οι προφυλάξεις που απαιτούνται μετά την πανδημία.
Επισημαίνεται ακόμη ότι οι διαδικασίες διαχωρισμού των μαθητών για τη συγκρότηση τμημάτων αυξάνουν τον κίνδυνο διακρίσεων. Μαθητές/τριες με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες ή προβλήματα συμπεριφοράς μπορεί να στιγματιστούν, γεγονός που θυμίζει τιμωρητικές πρακτικές που οδηγούν σε αποκλεισμό και εντείνουν την περιθωριοποίηση των παιδιών αυτών. Στην ειδική αγωγή, η ομαλή εκπαιδευτική διαδικασία βασίζεται σε μικρότερα τμήματα με εξειδικευμένο εκπαιδευτικό υλικό και υποστήριξη. Οι συγχωνεύσεις ενδέχεται να οδηγήσουν σε ακατάλληλες συνθήκες για μαθητές/τριες που χρειάζονται ειδικές ρυθμίσεις και εξατομικευμένη φροντίδα.
Τέλος, όσον αφορά τους/τις εκπαιδευτικούς, αιφνίδιες αλλαγές όπως η συγχώνευση τμημάτων οδηγούν στο να κρίνονται υπεράριθμοι/ες αρκετοί/ές από αυτούς/ές, με αποτέλεσμα να μετακινούνται σε σχολεία πολύ μακριά από τις οργανικές τους θέσεις, ακόμη και σε αποστάσεις 30-70 χιλιομέτρων. Αυτή η κατάσταση δρα υπονομευτικά στα εργασιακά τους δικαιώματα και τελικά διαταράσσει τη διδακτική διαδικασία.
Αξίζει να επισημανθεί ότι οι ανησυχίες της Π.Ε.ΣΥ.Ε. επιβεβαιώνονται από τις παρατηρήσεις του Συνηγόρου του Πολίτη, όπου στη με στοιχεία 52349/17-10-2024 επιστολή του τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι ο αυξημένος αριθμός μαθητών περιορίζει τη δυνατότητα παροχής εξατομικευμένης διδασκαλίας και δυσχεραίνει την πρόληψη φαινομένων όπως η σχολική βία και η παραμέληση. Επιπλέον, επισημαίνει ότι οι αναγκαστικές αλλαγές σχολικού περιβάλλοντος και οι μετακινήσεις ενδέχεται να προκαλέσουν έντονη συναισθηματική αναστάτωση στα παιδιά, κάτι που αντίκειται στο βέλτιστο συμφέρον τους, όπως αυτό ορίζεται από τις διεθνείς συμβάσεις. Ακόμη, υπογραμμίζει το γεγονός ότι τμήματα με μεγάλο αριθμό μαθητών σε μικρές αίθουσες, χωρίς τη δυνατότητα μείωσης του αριθμού μαθητών ακόμη και για παιδιά που χρήζουν παράλληλης στήριξης, υποβαθμίζουν την ποιότητα του διδακτικού έργου και αυξάνουν τις ανισότητες.
Καλούμε το Υπουργείο Παιδείας να επανεξετάσει τις διαδικασίες συγκρότησης τμημάτων και να διασφαλίσει ένα εκπαιδευτικό σύστημα που προάγει την ποιότητα, την ισότιμη πρόσβαση και τη σταθερότητα για όλους τους μαθητές και τις μαθήτριες. Τα πολυπληθή τμήματα ενδέχεται να μετατρέψουν το σχολικό περιβάλλον σε λιγότερο ευχάριστο και δημιουργικό χώρο, όπου οι μαθητές/τριες θα αισθάνονται ότι δεν λαμβάνουν επαρκή προσοχή και υποστήριξη.
Ζητούμε μικρότερα τμήματα, κατάλληλες δομές στήριξης και σεβασμό στα δικαιώματα των εκπαιδευτικών, ώστε να προστατεύσουμε την ευημερία και την πρόοδο των παιδιών μας. Θεωρούμε ότι η επίλυση αυτών των κρίσιμων ζητημάτων είναι απαραίτητη για την εύρυθμη λειτουργία των σχολικών μονάδων και την ομαλή ένταξη όλων των μαθητών στο εκπαιδευτικό περιβάλλον.