Η αυξανόμενη, τα τελευταία χρόνια, καταγραφή παραβατικών συμπεριφορών παιδιών και εφήβων, με τις προεκτάσεις τους να μην αφήνουν – όπως, άλλωστε, είναι φυσικό – εκτός του κάδρου τα σχολεία, οδήγησε στη θέσπιση αυστηρότερων παιδαγωγικών μέτρων (ΥΑ Αριθμ. 102791/ΓΔ4/ΦΕΚ 5130 Β΄/10-9-2024).

του Παντελή Γαλίτη

Η αυστηροποίηση, όμως, των ποινών στην προσπάθεια διαχείρισης της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς των μαθητών, αν και δεν αποτελεί καινοφανή προσέγγιση, ενέχει τον κίνδυνο της εστίασης του προβλήματος σε λανθασμένη βάση, επιτρέποντας την δημιουργία εντύπωσης ότι το πρόβλημα της έξαρσης της νεανικής βίας έχει ως αιτία της την απουσία αυστηρού πλαισίου παιδαγωγικών μέτρων. Μια, τυχόν, τέτοια επιπόλαιη προσέγγιση θα συγκαλύψει τις πραγματικές αιτίες του προβλήματος, οι οποίες θα συνεχίσουν να ενισχύουν το καταστροφικό τους έργο.

Προφανώς, δεν αυξήθηκε η νεανική βία ως αποτέλεσμα της έλλειψης αυστηρότερων ποινών. Οι αιτίες έξαρσης της νεανικής παραβατικότητας θα πρέπει να αναζητηθούν όχι στο χαλαρό πλαίσιο των παιδαγωγικών μέτρων, αλλά στην ίδια την κοινωνία. Σε μια τέτοια προσέγγιση, η ενίσχυση και η αξιοποίηση όλων εκείνων των θεσμών που έχουν θεσπιστεί στην βάση της υποστήριξης της εκπαιδευτικής κοινότητας σε θέματα διαχείρισης μαθητικών παραβατικών συμπεριφορών θα συμβάλει αποτελεσματικά στην προσπάθεια πρόληψης και αποφυγής περαιτέρω επιδείνωσής τους.

Στο Άρθρο 28 της παραπάνω Υπουργικής Απόφασης, αναφέρεται ότι:
«Ο Σύλλογος Διδασκόντων/ουσών […] πρέπει να χρησιμοποιεί όλους τους διαθέσιμους τρόπους, ιδίως συμβουλευτικές συναντήσεις με τις υποστηρικτικές εκπαιδευτικές δομές, διαδικασία διαμεσολάβησης, για τη βελτίωση της συμπεριφοράς του/της μαθητή/τριας, την ενίσχυση της ατομικής υπευθυνότητάς του/της, καθώς και για την αντιμετώπιση κάθε αποκλίνουσας συμπεριφοράς που επιδεικνύει ο/η μαθητής/τρια εντός και εκτός σχολικής μονάδας […]».

Είναι δεδομένο ότι σε πρώτη προτεραιότητα τίθενται μέτρα πρόληψης της εκδήλωσης μαθητικών παραβατικών συμπεριφορών, καθώς και ενεργειών που, σε πρώτο στάδιο, θέτουν την ανάληψη δράσεων «επαναφοράς» της συμπεριφοράς των μαθητών στα επιθυμητά και επιτρεπτά πλαίσια του σχολικού περιβάλλοντος. Στην προσπάθεια αυτή, η ενεργοποίηση υφιστάμενων θεσμών, όπως αυτός του Ψυχολόγου (ΠΕ 23), του Κοινωνικού Λειτουργού (ΠΕ 30), του Συμβούλου Σχολικής Ζωής, του Συμβούλου Καθηγητή (στα Επαγγελματικά Λύκεια) μπορεί να δημιουργήσει ένα σημαντικό προληπτικό «ανάχωμα» τόσο σε εκδηλώσεις παραβατικών συμπεριφορών, όσο και στην αποφυγή επικίνδυνης κλιμάκωσής τους.

Η αναγκαιότητα της παρουσίας ψυχολόγων στα σχολεία ενισχύεται από το γεγονός ότι οι υπόλοιποι παραπάνω αναφερόμενοι υποστηρικτικοί θεσμοί διέπονται από ισχυρή σχέση εξάρτησης με αυτόν του ψυχολόγου, ο οποίος σε μια σχολική μονάδα, εκτός των άλλων, αναλαμβάνει να επιμορφώσει και να υποστηρίξει επιστημονικά το έργο των θεσμών αυτών. Ως καθ’ ύλην αρμόδιος, ο ψυχολόγος καλείται, εκτός των άλλων αρμοδιοτήτων και υποχρεώσεών του, να εκπαιδεύσει τους Συμβούλους Καθηγητές, προκειμένου αυτοί να μπορέσουν να ανταποκριθούν με αποτελεσματικότητα στα καθήκοντά τους, καθώς και να συνεργαστεί με τους Συμβούλους Σχολικής Ζωής. Επίσης, να ευαισθητοποιήσει τον Σύλλογο Διδασκόντων σε θέματα δυναμικής της ομάδας – τάξης και επικοινωνίας με τους μαθητές/-τριες, καθώς και σχέσεων λειτουργικής συνεργασίας στη σχολική κοινότητα, μέσω εισηγήσεων, βιωματικών σεμιναρίων, ομαδικής συμβουλευτικής και προσωπικών συναντήσεων ψυχικής ενδυνάμωσης. Και, ακόμη, να ενημερώσει, να συμβουλέψει, να υποστηρίξει τους γονείς σε θέματα εφηβείας και σχέσεων με την οικογένεια. Αλλά και να σχεδιάσει, να οργανώσει και να υλοποιήσει προγράμματα πρόληψης και προαγωγής της ψυχικής υγείας συνεργαζόμενος με τους υπευθύνους για την παιδαγωγική καθοδήγηση και την συμβουλευτική υποστήριξη του σχολείου, καθώς και με σχετικούς αρμόδιους φορείς και υπηρεσίες.

Ενώ η θέσπιση αυστηρότερου νομοθετικού πλαισίου επιβολής κυρώσεων στους μαθητές, έγκαιρα θεσπίστηκε και άμεσα κοινοποιήθηκε στα σχολεία για το τρέχον σχολικό, δυστυχώς δεν έτυχε της ίδιας έγκαιρης αντιμετώπισης η τοποθέτηση ψυχολόγων στις σχολικές μονάδες. Υπενθυμίζεται ότι η τοποθέτηση ψυχολόγων (ΠΕ 23) και κοινωνικών λειτουργών (ΠΕ 30) στα σχολεία κατά το περσινό σχολικό έτος πραγματοποιήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2023.

Είναι περισσότερο από φανερή η αναγκαιότητα της έγκαιρης τοποθέτησης ψυχολόγων στις σχολικές και, μάλιστα, με καθεστώς μονιμοποίησής τους σε αυτές και όχι ως περιφερόμενο επιστημονικό προσωπικό μεταξύ των σχολικών μονάδων, προκειμένου να έχουν ξεκάθαρη εικόνα για τους μαθητές/-τριες και, ειδικότερα, για τις περιπτώσεις εκείνες που χρήζουν προσεκτικής και συστηματικής διαχείρισης. Προφανώς, σε σχολικές μονάδες με μεγάλο αριθμό μαθητών θα πρέπει να εξεταστεί η επιλογή της τοποθέτησης δύο ψυχολόγων, αφού, η σημερινή πραγματικότητα δείχνει ότι οι περιπτώσεις που άπτονται της διαχείρισης του ψυχολόγου στις σχολικές μονάδες αυξάνονται συνεχώς.

Στα παραπάνω αναφερόμενα μέτρα πρόληψης μαθητικών παραβατικών συμπεριφορών θα πρέπει, για άλλη μία φορά, να μνημονευτούν τόσο η αναγκαιότητα συνεχούς και συστηματικής ενημέρωσης και επιμόρφωσης της εκπαιδευτικής κοινότητας στην αναγνώριση και στη διαχείριση περιστατικών ενδοσχολικής βίας και εκφοβισμού, όσο και η αντίστοιχη επιμόρφωση των γονέων / κηδεμόνων.

Το ίδιο συνεχής και συστηματική θα πρέπει να είναι η ενημέρωση και η συμμετοχή σε σχετικές δράσεις των μαθητών/-τριών. Η αξιοποίηση του θεσμού του σχολικού διαμεσολαβητή, κατά τον οποίο οι μαθητές αναλαμβάνουν τον ρόλο αυτό, θα λειτουργήσει «πυροσβεστικά» σε καταστάσεις σχολικής βίας, παραβατικών συμπεριφορών και σχολικού εκφοβισμού.

Σίγουρα, οι ποινές έχουν την σημασία τους και τον ρόλο τους στην διαχείριση εκδηλώσεων βίας και παραβατικών συμπεριφορών στα σχολεία. Σημαντικότερο, όμως, ρόλο διαδραματίζει η κατανόηση των αιτίων που οδηγούν στις συμπεριφορές αυτές και η, εν συνεχεία, ανάληψη όλων των ενδεδειγμένων δράσεων στην προσπάθεια της αποτελεσματικής διαχείρισής τους και της εξάλειψής τους. Η αξιοποίηση των παιδαγωγικών μέτρων με την μορφή ποινών για παραβατικές μαθητικές συμπεριφορές θα πρέπει να υλοποιείται εναλλακτικά ή – και – συνδυαστικά με δράσεις πρόληψης και αποτελεσματικής διαχείρισης της βίας και όχι ως κύρια επιλογή.

Είναι βέβαιο ότι η ανάληψη δράσεων και η υλοποίηση προγραμμάτων πρόληψης, αποτελεσματικής διαχείρισης και καταστολής της βίας είναι χρονοβόρες διαδικασίες, συγκρινόμενες με την επιβολή ποινών για παραβατικές συμπεριφορές. Είναι, όμως, εξίσου βέβαιο ότι στην πρώτη περίπτωση, αυτήν της προληπτικής και διαχειριστικής προσέγγισης, οι αναληφθείσες προσπάθειες θα φέρουν περισσότερο μόνιμα αποτελέσματα, ενώ στην δεύτερη περίπτωση, αυτήν της διαχείρισης μέσω της αποκλειστικής επιβολής ποινών, τα αποτελέσματα δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα είναι τα προσδοκώμενα, αφού η ενεργοποίηση, αποκλειστικά και μόνο, του αυστηρότερου πλαισίου παιδαγωγικών μέτρων θα λειτουργήσει ως επιβραδυντής εκρηκτικών καταστάσεων, οι οποίες, κάποια στιγμή, θα εκτονωθούν με εκκωφαντικό θόρυβο και με δυσάρεστα για την κοινωνία μας αποτελέσματα.