Τον τρόπο λήψης των αποφάσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού από τους συναρμόδιους φορείς για τα σχολεία, διερεύνησε μελέτη του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νόσων (ECDC) και του φινλανδικού Ινστιτούτου Υγείας και Πρόνοιας (THL). Στο επίκεντρο βρέθηκαν οι αποφάσεις για το κλείσιμο ή όχι των σχολείων.
Η έκθεση εστιάζει στο διάστημα Δεκεμβρίου 2021 – Ιανουαρίου 2022, όταν διαδιδόταν η παραλλαγή Όμικρον. Τα σχολεία τότε στη Φινλανδία ήταν ανοιχτά, ξεκίνησε όμως νέα συζήτηση για το κλείσιμό τους. Το υποχρεωτικό λοκντάουν στα φινλανδικά σχολεία είχε εφαρμοστεί κατά τη διάρκεια των δύο καταστάσεων έκτακτης ανάγκης (16 Μαρτίου έως 16 Ιουνίου 2020 και το διάστημα Μαρτίου – Μαΐου 2021).
Το φινλανδικό Ινστιτούτο Υγείας και Πρόνοιας είχε επικρίνει το κλείσιμο των σχολείων, ήδη από το καλοκαίρι του 2020, όταν κυκλοφορούσε ακόμα το αρχικό στέλεχος Άλφα. Πριν από το κύμα της Όμικρον στα τέλη του 2021, η θέση του ήταν ότι το υποχρεωτικό κλείσιμο των σχολείων σε εθνικό επίπεδο αποτελούσε μια αναποτελεσματική μη φαρμακευτική παρέμβαση, για δύο κύριους λόγους:
Δεν χρησίμευε στην προστασία των παιδιών από τον ιό
Δεν είχε καμία αποδεδειγμένη επίδραση στην εξάπλωση του ιού.
Το κύμα της Όμικρον δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση τη θέση αυτή του Ινστιτούτου, σύμφωνα με την έκθεση, παρά το γεγονός ότι αναπτύχθηκε ανησυχία και προέκυψαν νέες αβεβαιότητες. Το THL στήριξε τα επιχειρήματά του σε στοιχεία επιδημιολογικού χαρακτήρα:
τεκμήρια βασισμένα στην εμπειρία από τη Νορβηγία και τη Δανία, τα οποία υποδήλωναν υψηλή μεταδοτικότητα αλλά λιγότερο σοβαρά συμπτώματα (το κύμα της Όμικρον εμφανίστηκε αργότερα στη Φινλανδία).
καθημερινά δεδομένα από τις κεντρικές παιδιατρικές μονάδες στη Φινλανδία, οι οποίες ανέφεραν λίγους νοσηλευόμενους ασθενείς.
καθημερινά και αθροιστικά επιδημιολογικά δεδομένα που έδειχναν ότι τα σχολεία συνήθως δεν ήταν hotspot μετάδοσης του ιού.
εκτεταμένη εμπειρία από το προηγούμενο κλείσιμο των σχολείων κατά τη διάρκεια του κύματος της παραλλαγής Alpha, κατά το οποίο οι αξιολογήσεις έδειξαν ότι ήταν σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματικό στη μείωση της μετάδοσης.
Τα δεδομένα της μελέτης συγκεντρώθηκαν μέσω ενός διήμερου εργαστηρίου στο οποίο συμμετείχαν τα εμπλεκόμενα μέρη (εργαζόμενοι στο Ινστιτούτο Υγείας και Πρόνοιας, στο φινλανδικό υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, στον δήμο του Ελσίνκι, στην περιφέρεια νοσοκομείων του Ελσίνκι κ.α.), καθώς και μέσω διαδικτυακών συνεντεύξεων.
Ενώ η πλειονότητα των συμμετεχόντων στο εργαστήριο συμφώνησε στο συμπέρασμα ότι τα σχολεία πρέπει να παραμένουν ανοιχτά, δεν συμμερίζονταν όλα τα μέρη αυτήν την άποψη. Στην υπό εξέταση περίοδο, άνοιξε δημόσια συζήτηση και εντός της φινλανδικής κυβέρνησης, για το αν θα πρέπει να κλείσουν τα σχολεία και κατά τη διάρκεια του κύματος της Όμικρον. Υπήρχε μάλιστα μια μερίδα γονέων αλλά και παιδιάτρων, «μικρή αλλά θορυβώδης», που υποστήριζε ότι τα σχολεία θα έπρεπε να παραμείνουν κλειστά μετά τις χειμερινές διακοπές, τον Ιανουάριο του 2022.
Πάντως, από την οπτική γωνία της πλειοψηφίας των συμμετεχόντων, το κλείσιμο των σχολείων κατά την περίοδο της Όμικρόν δεν ήταν βιώσιμη επιλογή. Επιπλέον, τονίστηκε ότι τα σχολεία και οι δάσκαλοι παίζουν κρίσιμο ρόλο στη ζωή των μαθητών, διαδικασία που παρεμποδίστηκε από την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, όπως για παράδειγμα η έγκαιρη ανίχνευση θεμάτων ψυχικής υγείας.
Παρόλο που η μελέτη βασίστηκε σε καθαρά επιδημιολογικά στοιχεία και δεν εστίασε σε δευτερογενείς επιπτώσεις, όπως στη μαθησιακή διαδικασία από την τηλεκπαίδευση, στην ψυχική υγεία των μαθητών ή στην ενδοοικογενειακή βία, παρατηρείται εντούτοις αύξηση των ανισοτήτων, καθώς η μακρά απουσία από το σχολείο και τις ψυχαγωγικές δραστηριότητες επηρέασε δυσανάλογα κυρίως τα μη προνομιούχα παιδιά, που χρειάζονταν μεγαλύτερη υποστήριξη και υπηρεσίες. Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από τον Δήμο του Ελσίνκι. Τονίζεται, πάντως, πως εάν το Ινστιτούτο είχε πρόσβαση σε περισσότερα δεδομένα κοινωνικού χαρακτήρα, η πρότασή του ενάντια στο καθολικό κλείσιμο των σχολείων θα ήταν ακόμα πιο ισχυρή, υποστηρίζοντας πάντως το κλείσιμο σχολείων κατά περίπτωση, κατά τη διάρκεια τοπικών εξάρσεων.
Η έκθεση καταλήγει σε προτάσεις καλών πρακτικών για τον τρόπο λήψης αποφάσεων, με έμφαση στη θέσπιση σαφών κατευθυντήριων γραμμών για το πέρασμα από τη διαχείριση έκτακτης ανάγκης και υγειονομικής κρίσης σε πιο τυπικές διαδικασίες, με λιγότερο επείγοντα χαρακτήρα και σε επιλογές εμπειρικά αποδεδειγμένες ή τεκμηριωμένες με στοιχεία.