Η ανάγκη ενημέρωσης ως προς το AIDS, ιδίως των νέων, προκάλεσε κάποιες επιπόλαιες συζητήσεις σε σεξουαλικά θέματα. Διαφάνηκε δηλαδή ότι η «πίεση» ενός ιού ήταν ικανή, ώστε να αναθεωρηθούν εν μέρει τουλάχιστον τα γνωστά αρχέτυπα της αποσιώπησης βασικών συμπεριφορών του ανθρώπου.

Νίκος Τσούλιας

Δυστυχώς παραμένει ακόμα και σήμερα ελλειμματική και πάντως όχι ορθολογική και άρτια η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση στο σχολείο, παρά τις κατά καιρούς θεωρητικές διακηρύξεις εισαγωγής της. Κάποια μικρά σκιρτήματα μόνο κάποιο άλλοθι δημιουργούν και σε καμιά περίπτωση δεν σχετίζονται με τις ανάγκες των παιδιών και των εφήβων.

Η έλλειψη της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης από τους θεσμούς σε εκπαίδευσης είναι από τις πιο σημαντικές υστερήσεις που παρουσιάζει η κοινωνία μας σε σχέση με τις ανάλογης ιστορικής εξέλιξης ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η στάση της σιωπής επιχειρεί να αποκτήσει ηθικά ερείσματα, να συνδεθεί με θρησκευτικά συναισθήματα και να ενοχοποιήσει ίσως τις πιο όμορφες εκδηλώσεις του ανθρώπου. Και όλα αυτά όταν ίδια κοινωνία αποδέχεται τη σεξουαλικότητα ως κύριο στοιχείο των διαπροσωπικών σχέσεων και ως συστατικό στοιχείο κάθε μηνύματος αιχμής.

Πρόκειται σε τελευταία ανάλυση για μια υποκριτική ερμηνεία των ηθών και των αναγκαιοτήτων μας, η οποία καταδυναστεύει την προσωπικότητα του ατόμου και μάλιστα σε ηλικίες, οι οποίες αποτυπώνουν τα χαρακτηριστικά τους στον βιωματικό κώδικα συμπεριφοράς άρα και στο σύνολο της βιολογικής διαδρομής και της κοινωνικής τροχιάς μας. Όλα τα ζητήματα λοιπόν των σεξουαλικών εκφράσεων ή αποσιωπούνται ή μισολέγονται αλλά με τέτοιους φόβους και ενοχές που τελικά επιφέρουν αρνητικό αποτέλεσμα.

Το σχολείο, αν και έχει ως κύρια κύριο μέλημά του την παροχή γνώσης σε όλα τα ζητήματα που αφορούν το νέο, εντούτοις αγνοεί ακόμα και την έννοια της σεξουαλικότητας. Έτσι το παιδί καλείται να καλύψει τα κενά απ’ ό,τι αρπάξει από την τηλεόραση και κυρίως από το ίντερνετ. Η τάση αποσιώπησης του σχολείου ως προς την σεξουαλική αγωγή δείχνει, όπως πολύ ορθά επισημαίνει ο Bertrand Russell ότι «κάποια γνώση είναι κακή και ειδικότερα ότι η ενδιαφέρουσα γνώση είναι κακή».

Ίσως το πρώτο πρόβλημα που τίθεται είναι ο καθορισμός της κατάλληλης ηλικίας στην οποία τα παιδιά είναι έτοιμα όχι μόνο να μάθουν αλλά και παραπέρα να δεχτούν και να καταλάβουν τις πιο σημαντικές πλευρές, αφού λάβουμε υπόψη ότι ζουν σε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες, οι οποίες αφενός μεν τα πιέζουν και αφετέρου τα περιχαρακώνουν ως προς τις αντιλήψεις και ως προς το τι μπορούν να δεχτούν ή όχι.
Η άγνοια και μύθοι που φτάνουν στο παιδί του διαστρεβλώνουν τον συναισθηματικό κόσμο του, του αλλοιώνουν τον ψυχισμό του και πάντως «περνάνε» την άποψη ότι σε αυτά τα ζητήματα τον αρσενικό φύλο «παίρνει πρωτοβουλίες», έχει τον «κυρίαρχο ρόλο» άρα και περισσότερα δικαιώματα πάνω στο θηλυκό φύλο.

Βλέπουμε δηλαδή ότι από αυτό το σημείο έχει ήδη χαθεί η «ισοτιμία» των φύλων και στον ερωτικό τομέα, η οποία όχι γενικά και αόριστα είναι αναγκαίος όρος για τους γοητευτικούς κόσμους του έρωτα αλλά και γιατί η έλλειψή της οδηγεί σε καταπιέσεις.

(ακολουθεί το β΄ μέρος)