Δύο είναι οι βασικοί άξονες με βάση τους οποίους υπολογίζεται το επίδομα θερινής αδείας για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα.
Σύμφωνα με το newsit, ο πρώτος άξονας υπολογισμού του επιδόματος θερινής αδείας είναι οι μέρες άδειας τις οποίες δικαιούται κάθε εργαζόμενος.
Ο δεύτερος άξονας είναι το ύψος των αποδοχών κάθε εργαζομένου, αν και υπάρχουν δύο -εξίσου νόμιμοι – τρόποι υπολογισμού του επιδόματος αδείας βάσει αυτών, σύμφωνα με όσα αναφέρουν στο newsit αρμόδιοι νομικοί κύκλοι.
Ωστόσο, το θεσμικό πλαίσιο ως προς τις μέρες αδείας τις οποίες δικαιούται κάθε εργαζόμενος είναι σαφές: Κάθε μήνα από τη στιγμή πρόσληψης του κάθε εργαζόμενος δικαιούται 2 μέρες άδεια. Έτσι για παράδειγμα, εργαζόμενος ο οποίος προσελήφθη σε μία επιχείρηση την 1η Ιανουαρίου του 2024, δικαιούται πχ την 31η Ιουλίου 2024, 14 μέρες αδείας (7 μήνες απασχόλησης Χ 2 μέρες αδείας/ανά μήνα).
Για την κάθε μέρα άδειας δικαιούται να λάβει ως επίδομα καλοκαιριού το ημερομίσθιο του, αλλά σε καμία περίπτωση το συνολικό επίδομα αδείας δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% του μισθού του. Για παράδειγμα, έστω μισθωτός αμείβεται με 1000 ευρώ/μήνα (καθαρά) ή 45 ευρώ/μέρα και δικαιούται άδεια 14 μέρες και επίδομα 630 ευρώ (14 μέρες άδεια Χ 45 ευρώ/μέρα). Επειδή, όμως, υπάρχει ο “κόφτης” του 50% για το επίδομα αδείας, θα λάβει 500 ευρώ (50% του καθαρού μισθού των 1000 ευρώ).
Δεν είναι, όμως, σαφές το θεσμικό πλαίσιο σε σχέση με τη βάση υπολογισμού του επιδόματος, καθώς υπάρχουν δύο μέθοδοι. Σύμφωνα με την πρώτη μέθοδο, το επίδομα αδείας λαμβάνει υπόψην το τελευταίο μισθό πριν την άδεια. Για παράδειγμα, για να λάβει κάποιος μισθωτός το επίδομα αδείας του την 1η Αυγούστου 2024, θα ληφθεί υπόψην ο μισθός του Ιουλίου 2024.
Ωστόσο, υπάρχει και μία δεύτερη μέθοδος, σύμφωνα με την οποία το επίδομα αδείας υπολογίζεται με βάση το μέσο μισθό της περιόδου πριν την αδειοδότηση και την καταβολή του επιδόματος καλοκαιριού πχ από την 1η Ιανουαρίου έως και τον 31η Ιουλίου 2024. Αυτή η μέθοδος, σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, φέρεται να ευνοεί τους μισθωτούς, οι οποίοι για κάποιο διάστημα πριν την αδειοδότηση, απασχολήθηκαν περισσότερες ώρες, πχ με υπερωρίες, και αύξησαν το τακτικό μισθό τους.